Ως μάννα εξ ουρανού αναμένουν οι κολεγιάρχες το Προεδρικό Διάταγμα που θα ενσωματώνει στο εθνικό δίκαιο την κοινοτική Οδηγία 36/2005, βάσει του οποίου τα «μαγαζιά» τους, που έχουν συνάψει συμφωνίες με ευρωπαϊκά πανεπιστήμια, θα μεταμορφωθούν, παρακάμπτοντας το ελληνικό Σύνταγμα, σε ιδιωτικά πανεπιστήμια. Γι’ αυτό και υπενθυμίζουν στο υπουργείο Παιδείας τη δέσμευσή του ότι μέσα στον Ιούλη του 2009 θα έχει τελειώσει με αυτή την υποχρέωση που ανέλαβε απέναντι στην ΕΕ και δηλώνουν με θράσος ότι λίγο τους ενδιαφέρουν οι συνεχείς (επί το ευνοϊκότερο για τα συμφέροντά τους) τροποποιήσεις των Υπουργικών Αποφάσεων που ρυθμίζουν τις προϋποθέσεις και τις διαδικασίες για τις άδειες λειτουργίας των κολεγίων, αφού αυτά, όπως λένε, διαθέτουν όλα τα απαραίτητα «προσόντα».
Ηδη αυτές τις μέρες γίνεται πολύς ντόρος στον αστικό Τύπο για το σχετικό θέμα και, όπως λέγεται, ο Καραμανλής έχει δώσει εντολή να τελειώνουν με το ΠΔ άμεσα. Η «διαρροή» της πληροφορίας έχει βέβαια μια εξήγηση, λαμβανομένων υπόψη των αποτελεσμάτων των ευρωεκλογών (η χασούρα της ΝΔ θεωρείται βέβαιη και στις επόμενες βουλευτικές εκλογές και συνεπώς ο Καραμανλής δεν πασχίζει τόσο για το δεδομένο πολιτικό κόστος, αλλά για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων που έχει αναλάβει έναντι του συστήματος και των αφεντικών, ντόπιων και ξένων), της ανάλογης πρεμούρας Καραμανλή να περάσει γρήγορα τις αντιασφαλιστικές ρυθμίσεις με το ΙΚΑ και τα βαριά και ανθυγιεινά επαγγέλματα και της απουσίας των φοιτητών από τα πανεπιστήμια, λόγω των καλοκαιρινών διακοπών.
Τις σχετικές φήμες ενίσχυσε και η σιβυλλική δήλωση Σπηλιωτόπουλου ότι «είναι υποχρέωσή μας απέναντι στο Ευρωπαϊκό Δίκαιο να προχωρήσουμε στην ενσωμάτωση της Οδηγίας, την οποία ούτως ή άλλως είμαστε υποχρεωμένοι να εφαρμόσουμε, διαφορετικά πληρώνουμε». Το σκηνικό συμπληρώνει και η νέα καταδίκη της Ελλάδας (τρίτη κατά σειρά) για τη μη προσαρμογή στην κοινοτική οδηγία 36/05.
Τι προβλέπει το ΠΔ
Με το ΠΔ, λοιπόν, που έχει στα συρτάρια του το υπουργείο Παιδείας, και το οποίο έχει εξασφαλίσει η ΚΟΝΤΡΑ, εναρμονίζεται πλήρως η ελληνική νομοθεσία προς την Οδηγία 2005/36/ΕΚ. Η Οδηγία και το ΠΔ, βεβαίως, αναφέρονται στην αναγνώριση των επαγγελματικών προσόντων και τη θέσπιση κανόνων, σύμφωνα με τους οποίους αναγνωρίζονται τα επαγγελματικά προσόντα που αποκτήθηκαν σε ένα ή περισσότερα άλλα κράτη μέλη και απαιτούνται για την ανάληψη και την άσκηση νομοθετικά ρυθμιζόμενου επαγγέλματος. Ομως, ο καθένας συμπεραίνει πως τα επαγγελματικά προσόντα απορρέουν από σπουδές και τίτλους σπουδών και συνεπώς, στην ουσία, αναγνωρίζονται και ισοτιμούνται οι σπουδές και τα πτυχία. Μάλιστα το άρθρο 11 του ΠΔ, που καθορίζει τα διάφορα επίπεδα προσόντων, προβλέπει πως το δίπλωμα, που διαθέτει ο αιτών την αναγνώριση των επαγγελματικών προσόντων, πιστοποιεί είτε ολοκληρωμένη εκπαίδευση μεταδευτεροβάθμιου επιπέδου, διάρκειας τουλάχιστον 3 και όχι άνω των 4 ετών είτε την επιτυχή ολοκλήρωση κύκλου μεταδευτεροβάθμιων σπουδών ελάχιστης διάρκειας 4 ετών σε Πανεπιστήμιο ή Ιδρυμα Ανώτατης Εκπαίδευσης ή άλλο ίδρυμα του αυτού εκπαιδευτικού επιπέδου.
