Μακριά από το φωτισμένο θεατρικό κέντρο, έξω από το trendy και το εναλλακτικό θεατρικό «λάιφ στάιλ», που εδώ και χρόνια αλληλοσυμπληρώνονται αρμονικότατα (με τη βοήθεια των ΜΜΕ και την αρωγή του κράτους), σ’ ένα μικρό θέατρο-κόσμημα στο Μαρούσι, «ανακαλύψαμε» μια παράσταση-διαμάντι, την ο-ποία συστήνουμε ανεπιφύλακτα. Πρόκειται για το «Γελώντας άγρια» του σύγχρονού μας αμερικανού συγγραφέα Κρίστοφερ Ντουράνγκ, που ανέβηκε στο θέατρο «Διθύραμβος» (Λητούς 6, Μαρούσι, τηλ. 210-61.42.772), σε σκηνοθεσία Μιχάλη Ζωγραφίδη.
Ο Ντουράνγκ ανήκει στη γενιά των αμερικανών δραματουργών που, πατώντας στο στέρεο έδαφος της αμερικάνικης ρεαλιστικής παράδοσης, δημιουργούν ένα θέατρο της οργής. Ενα θέατρο που παραμένει σταθερά εκτός των τειχών του κυρίαρχου θεατρικού ρεύματος των ΗΠΑ (κάτι σαν το ανεξάρτητο αμερικάνικο σινεμά). Το «Γελώντας άγρια» φαινομενικά είναι μια σάτιρα των σύγχρονων αμερικάνικων ηθών. Δεν έχει, όμως, καμιά σχέση με το αμερικάνικο μπουλβάρ. Στην πραγματικότητα είναι μια γροθιά στο στομάχι. Μέσα από τον παραληρηματικό λόγο των δύο νευρωσικών ηρώων του, ξανοίγεται μπροστά στα μάτια του θεατή ένας κόσμος αλλοτριωμένος και αλλοτριωτικός, ένας κόσμος αγριανθρωπικός, ένας κόσμος βαρβαρότητας, που αναζητά μάταια ισορροπία στα ψυχιατρεία και στους ψυχαναλυτές και στα διάφορα ανορθολογικά ρεύματα που προσφέρουν ή πουλάνε την «εσωτερική γαλήνη».
Χωρίς τη συνήθη δραματουργική μορφή, χρησιμοποιώντας τεράστιους μονολόγους με τρόπο που αποκαλύπτει βαθιά γνώση της σκηνικής τέχνης, ο Ντουράνγκ καταφέρνει να μπάσει το θεατή σ’ αυτόν τον εφιαλτικό κόσμο και να μετατρέψει τη σκηνή σ’ έναν τεράστιο καθρέφτη, στον οποίο ο θεατής βλέπει τον εαυτό του, το περιβάλλον του, τον κόσμο μας. Παρατηρούσαμε τις αντιδράσεις των θεατών στην παράσταση που παρακολουθήσαμε. Στην αρχή είχαμε συνεχείς εκρήξεις γέλιου. Με την πρόοδο του έργου το χαμόγελο πάγωσε, το γέλιο εξαφανίστηκε ή έγινε νευρικό, πνιχτό. Ο καθρέφτης λειτούργησε. Οι θεατές αντιλήφθηκαν ότι το παραλήρημα των ηρώων δεν ήταν για γέλια, αλλά ενείχε τη θέση μιας οργισμένης καταγγελίας.
Οι Χριστίνα Παπαδάκη και Δημήτρης Φραγκιόγλου, που υπογράφουν τη μετάφραση, έκαναν θαυμάσια δουλειά, όχι μόνο μεταφέροντας στα ελληνικά ένα δύσκολο (από θεατρική άποψη) κείμενο, αλλά και επικαιροποιώντας το με αναφορές στη σύγχρονη ελληνική και διεθνή πραγματικότητα. Εχουμε την υποψία ότι στην επικαιροποίηση έβαλαν το χέρι τους ο σκηνοθέτης και οι ηθοποιοί, αλλά τα credits είναι τα τελευταία που ενδιαφέρουν. Σημασία έχει η δουλειά που έγινε, η οποία κατάφερε να κάνει εντελώς «δικό μας» ένα έργο γραμμένο προ εικοσαετίας για ένα κοινό αμερικανικό.
Η σκηνοθεσία του Μιχάλη Ζωγραφίδη ανέλυσε το έργο ατάκα με ατάκα και μετά το επανασύνθεσε με τρόπο που το έντονο σωματικό παίξιμο των ηθοποιών να μην είναι ένας εντυπωσιοθηρικός φορμαλισμός, αλλά να υπηρετεί το λόγο. Χωρίς αυτή τη διαλεκτική δουλειά της σκηνοθεσίας, νομίζουμε ότι το έργο θα καταντούσε είτε μια ανούσια φάρσα είτε μια βαρετή διάλεξη που θα προκαλούσε συνεχή χασμουρητά.
Ομως, η λεπτοδουλεμένη σκηνοθεσία δεν θα κατάφερνε τίποτα, αν δεν είχε στη διάθεσή της δυο θαυμάσια υποκριτικά «εργαλεία». Η Εφη Νιχωρίτη και ο Τάσος Ράπτης καταθέτουν δυο υποκριτικά ρεσιτάλ, σ’ ένα θεατρικά δύσκολο έργο, από το οποίο απουσιάζει η δράση (εμφανίζεται μόνο στο τρίτο μέρος και πάλι όχι με τον κλασικό τρόπο). Οι δυο διαδοχικοί μονόλογοι (γυναίκα – άνδρας) απαιτούν υποκριτικό ταλέντο και πολλή δουλειά για να μπορέσουν να σταθούν σκηνικά. Οι δυο ηθοποιοί το κατάφεραν τέλεια. Ούτε ένα λάθος, ούτε μια στιγμή αμηχανίας, ούτε ένα σαρδάμ σε μιάμιση ώρα παράστασης, ούτε ένα λάθος «πέρασμα» στη διαδοχή των συναισθημάτων. Πρόκειται για έναν υποκριτικό άθλο.
Λιτό και λειτουργικότατο το σκηνικό της Φαίης Μιχαήλ, ταιριαστά με το ύφος του έργου και της παράστασης τα κοστούμια της ίδιας, εύστοχες οι μουσικές επιλογές της Εφης Νιχωρίτη, με αδυναμίες ο φωτισμός που επιμελήθηκε ο σκηνοθέτης της παράστασης.
ΔΗΜ.ΝΑΤ.