Το 1979, η κυκλοφορία ενός βιβλίου προκάλεσε σάλο στις ΗΠΑ. Ο τίτλος του βιβλίου ήταν «The politics of Cancer» (Η πολιτική του καρκίνου) και συγγραφέας του ο διάσημος καθηγητής Περιβαλλοντικής Ιατρικής στο Πανεπιστήμιο του Ιλινόις Σάμιουελ Επστάιν. Ο καθηγητής Επστάιν κατηγόρησε τις χημικές βιομηχανίες, ότι αποκρύπτουν συστηματικά στοιχεία σχετικά με την καρκινογόνο δράση μιας σειράς ουσιών που έθεσαν σε κυκλοφορία. Συνεχίζοντας για χρόνια την έρευνά του και την πολεμική του με βιβλία και άρθρα σε επιστημονικά περιοδικά, ο καθηγητής Επστάιν κατηγόρησε και τις κρατικές υπηρεσίες, ότι επί δεκαετίες απέκρυπταν τα αποτελέσματα ερευνών που έγιναν σε πειραματόζωα και απεδείκνυαν καρκινογόνες ιδιότητες διάφορων ουσιών.
Θυμηθήκαμε το έργο του σημαντικού αυτού επιστήμονα (παρόμοιο έργο έχει να επιδείξει και ο καθηγητής Σβαρτς), καθώς διαβάζαμε την ολοσέλιδη πληρωμένη καταχώρηση του ΕΦΕΤ σε όλες τις εφημερίδες την προηγούμενη Κυριακή. Τους πληρώνουμε και μας κοροϊδεύουν με ανύπαρκτους ή πλημμελείς ελέγχους και τώρα σκορπάνε τα λεφτά μας για να μας κοροϊδέψουν κι από πάνω. Επειδή, προφανώς, το μάθημα που έκανε ο νέος πρόεδρος του ΕΦΕΤ Α. Ζαμπέλας στους δημοσιογράφους δεν έπιασε τόπο και ελάχιστοι δέχτηκαν να παίξουν το ρόλο του παπαγάλου, αποφάσισαν να διαθέσουν κρατικό χρήμα για να πουν μόνοι τους τα ψέματά τους.
Τι λέει αυτή η ανακοίνωση; Οτι δεν έχουμε να φοβόμαστε τίποτα, όσο μολυσμένο ηλιέλαιο κι αν καταναλώσαμε, γιατί επικίνδυνο γίνεται μόνο με κατανάλωση 4 κιλών ημερησίως για όλη μας τη ζωή. Και ποιος καθορίζει τα όρια; Η EFSA (Ευρωπαϊκή Αρχή για την Ασφάλεια των Τροφίμων). Τώρα, σωθήκαμε! Να γιατί θυμηθήκαμε τον Επστάιν και τις αποκαλύψεις του. Μπορεί κανείς να έχει εμπιστοσύνη σε κρατικές και κοινοτικές αρχές, οι οποίες ξεκινούν από την παραδοχή ότι το κέρδος των επιχειρήσεων πρέπει να λαμβάνεται υπόψη στον καθορισμό των ορίων; Το 1993 η ΕΟΚ όρισε ότι τα τάνκερ και τα φορτηγά θα είναι «μόνον για τρόφιμα». Για τίποτ’ άλλο. Θα το γράφει καθαρά, μάλιστα, σε μία ή περισσότερες κοινοτικές γλώσσες. Οταν άλλαξε την οδηγία και επέτρεψε παρεκκλίσεις (στην ουσία κατήργησε το «μόνον για τρόφιμα») δεν επικαλέστηκε κανέναν επιστημονικό όρο. Επικαλέστηκε μόνο τις «υψηλές δαπάνες για τις επιχειρήσεις του κλάδου των τροφίμων». Στη συνέχεια, ήρθαν οι υπάλληλοί της που φέρουν επιστημονικούς τίτλους και έδωσαν την απαιτούμενη κάλυψη σ’ αυτή την καθαρά οικονομική απόφαση, θέτοντας τα ανώτατα επιτρεπτά όρια με κριτήριο τη μη διατάραξη της αγοράς και των θαλάσσιων μεταφορών.
Για να καταλάβετε πως ορίζονται τα επιτρεπτά όρια, θα φέρουμε ένα σχετικό παράδειγμα. Το 1946, η Αμερικάνικη Εταιρία Κυβερνητικών Υγειονολόγων Βιομηχανικών Εγκαταστάσεων καθιέρωσε τις ΜΑC (Ανώτατες Επιτρεπόμενες Τιμές) για μια ομάδα χημικών και φυσικών παραγόντων που χρησιμοποιούνταν στη βιομηχανία, με βάση επιδημιολογικές, τοξικολογικές και πειραματικές μελέτες. Οι βιομηχανίες ξεσηκώθηκαν και σύντομα οι MAC εγκαταλήφθηκαν και αντικαταστάθηκαν από τις TLV (Οριακές Τιμές Κατωφλίου). Αυτές ήταν κάποιες μέσες τιμές, που επέτρεπαν στους καπιταλιστές να ξεπερνούν τις Ανώτατες Επιτρεπόμενες Τιμές, με το επιχείρημα ότι οι εργαζόμενοι δεν εκτίθενται όλο το 24ωρο, όλο το χρόνο στους βλαπτικούς παράγοντες, αλλά μόνο κατά το ωράριο εργασίας. Οι Υγειονολόγοι προσκύνησαν τους καπιταλιστές και ενέκριναν τις απαιτήσεις τους. Η αρχική ρύθμιση, που περιείχε προοδευτικά στοιχεία, πετάχτηκε στα σκουπίδια.
Το ίδιο ακριβώς κόλπο κάνει τώρα η EFSA (και το μεταφέρει στα καθ’ ημάς ο ΕΦΕΤ). Αντί να μιλήσει για πλήρη απαγόρευση της επιμόλυνσης, θέτει όρια τα οποία συναρτά με το βάρος. Ενας άλλος διάσημος αμερικανός επιστήμονας, ο καθηγητής του ΜΙΤ Ν. Α. Ασφορντ, αναφερόμενος σε κινδύνους κατά την εργασία, επισημαίνει: «Αντιθέτως προς τους κινδύνους της ασφάλειας, οι κίνδυνοι της υγείας μπορεί να είναι αργοί, σωρευτικοί, μη αντιστρέψιμοι, και να επιπλέκονται από παράγοντες έξω από την εργασία. Είναι συχνά δύσκολο να αντιληφθεί κανείς τον σοβαρό ή σοβούντα κίνδυνο που περιέχεται σε μια σύντομη έκθεση σε ένα καρκινογόνο στοιχείο, το οποίο μπορεί να χρειαστεί χρόνια για να προκαλέσει έναν όγκο ή το θάνατο».
Αυτοί που ορίζουν τις ανώτατες επιτρεπτές τιμές των βλαπτικών παραγόντων ποτέ δε μελετούν ένα παράγοντα σε συνδυασμό με άλλους. Ποτέ δε φτιάχνουν μοντέλα πολυπαραγοντικά, σε βάθος χρόνου. Εύκολα, όμως, μπορεί να κατανοήσει κάποιος ότι, ακόμα κι αν λένε αλήθεια για την κατανάλωση ορυκτέλαιου, δε μπορεί να μας δώσουν καμιά απάντηση για το τι συμβαίνει όταν το ορυκτέλαιο προστίθεται σε άλλους βλαπτικούς παράγοντες. Για παράδειγμα, ίδιο είναι το όριο για καπνιστές και μη καπνιστές;