Το σχετικό άρθρο ευθυγραμμίζεται πλήρως και με την απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστήριου (Οκτώβρης του 2008), το οποίο καταδίκασε την Ελλάδα για την παράβαση της κοινοτικής νομοθεσίας για την αναγνώριση των διπλωμάτων. Το Ευρωδικαστήριο απαξίωνε πλήρως την ουσία της εκπαίδευσης, που βρίσκεται πίσω από ένα πτυχίο, αποδεικνύοντας ότι για το μόνο που νοιάζεται το ευρωπαϊκό κεφάλαιο είναι η απόκτηση βασικών δεξιοτήτων, που θα καθιστούν εφικτό το μέγιστο βαθμό εκμετάλλευσης των εργαζόμενων και την «ελεύθερη» διακίνησή τους. Γι’ αυτό και δήλωνε ότι η εκτίμησή του βασίζεται στο γεγονός ότι «με το σύστημα της οδηγίας 89/48 (προπάτορα της οδηγίας 36/05), ένα δίπλωμα αναγνωρίζεται όχι λόγω της ουσιαστικής αξίας της εκπαιδεύσεως που πιστοποιεί, αλλά διότι καθιστά δυνατή την πρόσβαση σε νομοθετικά κατοχυρωμένο επάγγελμα». Απόρροια αυτού του σκεπτικού ήταν και η εκτίμηση ότι «οι σπουδές δεν πρέπει οπωσδήποτε να έχουν πραγματοποιηθεί σε πανεπιστήμιο ή σε ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα… αρκεί να πρόκειται για ίδρυμα του αυτού εκπαιδευτικού επιπέδου», εκτίμηση που επιβεβαιώνεται τώρα και από το παραπάνω σχετικό άρθρο του ΠΔ.
Ως προς το ποιος θα κρίνει αν το ίδρυμα είναι «του αυτού εκπαιδευτικού επιπέδου» με ένα πανεπιστήμιο ή ένα ανώτατο ίδρυμα, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή είναι κατηγορηματική: «Αποκλειστικώς η αρμόδια αρχή του κράτους μέλους που χορήγησε το δίπλωμα». Στην περίπτωση, συνεπώς, των κολεγίων που συνεργάζονται με ευρωπαϊκά πανεπιστήμια, την πιστοποίηση των σπουδών και των «διπλωμάτων» αναλαμβάνουν αποκλειστικά τα ξένα πανεπιστήμια. Στο ίδιο πνεύμα, το άρθρο 12 του ΠΔ, προβλέπει την εξομοίωση του τίτλου εκπαίδευσης, εφόσον αυτός χορηγήθηκε από την αρμόδια αρχή του άλλου κράτους μέλους της ΕΕ και εφόσον πιστοποιεί την επιτυχή ολοκλήρωση της εκπαίδευσης εντός της Κοινότητας. Το μεγαλοπρεπές ξεφτιλίκι που εισέπραξε η ψωροκώσταινα από το Ευρωδικαστήριο, περιελάμβανε και την εκτίμησή του ότι «το άρθρο 16 του Ελληνικού Συντάγματος δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής προκειμένου περί σπουδών παρεχομένων βάσει συμφωνιών δικαιοχρήσεως, εφόσον αυτές δεν εντάσσονται στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα».
