«Προβληματάκι» με την έναρξη της συνεδρίασης, δηλωτικό μιας κατάστασης την οποία προς το παρόν δεν θέλουμε να σχολιάσουμε. Διαπιστώνοντας η πρόεδρος την απουσία του Ν. Δαμασκόπουλου, συνηγόρου του Κ. Αγαπίου, είπε το τυπικό που έχει γίνει και άλλες φορές: «Εσάς σας εκπροσωπεί ο κ. Καλογήρου». Ο Κ. Αγαπίου δεν είχε αντίρρηση, όμως πετάχτηκε ο Κανάς και είπε: «Δεν τον εκπροσωπεί ο κ. Καλογήρου»! Πρακτικά το πρόβλημα λύθηκε αμέσως από τον Α. Κωνσταντάκη, που δήλωσε ότι εκπροσωπεί αυτός τον Κ. Αγαπίου, η πρόεδρος όμως σχολίασε δηκτικά: «Δεν μπορούσε να το πει ο ίδιος ο συνήγορός σας;».
Ο Β. Ζήσης, ο ρεπόρτερ-πράκτορας, δεν εμφανίστηκε στο δικαστήριο, όπως δεν είχε εμφανιστεί και στη δεύτερη πρωτόδικη δίκη. Η εισαγγελική έδρα πρότεινε τη βίαιη προσαγωγή του και πρόστιμο 150 ευρώ, ενώ ο Χ. Τσιγαρίδας και ο Κ. Αγαπίου θύμισαν ότι το ίδιο είχε γίνει και στην προηγούμενη δίκη και η απάντηση της Αστυνομίας ήταν ότι «δεν ανευρέθη». Το δικαστήριο αποσύρθηκε για να πάρει απόφαση και όταν επέστρεψε η πρόεδρος ανακοίνωσε ότι διατάζουν τη βίαιη προσαγωγή του Ζήση για την Παρασκευή 5 Δεκέμβρη και την επιβολή προστίμου 150 ευρώ. Επειδή –όπως είπε η πρόεδρος– ο Ζήσης μπορεί να μην έρθει, κάλεσαν και το δεύτερο μάρτυρα, τον πρώην αρχηγό της Αστυνομίας Κ. Νηστικάκη.
Στη συνέχεια, δόθηκε ο λόγος στους κατηγορούμενους για να τοποθετηθούν επί της κατηγορίας.
Ο Χρ. Τσιγαρίδας έκανε την εξής δήλωση, την οποία κατέθεσε και γραπτά στο δικαστήριο:
«Κυρία πρόεδρε, κυρίες και κύριοι δικαστές.
Οπως σας έχω ξαναπεί και όπως έχω δηλώσει από την πρώτη στιγμή της σύλληψής μου, για μένα αυτή η υπόθεση είναι καθαρά πολιτική. Το βαθύ κράτος για να επιτύχει τους στόχους και τις επιδιώξεις του με τον καλύτερο δυνατό τρόπο , ανέθεσε σε σας και όσους συναδέλφους σας αναμίχθηκαν μ’ αυτή και παρόμοιες υποθέσεις να ασχοληθείτε με ένα φαινόμενο της Ιστορίας. Ομως, τα φαινόμενα της Ιστορίας δεν ρυθμίζονται σε δικαστικές αίθουσες. Τα φαινόμενα της Ιστορίας ρυθμίζονται στους στίβους των κοινωνικών και πολιτικών αγώνων. Ο υποβιβασμός τους σε ποινική υπόθεση είναι ίδιον των δειλών της αστικής τάξης, που προσπαθούν να κρύψουν το βάρβαρο και αποκρουστικό πρόσωπο της εξουσίας τους πίσω από δήθεν ουδέτερες και υπερταξικές αναφορές.
Κάτω από αυτό το γενικό πρίσμα ορίζεται και η παρουσία μου σ’ αυτή τη δίκη.
Από την πρώτη στιγμή της σύλληψής μου ανέλαβα την πολιτική ευθύνη για τη συμμετοχή μου στον Επαναστατικό Λαϊκό Αγώνα, αρνούμενος να δώσω οποιαδήποτε πληροφορία για τη δράση της Οργάνωσης, τη δομή της και φυσικά τα πρόσωπα. Αυτό είναι καθήκον που απορρέει από την επαναστατική αξιοπρέπεια και τιμή μου και βέβαια δεν πρόκειται η στάση μου αυτή να αλλάξει και σ’ αυτή τη δίκη.
