«Οι Θεατές» του Μάριου Ποντίκα είναι ένα τυπικό δείγμα του νεοελληνικού ρεαλιστικού θεάτρου, που άνθισε στα χρόνια μετά την πτώση της χούντας. Πρόκειται για ένα θέατρο που εστιάζει σε ανθρώπους του κοινωνικού περιθώριου, προκειμένου να μιλήσει όχι ειδικά γι’ αυτούς, αλλά για γενικότερα προβλήματα, όπως η φτώχεια, η αλλοτρίωση, η μοναξιά και ο αγριανθρωπισμός που όλ’ αυτά προξενούν.
Στους «Θεατές» βλέπουμε τη ζωή δυο ζευγαριών «τελειωμένων» ανθρώπων. Το πρώτο ζευγάρι, ένας μοναρχοφασίστας ανάπηρος, πεταγμένος στο περιθώριο και χρησιμοποιούμενος ως επαγγελματίας προπαγανδιστής του αντικομμουνισμού, και η γυναίκα του που ασφυκτιά μέσα στη μιζέρια και το ψέμα, τελειώνουν και φυσικά: η γυναίκα σκοτώνει τον άνδρα και αυτοκτονεί δίπλα του. Το δεύτερο ζευγάρι, ένας λούμπεν που παριστάνει τον αγαπητικό για να αρμέγει γυναίκες και περνάει τη μέρα του κάνοντας μπανιστίρι από μια τρύπα που ανοίγει στο δωμάτιο του άθλιου ξενοδοχείου που διαμένει και μια αποκλειστική νοσοκόμα, σύζυγος ναυτικού, που αναζητά τη στοργή και τον έρωτα που η κοινωνική της κατάσταση της στερεί, είναι «τελειωμένο» κοινωνικά.
Κομβικό πρόσωπο του έργου ο λούμπεν νέος, τυπικό δείγμα κοινωνικής αδιαφορίας, αμοραλισμού και ωχαδερφισμού. Βλέπει το διπλό φονικό, αρνείται να παρέμβει και το μόνο που κάνει είναι να κλέψει τρία χιλιάρικα από την τσέπη του νεκρού μοναρχοφασίστα. Είναι η προκαταβολή που πήρε για να ξεκινήσει τη νέα του δουλειά ως επαγγελματίας πλέον αντικομμουνιστής. Τα τρία βρόμικα χιλιάρικα αλλάζουν χέρια. Από τον «τελειωμένο» μοναρχοφασίστα περνούν στον «τελειωμένο» μπανιστιρτζή, τον αδιάφορο για οτιδήποτε άλλο πέρα από τη δική του μίζερη επιβίωση στο περιθώριο της πραγματικής ζωής.
Για το σημερινό νέο θεατή το έργο θα έμοιαζε παλιομοδίτικο. Η φιγούρα του μοναρχοφασίστα, η γλώσσα, οι αναφορές στην κοινωνική ζωή μοιάζουν τόσο μακρινά. Ομως, η Νατάσα Βασιλείου που έκανε τη σκηνοθεσία είχε μια καταπληκτική έμπνευση. Προσέθεσε στην αρχή ένα βίντεο με μια σημερινή συνέντευξη του μπανιστιρτζή. Τριάντα χρόνια μετά, με γκρίζα μαλλιά πλέον, ο άνθρωπος αυτός αναφέρεται στο περιστατικό. Δεν μετανιώνει που δεν παρενέβη για ν’ αποσοβήσει το φονικό, κρύβει ότι το μόνο που τον ένοιαζε ήταν να βουτήξει τα τρία χιλιάρικα και αναζητά άλλοθι στη σημερινή κοινωνία που έχει μεταβληθεί σε μια κοινωνία θεατών και μπανιστιρτζήδων: Εγώ ήμουν από τους πρώτους. Αυτό που έκανα τότε εγώ, σήμερα το κάνουν όλοι. Εχουν μια τηλεόραση στο σαλόνι τους και παρακολουθούν τις ζωές των άλλων, είτε με τα ριάλιτι είτε με τα κουτσομπολιά για τις διάφορες διασημότητες με τις οποίες προσπαθούν να ταυτιστούν.