Δηλαδή τα κολέγια, που έχουν συνάψει συμφωνίες δικαιόχρησης με ξένα πανεπιστήμια, αν και λειτουργούν σε ελληνικό έδαφος, δεν είναι ελληνικές εκπαιδευτικές επιχειρήσεις, αλλά ιδρύματα που εντάσσονται στο εκπαιδευτικό σύστημα των κρατών όπου εδρεύουν τα συνεργαζόμενα πανεπιστήμια και επομένως η Ελλάδα οφείλει να κάνει «τουμπεκί»!
Στην ίδια ακριβώς κατεύθυνση με τα παραπάνω κινείται και το ΠΔ. Δεν κάνει την παραμικρή αναφορά σε όλα αυτά τα βαρύγδουπα, που έλεγε ο πρώην υπουργός Παιδείας Στυλιανίδης, όταν ψήφιζε το νόμο-κουρελόχαρτο (Ν. 3696/2008) για τα κολέγια, ότι δηλαδή η ελληνική αρχή θα ελέγχει τα προγράμματα και την ποιότητα των σπουδών. Αναφέρεται απλώς στην κατάθεση των απαιτούμενων δικαιολογητικών, πιστοποιητικών, τίτλων εκπαίδευσης κ.λ.π. (που έχουν χορηγηθεί και πιστοποιηθεί από τα ξένα ιδρύματα) στην αρμόδια ελληνική αρχή, η οποία αρκείται αποκλειστικά στον έλεγχο της αντιστοίχησης των σπουδών με τα εδώ Πανεπιστήμια ή ΤΕΙ. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις (π.χ. αν η διάρκεια εκπαίδευσης είναι μικρότερη κατά ένα τουλάχιστον έτος από εκείνη που απαιτείται στην Ελλάδα, αν η εκπαίδευση, που έχει λάβει ο αιτών την αναγνώριση, αφορά τομείς γνώσεων ουσιωδώς διαφορετικούς ως προς τη διάρκεια ή το περιεχόμενο, από εκείνους που καλύπτονται από τον απαιτούμενο τίτλο εκπαίδευσης στην Ελλάδα), η αρμόδια ελληνική αρχή μπορεί να απαιτήσει την πραγματοποίηση πρακτικής άσκησης προσαρμογής ή τη δοκιμασία επάρκειας.
Η αρμόδια αυτή αρχή είναι το Συμβούλιο Αναγνωρίσεως Επαγγελματικών Προσόντων (ΣΑΕΠ), με τη λειτουργία του οποίου καταργούνται αυτόματα το Συμβούλιο Αναγνωρίσεως Επαγγελματικής Ισοτιμίας Τίτλων Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης (ΣΑΕΙΤΤΕ) και το Συμβούλιο Επαγγελματικής Αναγνωρίσεως Τίτλων Εκπαίδευσης και Κατάρτισης. Η διαδικασία της αναγνώρισης γίνεται αποκλειστικά μια τυπική διαδικασία, ακόμα πιο τυπική και χειρότερη από αυτή που καθιέρωνε η ίδρυση του ΣΑΕΙΤΤΕ (το ΣΑΕΙΤΤΕ ήταν προϊόν της κατάργησης του ΔΙΚΑΤΣΑ, που καθιέρωνε για λόγους ευνόητους το διαχωρισμό της διαδικασίας αναγνώρισης της ισοτιμίας των ακαδημαϊκών τίτλων σπουδών από αυτή των επαγγελματικών προσόντων). Σύμφωνα με το ΠΔ, η διαδικασία εξέτασης της αίτησης αναγνώρισης επαγγελματικών προσόντων πρέπει να ολοκληρώνεται μέσα σε τρεις μήνες. Από τη στιγμή που εκδίδεται η απόφαση του ΣΑΕΠ, οι επαγγελματικές οργανώσεις (ΤΕΕ κ.λ.π.) υποχρε-ούνται χωρίς καθυστέρηση να ενεργήσουν την εγγραφή στα μητρώα του νέου μέλους και να εκδώσουν την άδεια ασκήσεως επαγγέλματος. Η διάταξη αυτή του ΠΔ, επιχειρεί να βάλει τέλος, με το «αποφασίζομεν και διατάσσομεν», σε κάθε εμπόδιο που ορθώνει ως τώρα το ΤΕΕ και άλλοι επαγγελματικοί σύλλογοι (π.χ. Δικηγορικός Σύλλογος) σε αναγνώριση τίτλων που προκύπτουν από σπουδές τριετούς διάρκειας, που πραγματώνονται στην κατεύθυνση της Μπολόνια και οι οποίες υποβαθμίζουν τις σπουδές των ελληνικών Πολυτεχνείων και Πανεπιστημίων. Η αναγνώριση των επαγγελματικών προσόντων, βάσει των διαδικασιών του ΠΔ, παρέχει το δικαίωμα στον δικαιούχο να ασκεί και στην Ελλάδα το επάγγελμα με τις ίδιες προϋποθέσεις όπως και οι έλληνες υπήκοοι (άρθρο 4). Δηλαδή ανοίγει ο δρόμος για τον διορισμό των δικαιούχων στο δημόσιο, με συμμετοχή στο διαγωνισμό του ΑΣΕΠ, για μετάταξη σε όσους υπηρετούν ήδη στο δημόσιο και διαθέτουν «πτυχίο» από κολέγιο συμβεβλημένο με πανεπιστήμιο του εξωτερικού, σε θέσεις ανώτερης ιεραρχίας, κ.λ.π.