Τους λόγους που με οδήγησαν να αναλάβω αυτή την πολιτική ευθύνη τους έχω εξηγήσει πολλές φορές και θα τους εξηγήσω και στο δικαστήριό σας, όταν έρθει η ώρα να κάνω την τελική μου τοποθέτηση, την οποία εσείς ονομάζετε απολογία, όμως εγώ δεν πρόκειται να τη χαρακτηρίσω έτσι, γιατί δεν έχω να απολογηθώ τίποτα, παρά μόνο στον ελληνικό λαό, τα συμφέροντα του οποίου υπερασπίστηκα με την επαναστατική μου δράση. Προς το παρόν, περιορίζομαι να πω, ότι ανέλαβα την πολιτική ευθύνη της συμμετοχής μου γιατί δεν ήθελα να βλέπω την οργάνωσή μου, τον ΕΛΑ, να συκοφαντείται από εκείνους που μοναδικό σκοπό τους έχουν να υπερασπίζονται την εκμετάλλευση και την καταπίεση του ελληνικού λαού.
Εσείς, βέβαια, θα μου πείτε ότι εξετάζετε το ποινικό σκέλος της υπόθεσης. Θα σας απαντήσω, λοιπόν, ότι αρνούμαι καθ’ ολοκληρίαν την κατηγορία. Αυτοί που με κατηγορούν θα πρέπει να αποδείξουν την όποια εμπλοκή μου στις υποθέσεις του κατηγορητηρίου. Αυτό δεν λέει το ισχύον Δίκαιο; Αυτό δεν λέει ο πολυδιαφημισμένος νομικός σας πολιτισμός;
Τι έχουμε, όμως, μέχρι τώρα; Εχουμε μια καταδικαστική απόφαση σε περίπου 1200 χρόνια φυλακή, με ένα εφεύρημα βγαλμένο από το ιδεολογικό οπλοστάσιο του ναζισμού: την συλλογική ευθύνη. Εχουμε και μια θαρραλέα και έντιμη αθωωτική απόφαση. Δυο συνάδελφοί σας, πράττοντας ως δικαστές και όχι ως ενεργούμενα, αποφάσισαν το αυτονόητο. Είπαν ότι, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι υπήρξα μέλος του ΕΛΑ, δεν υπάρχει κανένα αποδεικτικό στοιχείο, ούτε καν μια μακρινή ένδειξη για τη συμμετοχή μου σε οποιαδήποτε από τις ενέργειες που ποινικοποιήθηκαν και δικάζονται. Βέβαια, αυτό ισχύει πολύ περισσότερο για τους συγκατηγορούμενούς μου.
Οπως είπα και σε μια προηγούμενη δήλωσή μου, μπροστά στο ίδιο δίλημμα βρίσκεστε και εσείς. Θα προσχωρήσετε στη χορεία εκείνων που αποφασίζουν με βάση τα δόγματα και τις επιταγές του «πολέμου κατά της τρομοκρατίας» ή θα αποφασίσετε ως έντιμοι άνθρωποι και δικαστές; Στο τέλος αυτής της δίκης θα το ξέρουμε. Οσο για μένα, είμαι έτοιμος να δεχτώ οποιαδήποτε απόφαση. Δεν είναι προσωπικό το θέμα. Αλλωστε, όταν ανέλαβα την πολιτική ευθύνη για τη συμμετοχή μου στον ΕΛΑ, σε μια περίοδο που ακούγονταν μόνον οι υλακές των Αμερικανών, των Βρετανών και της καλοπληρωμένης χορωδίας τους, ήξερα πολύ καλά ότι δε μπορούσα να περιμένω δικαιοσύνη».