Με την έμπνευση αυτή της σκηνοθέτιδας το έργο του Ποντίκα όχι μόνο επικαιροποιήθηκε, αλλά απέκτησε ένα πιο στέρεο «διά ταύτα». Η παράσταση μετατράπηκε σε μια καταγγελία του «καναπέ». Την ώρα που μας ρουφάνε τον ιδρώτα και το αίμα, εμείς καθόμαστε και παρατηρούμε τις ζωές των άλλων. Σε μια καταγγελία ιδιαίτερα επίκαιρη στο φόντο των γεγονότων των τελευταίων ημερών, που σφραγίστηκαν από τη δολοφονία του 15χρονου μαθητή και τη νεολαιίστικη εξέγερση που ακολούθησε.
Δεύτερο, μετά τη σκηνοθετική σύλληψη, ατού της παράστασης η μουσική του Γιάννη Ξαρχάκου, παιγμένη από τον ίδιο στην κιθάρα. Στο έργο υπάρχει ο ήχος της κιθάρας. Κάποιος σε κάποιο διπλανό δωμάτιο παίζει κιθάρα, προσπαθεί να μάθει ένα κομμάτι. Η γυναίκα του μοναρχοφασίστα γοητεύεται, ο λούμπεν μπανιστιρτζής ενοχλείται, οργίζεται και βρίζει. Ο Ξαρχάκος γέμισε την παράσταση με αυτοσχεδιασμούς πάνω στα μοτίβα δυο γνωστών αντάρτικων τραγουδιών, δημιουργώντας έτσι μια γεμάτη νόημα αντίστιξη. Ηταν ένας συνεχής υπομνηματισμός ότι η ζωή που αξίζει είναι έξω από τη μιζέρια των δυο ζευγαριών, στην προσπάθεια, στον αγώνα, στην εξέγερση. Νομίζουμε πως η μουσική έδωσε στο ίδιο το έργο μια άλλη διάσταση, διευρύνοντας την προβληματική του συγγραφέα.
Είδαμε την παράσταση στην πρεμιέρα της, που δόθηκε στην «Κόντρα». Το τρακ ήταν φανερό στους τέσσερις ηθοποιούς που επωμίστηκαν τους υψηλών αξιώσεων ρόλους. Το έβλεπες σε μια σχετική ακαμψία που τους εμπόδιζε να «κρεσεντάρουν», με αποτέλεσμα ορισμένες στιγμές η παράσταση να φαίνεται επίπεδη. Είμαστε σίγουροι πως αυτό θα ξεπεραστεί στις επόμενες παραστάσεις, που οι ερασιτέχνες αυτοί ηθοποιοί θα έχουν συνηθίσει να παίζουν μπροστά σε κοινό και θα έχουν ξεπεράσει το τρακ της πρεμιέρας. Αυτό δεν το λέμε για λόγους αβροφροσύνης, αλλά επειδή διακρίναμε στιγμές που κατάφεραν να απογειώσουν την παράσταση, αποκαλύπτοντας το μόχθο που έχουν καταβάλλει στις πρόβες. Το πρώτο ζευγάρι υποδύθηκαν ο Θωμάς Ζακαλκάς και η Σοφία Σπήλιου και το δεύτερο η Κατερίνα Μαντάλα και ο Νίκος Χουβαρτάς. Θα σταθούμε λίγο στον τελευταίο, γιατί νομίζουμε ότι πρόκειται για ένα γνήσιο υποκριτικό ταλέντο, για ένα ακατέργαστο διαμαντάκι. Στην παράσταση είχε κι αυτός λίγες στιγμές ακαμψίας, που σιγά-σιγά τις ξεπέρασε, στο βίντεο όμως ήταν εκπληκτικός. Αυτοί που κάνουν σινεμά στην Ελλάδα θα πρέπει να δουν αυτό το μικρό βίντεο που αποκαλύπτει έναν ηθοποιό ιδανικό για το σινεμά.
Δημ. Νατ.