Εκείνο που έχει όμως μέγιστη σημασία, πέρα από την ικανοποίηση των συμφερόντων των κολεγιαρχών, είναι ότι το ΠΔ οδηγεί ουσιαστικά στη νομιμοποίηση ύπαρξης στο έδαφος της Ελλάδας των ιδιωτικών πανεπιστημίων, παρά το άρθρο 16 του Συντάγματος, για τη διατήρηση του οποίου τόσος αγώνας δόθηκε από το φοιτητικό κίνημα. Γι’ αυτό και το ΠΔ πρέπει να αποτελέσει αιτία πολέμου για τους φοιτητές, την πανεπιστημιακή κοινότητα και ολόκληρη την εργαζόμενη κοινωνία.
Τα συμφέροντα των εμπόρων πτυχίων πάνω απ’ όλα
Από τη στιγμή που η κυβέρνηση αποφάσισε να ολοκληρώσει το έργο της μεταμόρφωσης των κολεγίων, που συνεργάζονται με πανεπιστήμια του εξωτερικού, σε ιδιωτικά πανεπιστήμια, το υπουργείο Παιδείας έχει μετατραπεί κυριολεκτικά σε υπουργείο Εξυπηρέτησης Κολεγίων. Μέσα σε ένα χρόνο από την ψήφιση του βασικού νόμου για τα κολέγια (Ν. 3696/2008), έχει εκδώσει δυο Υπουργικές Αποφάσεις, με διαφορά εννιά μηνών η μια από την άλλη, οι οποίες υποτίθεται ότι εξειδικεύουν παραπέρα τις προϋποθέσεις και τα κριτήρια που απαιτούνται για τη χορήγηση άδειας λειτουργίας στα κολέγια, στην πραγματικότητα όμως έχουν κάνει κόσκινο τις διατάξεις του βασικού νόμου, που υποτίθεται ότι ήταν αυστηρές ως προς τη λειτουργία των κολεγίων. Η μια ΥΑ είναι η 129450/Δ6/8-10-2008 και η άλλη, που καταρτίστηκε στο παρά πέντε της ανακοίνωσης από το ΥΠΕΠΘ των ονομάτων των κολεγίων που παίρνουν άδεια λειτουργίας (31 Αυγούστου 2009), σύμφωνα με «Το Βήμα», έχει υπογραφεί στις 22 Ιουνίου του 2009, ενώ δεν έχει ακόμα δημοσιευτεί σε ΦΕΚ. Τη νέα αυτή ΥΑ δεν την έχουμε στα χέρια μας, γι’ αυτό και θα χρησιμοποιήσουμε αναγκαστικά για τις συγκρίσεις τα δημοσιεύματα του αστικού Τύπου, στον οποίο έχουν «διαρρεύσει» τα σημεία της.