Ο Κ. Αγαπίου είπε ότι θέλει να τοποθετηθεί συνοπτικά για όλα όσα συνέβησαν τα τελευταία 6 χρόνια, με ένα κατασκευασμένο καθ’ ολοκληρίαν κατηγορητήριο, βάσει του οποίου κατασκευάστηκε μια «υπόθεση ΕΛΑ». Επειδή δεν είναι δυνατόν να δικαστεί μια οργάνωση –είπε- επελέγησαν ορισμένοι άνθρωποι οι οποίοι υποδείχτηκαν ως ένοχοι πριν ακόμη δικαστούν, από ένα ενιαίο κέντρο που διεκπεραίωσε αυτή την υπόθεση. Μίλησε για αυθαίρετες και ανυπόστατες κατηγορίες, γεγονός που είναι γνωστό από την αρχή της διαδικασίας και που αποδείχτηκε από σωρεία εγγράφων που ο ίδιος έχει καταθέσει. Αναφέρθηκε σε γραπτή δήλωση-τοποθέτηση που κατέθεσε και στα δυο προηγούμενα δικαστήρια (την κατέθεσε και τώρα), στην οποία εξαρχής μιλούσε για δίκη πολιτικής σκοπιμότητας, επειδή αντιλαμβανόταν το τι θα ακολουθήσει. Αν και πέρασαν σχεδόν πέντε χρόνια από τότε –είπε- επιβεβαιώθηκε ότι κατασκευάστηκε μια «υπόθεση ΕΛΑ» μέσα από πολλές παραβιάσεις συντάγματος και νόμων. Για να επιβεβαιωθεί αυτή η κατασκευή χρειαζόταν μια καταδικαστική απόφαση και τέτοια ήταν η απόφαση της πρώτης δίκης. Ακολούθησε μια δεύτερη δίκη, με στόχο να επικυρώσει και να καθαγιάσει τα αποτελέσματα της πρώτης δίκης. Οταν η ίδια υπόθεση, με το ίδιο αντικείμενο, εξετάστηκε στοιχειωδώς, κατέρρευσε όλη η κατασκευή. Το δεύτερο δικαστήριο απεφάνθη ότι οι Αθανασάκη, Αγαπίου, Κανάς δεν απεδείχθη ότι υπήρξαν μέλη του ΕΛΑ, συμπέρασμα στο οποίο θα μπορούσε να καταλήξει και το πρώτο δικαστήριο. Αθωωτική ήταν η απόφαση και για τον τέταρτο κατηγορούμενο, τον κ. Τσιγαρίδα, για τον οποίο μοναδικό στοιχείο ήταν η δική του τοποθέτηση, διότι δεν προσδιορίστηκε κανένα στοιχείο που να τον συνδέει με τις συγκεκριμένες ενέργειες αυτής της Οργάνωσης. Επίσης, ο Κ. Αγαπίου αναφέρθηκε σε κείμενο που έχουν υπογράψει διάφοροι πολίτες, το οποίο κατέθεσε στο δικαστήριο. Αναφέρθηκε σε εκείνους που έστησαν αυτή την πλεκτάνη, οι οποίοι επιδιώκουν ακόμη και τώρα να κατευθύνουν και το εφετείο και να ακυρώσουν τη δεύτερη απόφαση (αθωωτική) και επανέλαβε το αθωωτικό σκεπτικό αυτής της απόφασης: «Δεν απεδείχθη…». Τέλος, επανακατέθεσε το κείμενο που είχε καταθέσει στην έναρξη αυτής της δίκης, τον περασμένο Μάη, το οποίο έχουν υπογράψει 678 πολίτες και ευχαρίστησε όσους έχουν αναδείξει αυτή την υπόθεση, βοηθώντας και τη δική του θέση.
Ο Α. Κανάς δήλωσε ότι γεννήθηκε στην Κίμωλο το 1951 και δυστυχώς παντρεύτηκε (αναφερόταν στο γάμο του με την Κυριακίδου). Ανέφερε τη δήλωση που έκανε η πρόεδρος του πρώτου δικαστηρίου Ε. Μπρίλλη, αρχές Αυγούστου του 2004, που έλεγε ότι δυστυχώς το δικαστήριο δεν πρόλαβε να τελειώσει πριν τους Ολυμπιακούς Αγώνες και δεν είχε το χρόνο να εξετάσει όλους τους μάρτυρες που προτάθηκαν. Αναφέρθηκε στις πολιτικές σκοπιμότητες που καθόρισαν το αποτέλεσμα εκείνης της δίκης, στις αμοιβές που εισπράχτηκαν και στα παράσημα που μοιράστηκαν, στα διαπλεκόμενα συμφέροντα της Κιμώλου που πανηγύριζαν για την καταδίκη του. Μίλησε για κατασκευασμένους μάρτυρες και μέλη του ΕΛΑ, για κατασκευές που τον έφεραν ως μέλος όλων των οργανώσεων ή ως τον βομβιστή με το όνομα Τζορτζ, ενώ είχαν έγγραφο της Ιντερπόλ που αποδείκνυε ότι αυτό ήταν ψέμα. Σας καλώ –κατέληξε- να εξετάσετε τη συμμετοχή μου και στην Οργάνωση και στις πράξεις και αν βρείτε αποδείξεις να με καταδικάσετε. Αναφέρθηκε τέλος στην απόφαση του δεύτερου δικαστήριου, που εξέτασε αναλυτικά την υπόθεση και κατέληξε σε ένα συγκεκριμένο και ξεκάθαρο σκεπτικό, το οποίο και ανέφερε. Για τρίτη φορά λέω ότι δεν έχω καμιά σχέση με τη συγκεκριμένη υπόθεση και σας καλώ να με αθωώσετε, κατέληξε.
