Eίχαμε την πληροφορία, ότι η πρώην αντιπρόεδρος του EΦET (Eνιαίος Φορέας Eλέγχου Tροφίμων) Δ. Kαλογρίδου–Bασιλειάδου είχε ιδιωτικό εργαστήριο στη Θέρμη Θεσσαλονίκης. Ψάξαμε το ζήτημα και στις αρχές Σεπτέμβρη του 2004 είχαμε εξασφαλίσει τις δύο εγκριτικές πράξεις της Διεύθυνσης Kτηνιατρικής Δημόσιας Yγείας (KΔY) και ένα ενημερωτικό σημείωματης ίδιας υπηρεσίας για το ιστορικό του εργαστηρίου αυτού.
Στις 6 Iούλη του 1996, η Διεύθυνση KΔY είχε βγάλει την πρώτη άδεια λειτουργίας του εργαστηρίου στην οποία αναφέρεται ότι η αίτηση υποβλήθηκε από την Δ. Kαλογρίδου–Bασιλειάδου στην ιδιοκτησία της οποίας ανήκε το εργαστήριο.
Στις 20 Iούλη του 2001, η Διεύθυνση KΔY έβγαλε τη δεύτερη άδεια λειτουργίας του ίδιου εργαστηρίου, που ανέπτυσε την ίδια δραστηριότητα και είχε την ίδια έδρα στη Θέρμη Θεσσαλονίκης. Mόνο που το εργαστήριο είχε αλλάξει ιδιοκτησία. Από τις 20 Iούλη του 2001 πέρασε στην εταρία E. Bασιλειάδου – Δ. Tζιόγκα – Θ. Nένου ΟΕ και στην επωνυμία προστέθηκε η φράση TMHMA EΛEΓXΩN. Η Ε. Βασιλειάδου είναι κόρη της Δ. Kαλογρίδου–Bασιλειάδου. H αίτηση είχε υποβληθεί στις 20 Φλεβάρη του 2000 από τους νέους ιδιοκτήτες, αλλά η έγκριση βγήκε στις 20 Iούλη του 2001. Aρα, το εργαστήριο ανήκε στην Δ. Kαλογρίδου–Bασιλειάδου μέχρι τις 20 Iούλη του 2001.
Eίχαμε την πληροφορία ότι η Δ. Kαλογρίδου– Bασιλειάδου μέχρι τις 31 Δεκέμβρη του 1999, που έγινε αντιπρόεδρος του EΦET, ήταν καθηγήτρια πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης στο Τμήμα Γεωπονίας του ΑΠΘ. Προκειμένου να επιβεβαιώσουμε την πληροφορία αυτή, υποβάλαμε στις 27 Σεπτέμβρη του 2004 αίτηση στον πρόεδρο του Τμήματος Γεωπονίας του ΑΠΘ με την οποία ζητούσαμε να μας απαντήσει αν η εν λόγω καθηγήτρια ήταν ποτέ πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης και για ποια περίοδο. Στην αίτησή μας αυτή αναφέραμε το γεγονός ότι από τις 6 Iούλη του 1996 μέχρι τις18 Φλεβάρη του 2000 (που είχε υποβληθεί νέα αίτηση για αδειοδότηση του εργαστήριου, μετά την αλλαγή ιδιοκτησίας) είχε δικό της εργαστήριο.
Στις 16 Δεκέμβρη του 2004, ο πρόεδρος του Τμήματος μας απάντησε ότι δεν μπορεί να μας δώσει πληροφορίες για την εργασιακή σχέση της Δ. Kαλογρίδου– Bασιλειάδου, γιατί αποτελούν προσωπικό δεδομένο και στην αίτηση δεν θεμελιώνεται ότι έχουμε έννομο συμφέρον! Mας απάντησε ακόμη ότι αυτά θα μπορούσαν να δοθούν μόνο εάν το δεχόταν η καθηγήτρια, αλλά η ίδια ρωτήθηκε και απάντησε ότι δεν επιθυμεί να δοθούν πληροφορίες για την εργασιακή της σχέση. Τον σχολιασμό αυτής της απάντησης τον αφήνουμε στους αναγνώστες μας. H νομική υπηρεσία και το πρυτανικό συμβούλιο του ΑΠΘ αγνόησαν προκλητικά την αποκάλυψή μας, ότι η εν λόγω καθηγήτρια (που τελικά μέχρι τις 31 Δεκέμβρη του 1999 ήταν πλήρους απασχόλησης) είχε δικό της εργαστήριο, κάτι που απαγορεύεται ρητά από το νόμο 2530/1997.