♦ Παρατηρούμε, λοιπόν, ότι η ΥΑ του Οκτωβρίου προέβλεπε, για τα μάτια (άρθρο 2), προκειμένου να χορηγηθεί η άδεια λειτουργίας του κολεγίου, την υποβολή του αναλυτικού προγράμματος σπουδών, μέσα από το οποίο να αποδεικνύεται η πληρότητα του προγράμματος σπουδών. Το σημείο αυτό, όπως και η σχετική διατύπωση του βασικού νόμου 3696/2008 συνιστά μια μεγάλη υποκρισία, δεδομένου ότι η κυβέρνηση και το υπουργείο Παιδείας γνώριζαν καλά ότι βάσει της κοινοτικής Οδηγίας, η ελληνική Πολιτεία δεν είχε καμιά απολύτως αρμοδιότητα επί του περιεχομένου του προγράμματος σπουδών των κολεγίων, που συνάπτουν συμφωνίες δικαιόχρησης με πανεπιστήμια του εξωτερικού και ότι το μόνο αρμόδιο όργανο να κρίνει τα προγράμματα και τους τίτλους είναι το ξένο ίδρυμα με το οποίο έχει συμβληθεί το κολέγιο και η αρμόδια αρχή της χώρας στην οποία είναι εγκατεστημένο το ξένο πανεπιστήμιο. Παρόλ’ αυτά το υπουργείο περιέλαβε τη σχετική αναφορά και στην ΥΑ του Οκτωβρίου, γιατί τότε ακόμα είχε την ανάγκη παραπλάνησης και επεξεργασίας της «κοινής γνώμης». Ολοι θυμόμαστε τις κορόνες για «καθιέρωση ενός πολύ αυστηρού πλαισίου παρακολούθησης και ελέγχου των κολεγίων», που έβγαζε ο τότε υπουργός Παιδείας Στυλιανίδης και ανέφερε η αιτιολογική έκθεση του βασικού νόμου. Τώρα, όμως, τέλειωσαν τα ψέματα, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο έβγαλε το σχετικό φιρμάνι του (που αναφέραμε πιο πάνω), ενώ σφίγγει ο καιρός για την έκδοση και του ΠΔ για την ενσωμάτωση της ευρωπαϊκής Οδηγίας. Γι’ αυτό και από τη νέα ΥΑ, όπως γράφει ο Τύπος, αφαιρείται εντελώς από το ελληνικό κράτος το δικαίωμα ελέγχου στο πρόγραμμα σπουδών των κολεγίων που αποτελούν «παραρτήματα» ευρωπαϊκών πανεπιστημίων.
♦ Συνεχείς εκπτώσεις παρατηρού-νται επίσης στις απαιτήσεις ως προς τα τυπικά προσόντα των διδασκόντων στα κολέγια. Ο βασικός νόμος 3696 προέβλεπε «οι διδάσκοντες να είναι κάτοχοι πανεπιστημιακού, μεταπτυχιακού ή διδακτορικού τίτλου σπουδών» και ειδικά αυτοί των κολεγίων που συμπράττουν με ιδρύματα της αλλοδαπής να έχουν επιπλέον «τα τυπικά και ουσιαστικά προσόντα που απαιτούνται για την κατοχή θέσης διδακτικού προσωπικού στο ίδρυμα της αλλοδαπής». Η σχετική διάταξη συρρικνώθηκε παραπέρα στην «εξειδίκευση» της ΥΑ του Οκτώβρη, που προβλέπει για τους διδάσκοντες εκτός του βασικού πανεπιστημιακού τίτλου σπουδών, μεταπτυχιακό τίτλο σε ποσοστό 30% του συνόλου των διδασκόντων και διδακτορικό σε ποσοστό 10% του συνολικού αριθμού διδασκόντων. Το σημειώνουμε ιδιαίτερα αυτό, όταν είναι γνωστό ότι για να γίνει κανείς καθηγητής σε ελληνικό Πανεπιστήμιο απαιτείται υποχρεωτικά διδακτορικός τίτλος σπουδών. Βέβαια, το παραμύθι της «ανωτατοποίησης» των ΤΕΙ, που έστρωνε το δρόμο για τη Μπολόνια, παραχάραξε και αυτή τη δέσμευση για τα πανεπιστημιακά ιδρύματα και προκάλεσε τα γνωστά κωμικοτραγικά επεισόδια με τις κρίσεις των διδασκόντων των ΤΕΙ με τη διαδικασία του «ψεκάστε, σκουπίστε, τελειώσατε». Δίνοντας γη και ύδωρ στους κολεγιάρχες, το ΥΠΕΠΘ προχώρησε και πιο πέρα. Η νέα ΥΑ προβλέπει ακόμα μεγαλύτερες εκπτώσεις. Ετσι σε αυτήν απαιτείται σε ποσοστό τουλάχιστον 30% των διδασκόντων να έχουν μεταπτυχιακό ή διδακτορικό τίτλο (συνολικά). Επίσης και στις δυο ΥΑ δίνεται η δυνατότητα σε κάποιους διδάσκοντες (έως 10%) να μην κατέχουν ούτε πτυχίο ΑΕΙ, εφόσον πρόκειται για τη διδασκαλία γνωστικών αντικειμένων για τα οποία επαρκούν μόνο ειδικές τεχνικές ή πρακτικές δεξιότητες.