Η Ειρ. Αθανασάκη επανέλαβε τη δήλωση που έκανε και στα δυο προηγούμενα δικαστήρια. Αρνούμαι τις κατηγορίες –είπε- που δεν με αγγίζουν. Πολιτικοί λόγοι υπαγόρευσαν την εμπλοκή μου και τη σύλληψή μου με τις πυζάμες στο πεζοδρόμιο μπροστά από το σπίτι μου. Παρασκηνιακά αυτή η υπόθεση αρχίζει από πιο παλιά, για μένα τουλάχιστον από το 1997. Εξι χρόνια περιμένω –κατέληξε- να έρθει ένα πραγματικό στοιχείο που να δικαιολογεί τη σύλληψή μου, τη φυλάκισή μου και την ταλαιπωρία που υφίσταμαι.
Ο Ι. Μυλωνάς έκανε μια δήλωση σύμφωνα με την οποία ο εντολέας του Α. Κανάς δε γνωρίζει σ’ αυτή τη δίκη για τι κατηγορείται, γεγονός που συνιστά παραβίαση του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ. Αναφέρθηκε συγκεκριμένα στις τρεις από τις τέσσερις κατηγορίες (πλην της κατοχής εκρηκτικών), για τις οποίες έγινε μεταβολή κατηγορίας καταδικάζοντας τον Κανά όχι ως αυτουργό αλλά ως απλό συνεργό. Κατά τον συνήγορο, η ΕΣΔΑ απαιτεί να περιγράφεται αναλυτικά η κατηγορία, οι πράξεις και ο νομικός τους χαρακτηρισμός (πλήρης και λεπτομερής πληροφόρηση) και η νομολογία του Ευραπαϊκού Δικαστηρίου έρχεται σε σύγκρουση με τη νομολογία του Αρείου Πάγου. Ο Α. Κανάς, μετά τη μεταβολή κατηγορίας, δεν ξέρει για τι κατηγορείται και επομένως δεν μπορεί να προετοιμάσει την υπεράσπισή του και αυτό είναι το μείζον νομικό πρόβλημα αυτής της δίκης, κατά τον Ι. Μυλωνά, ο οποίος αναφέρθηκε στις γενικολογίες της καταδικαστικής απόφασης, που ταιριάζουν παντού χωρίς όμως να αναφέρονται σε καμία από τις υποθέσεις. Για να το πούμε απλά, η άποψη του συνηγόρου είναι ότι στο διατακτικό της πρωτοβάθμιας απόφασης θα έπρεπε να καταγράφεται η ακριβής συμμετοχή του Κανά σε καθεμιά από τις ενέργειες και όχι να υπάρχει μια γενικόλογη διατύπωση που παρατίθεται «καρμπόν» σε κάθε υπόθεση.
Στη συνέχεια, εξετάστηκε η περίπτωση των Μπέρτα και Ολιβιέ ντε Μαρσέλους. Η μεν Μπέρτα είχε στείλει στο πρώτο δικαστήριο απάντηση ότι δεν επιθυμεί να καταθέσει, ο δε Ολιβιέ έστειλε ίδια απάντηση σ’ αυτό το δικαστήριο. Ο Α. Κωνσταντάκης ξεκαθάρισε ότι σε ό,τι αφορά την εντολέα του αντιλέγει στην ανάγνωση των καταθέσεων των ντε Μαρσέλους, σε σχέση με τον Κ. Αγαπίου, όμως, δεν είναι σε θέση να αντικαταστήσει τον απόντα υπερασπιστή του. Ο Κ. Αγαπίου διευκρίνισε ότι στην πρώτη δίκη σκοπίμως, μεθοδευμένα δεν βρήκαν τους ντε Μαρσέλους, προκειμένου να προχωρήσουν στην ανάγνωση των καταθέσεών τους, ενώ το δεύτερο δικαστήριο τους βρήκε (ίδια ήταν πάντοτε η διεύθυνσή τους!) και δεν ανέγνωσε τις καταθέσεις τους, εφόσον δεν ήρθαν να καταθέσουν. Να έρθουν να καταθέσουν και όχι να διαβάζουμε τις τηλεκατευθυνόμενες καταθέσεις τους, κατέληξε ο Κ. Αγαπίου.
Το δικαστήριο διέκοψε για την Παρασκευή, οπότε και θα συζητηθεί και το θέμα των καταθέσεων των ντε Μαρσέλους.