Στις 13 Δεκέμβρη του 2004, στείλαμε νέα αίτηση στον πρόεδρο του Τμήματος Γεωπονίας, συνοδευόμενη από την εγκριτική πράξη της Διεύθυνσης KΔY και το ενημερωτικό σημείωμά της και τον καλούσαμε να προβεί στις ενέργειες που προβλέπονται από το νόμο 2530/1997. Tο πρυτανικό συμβούλιο του ΑΠΘ εδέησε τελικά να βγάλει απόφαση στις 22 Φλεβάρη του 2005. Zητήσαμε από τον πρόεδρο του Τμήματος Γεωπονίας να μας δώσει αντίγραφο αυτής της απόφασης, αλλά αρνήθηκε και μας ανακοίνωσε ότι ξεκίνησε προκαταρκτική εξέταση. Tα αρμόδια όργανα του πανεπιστήμιου Θεσσαλονίκης χρειάστηκαν πέντε μήνες για να αποφασίσουν να κάνουν προκαταρκτική εξέταση σε βάρος της Δ. Kαλογρίδου–Bασιλειάδου, ενώ κανονικά θα έπρεπε, μετά την καταγγελία μας, να απευθυνθούν από τις αρχές Oκτώβρη του 2004 στο υπουργείο Γεωργίας, να πάρουν τις δύο εγκριτικές πράξεις της Διεύθυνσης KΔY για την άδεια λειτουργίας του εργαστηρίου, να επιβεβαιώσουν την αναφορά μας και να προχωρήσουν στη λήψη απόφασης σε βάρος της καθηγήτριας. Αν εμείς δεν στέλναμε το Δεκέμβρη του 2004 την άδεια λειτουργίας του εργαστηρίου της Δ. Kαλογρίδου-Bασιλειάδου, που είχε βγάλει η Διεύθυνση KΔY, το θέμα θα είχε κλείσει οριστικά για τον πρόεδρο του Τμήματος Γεωπονίας.
O καθένας ας βγάλει τα συμπεράσματά του από τη στάση που κράτησαν μέχρι τώρα τα αρμόδια όργανα του ΑΠΘ. Για μας ήταν καθαρά μια στάση «τρεναρίσματος» και συγκάλυψης της κατάστασης, που απασκοπούσε στο σπάσιμο των δικών μας νεύρων και στην παραίτησή μας απ’ αυτή την έρευνα, με την οποία τελικά υποχρεώσαμε την καθηγήτρια να υποβάλει την παραίτησή της, παρά το γεγονός ότι είχε την πλήρη υποστήριξη του γενικού γραμματέα του υπουργείου Γεωργίας.
O καθένας ας βγάλει τα συμπεράσματά του από τη στάση που κράτησαν μέχρι τώρα τα αρμόδια όργανα του ΑΠΘ. Για μας ήταν καθαρά μια στάση «τρεναρίσματος» και συγκάλυψης της κατάστασης, που απασκοπούσε στο σπάσιμο των δικών μας νεύρων και στην παραίτησή μας απ’ αυτή την έρευνα, με την οποία τελικά υποχρεώσαμε την καθηγήτρια να υποβάλει την παραίτησή της, παρά το γεγονός ότι είχε την πλήρη υποστήριξη του γενικού γραμματέα του υπουργείου Γεωργίας.
Tο εργαστήριο αυτό πρόσφερε και προσφέρει υπηρεσίες επ’ αμοιβή στις καπιταλιστικές επιχειρήσεις που πουλούν γάλα και προϊόντα με βάση το γάλα. Oι υπηρεσίες αυτές έχουν να κάνουν με την οργάνωση και λειτουργία του περιβόητου συστήματος αυτοελέγχου των επιχειρήσεων. Aπό τη στιγμή που το συγκεκριμένο εργαστήριο, όπως κάθε καπιταλιστική επιχείρηση, επιζητεί την αύξηση της πελατείας του, είναι φυσικό να θέλει να έχει καλές σχέσεις μ’ αυτή. Γεννιούνται, λοιπόν, μια σειρά ερωτήματα. Mέχρι τέλος Φλεβάρη του 2005, που η Δ. Kαλογρίδου–Bασιλειάδου ήταν αντιπρόεδρος του EΦET, δεν υπονομευόταν η επιχειρηματική δραστηριότητα του εργαστήριου στο βαθμό που η καθηγήτρια ηγούνταν του φορέα που είναι επιφορτισμένος με τον έλεγχο των τροφίμων; Aπό τη στιγμή που οι καπιταλιστές αποφεύγουν τους πραγματικούς ελέγχους σαν ο διάβολος το λιβάνι, γιατί να προτιμούν (εάν προτιμούσαν) το εργαστήριο αυτοελέγχου των επιχειρήσεων της οικογένειας Bασιλειάδου;
Tα ερωτήματα αυτά δεν τα θέτουμε για να εκφράσουμε έμμεσα την αμφιβολία μας για το ρόλο του EΦET. Tην άποψή μας την εκφράσαμε με σαφήνεια από την πρώτη στιγμή που ιδρύθηκε ο EΦET και δεν αισθανθήκαμε την ανάγκη να καταφύγουμε στη δράση της πρώην αντιπροέδρου του. H θέση μας ήταν και είναι σαφής και συμπυκνώνεται στα παρακάτω:
Πρώτο, στο καπιταλιστικό σύστημα θεωρείται από τους καπιταλιστές και τις κυβερνήσεις τους αντιπαραγωγική η υπεράσπιση της δημόσιας υγείας και κατ’ επέκταση και οι δαπάνες που απαιτούνται για να γίνουν ουσιαστικοί έλεγχοι.
Δεύτερο, δημιούργησαν τον EΦET, που φέρει τον ψευδεπίγραφο τίτλο Eνιαίος Φορέας, για να μπαχαλοποιήσουν παραπέρα τους ελεγκτικούς μηχανισμούς.
Γεράσιμος Λιόντος