♦ Συνεχείς τροποποιήσεις (προς το χειρότερο όσον αφορά στην ποιότητα των κτιριακών εγκαταστάσεων και στην υλικοτεχνική υποδομή και στον εξοπλισμό) έχουμε στις δυο ΥΑ. Αφαιρούνται παντελώς από τη δεύτερη ΥΑ διατάξεις που αφορούν σε βιβλιοθήκες, αίθουσα πολυμέσων και ύπαρξη βοηθητικών χώρων (αποθηκευτικοί χώροι, χώρος λεβητοστασίου, χώρος ανελκυστήρα. Τα σχετικά άρθρα 10, 11 και 15 παραλείπονται από τη δεύτερη ΥΑ). Τροποποιούνται ακόμη και οι διατάξεις που αφορούν στην υγιεινή των εγκαταστάσεων, ενώ η αρμοδιότητα της πιστοποίησης της πυρασφάλειας περνάει από την Πυροσβεστική Υπηρεσία σε δυο αρμόδιους ιδιώτες μηχανι- κούς (που θα μπορεί να λαδώνει ο ιδιοκτήτης του «μαγαζιού»). Εκείνο που μένει, ως ένδειξη της απόλυτης ξεφτίλας είναι ο «ελάχιστος συνολικός χώρος του κολεγίου», που ορίζεται στα 300 τ.μ. και στις δυο ΥΑ. Οι «επαρκείς» χώροι για την κάλυψη των αναγκών των σπουδαστών είναι τελικά όσο μια μεγάλη αίθουσα ελληνικού Πανεπιστήμιου, όσο μια ευρύχωρη μεζονέτα των εύπορων προαστίων!
Το υπουργείο Παιδείας διατήρησε τη διάταξη για την απαγόρευση συστέγασης του κολεγίου με φροντιστήρια ή με άλλον φορέα εκπαίδευσης ή κατάρτισης και τη διάταξη για το ύψος της απαιτούμενης εγγυητικής επιστολής καλής εκτέλεσης (500.000 ευρώ). Η διατήρηση κάποιου σχετικού ίματζ έχει, βλέπετε, ένα κόστος. Αλλωστε, αυτά τα «μαγαζιά» εμπορίας πτυχίων «κόβουν» πολύ χρήμα, εκμεταλλευόμενα τον πόθο της νεολαίας για πανεπιστημιακή μόρφωση, που αποκεφαλίζεται από την καρμανιόλα των πανελλαδικών εξετάσεων και βρίσκει διέξοδο στα κολέγια, με τις ευλογίες των κυβερνήσεων. Και η κυβέρνηση φαίνεται πως μέτρησε τις «δυνατότητες» των κολεγίων (38 τον αριθμό), που κατέθεσαν αίτηση για έκδοση άδειας λειτουργίας. Από αυτά 14 είναι συμβεβλημένα με βρετανικά πανεπιστήμια, 14 με αμερικανικά, που όμως έχουν αναπτύξει συνεργασίες και με ευρωπαϊκά ιδρύματα, προκειμένου να επωφεληθούν από το σχετικό ΠΔ ενσωμάτωσης της κοινοτικής οδηγίας και 10 κολέγια έχουν συνεργασίες με γαλλικά πανεπιστήμια. Κοντολογίς, η αφρόκρεμα των ευρωπαϊκών ιμπεριαλιστικών κρατών (αλλά και το αμερικανικό κεφάλαιο) έχει επιδοθεί σε άγριες εκπαιδευτικές μπίζνες με όχημα τα εγχώρια «μαγαζιά» των κολεγίων.
Γιούλα Γκεσούλη