«Είμαστε ανοιχτοί σε διαπραγματεύσεις στη βάση του μοντέλου που εφαρμόζεται και στους S-300 της Κρήτης. Δε χρειάζεται να τους χρησιμοποιούμε συνεχώς». Αυτό δήλωσε στη «Χουριέτ» ο τούρκος υπουργός Αμυνας, Χουλουσί Ακάρ, καλώντας τον νέο αμερικανό πρόεδρο, Τζο Μπάιντεν, να είναι «ρεαλιστής» στην πολιτική του έναντι της Τουρκίας.
Ο λόγος για το ρωσικό πυραυλικό σύστημα S-400, που αγόρασε τον περασμένο χρόνο η Τουρκία, γεγονός που προκάλεσε κρίση στις σχέσεις του καθεστώτος Ερντογάν με τις ΗΠΑ (περισσότερο με το «βαθύ» κράτος των ΗΠΑ, όπως εκφράζεται από τα νομοθετικά σώματα, και λιγότερο με τη διοίκηση Τραμπ).
Ας σημειωθεί ότι η κρίση αυτή δεν έφτασε ποτέ ούτε καν στα πρόθυρα ρήξης. Στην ελληνική αστική προπαγάνδα μεγεθύνθηκε, για ευνόητους λόγους: προκειμένου να υπηρετηθεί το αφήγημα της «διεθνώς απομονωμένης Τουρκίας». Η Τουρκία, βέβαια, δεν απομονώθηκε διεθνώς. Απόδειξη η αναθέρμανση των σχέσεών της με την ΕΕ. Δεν είναι τυχαίο ότι από επίσημα ευρωπαϊκά χείλη ακούστηκε δικαιολόγηση της αγοράς των S-400 από την Τουρκία: «αφού δεν τους πουλήσαμε δυτικά πυραυλικά συστήματα, αναγκάστηκαν να αγοράσουν ρωσικά».
Φυσικά, η αγορά ενός ρωσικού πυραυλικού συστήματος από μια χώρα-μέλος του ΝΑΤΟ, με υψηλό ποσοστό πολεμικών δαπανών στον ετήσιο κρατικό προϋπολογισμό της, είναι μια «ανορθογραφία». Δεν μιλάμε για οχήματα, κράνη και άλλο δευτερεύοντα στρατιωτικό οπλισμό, αλλά για ένα προηγμένο πυραυλικό σύστημα που αν ενσωματωθεί στον πολεμικό σχεδιασμό μιας χώρας, καταλαμβάνει κεντρική θέση σ’ αυτόν. Γι’ αυτό η αγορά του προκαλεί κρίση στις σχέσεις της συγκεκριμένης χώρας με την ηγέτρια ιμπεριαλιστική δύναμη του ΝΑΤΟ, τις ΗΠΑ.
Δεν είναι, λοιπόν, τυχαίο που ο Ακάρ θυμίζει με νόημα το προηγούμενο των πυραύλων S-300 «της Κρήτης». Οι πύραυλοι αγοράστηκαν επί προεδρίας Κληρίδη, το 1997, για να τοποθετηθούν στην Κύπρο. Ξέσπασε ένταση, ασκήθηκαν πιέσεις από ΗΠΑ και Βρτετανία και τελικά αποφασίστηκε οι πύραυλοι να τοποθετηθούν στην Ελλάδα (έγινε τράμπα με ρωσικά αντιαεροπορικά συστήματα μικρού βεληνεκούς TOR M1, που μεταφέρθηκαν από την Ελλάδα στην Κύπρο). Αρχές του 1999 αλλάχτηκαν τα συμβόλαια και οι S-300 μεταφέρθηκαν και «θάφτηκαν» στην Κρήτη. Ετσι, έμειναν όλοι ευχαριστημένοι. Οι Ρώσοι πήραν τα λεφτά για την πώληση των πυραύλων και οι Αμερικανονατοϊκοί εξασφάλισαν τη «στεγανοποίησή» τους στο έδαφος ενός πιστού συμμάχου, όπως είναι η Ελλάδα.
Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι οι S-300 παρέμειναν αχρησιμοποίητοι μέχρι το 2013 (14 χρόνια!), όταν έγινε η πρώτη βολή, παρουσία αμερικανών στρατιωτικών! Τα συστήματα των S-300 χρησιμοποιήθηκαν και για εκπαίδευση των Ισραηλινών, προκειμένου τα πολεμικά τους αεροπλάνα να μπορούν να αντιμετωπίσουν τέτοια πυραυλικά συστήματα της Συρίας και του Ιράν! Δηλαδή, το πολυθρύλητο ρωσικό πυραυλικό σύστημα δεν είναι ενταγμένο στον ελληνικό πολεμικό σχεδιασμό, αλλά χρησιμοποιείται για λόγους εξάσκησης στην αντιμετώπιση ρωσικών οπλικών συστημάτων!
Η Τουρκία, λοιπόν, «προσφέρει» στη νέα αμερικανική διοίκηση μια λύση «α λα γκρεκ», επιθυμώντας να ξεκινήσει ένα νέο παζάρι. Εννοείται πως στο παζάρι δεν μπαίνει μόνο το ρωσικό πυραυλικό σύστημα, αλλά και άλλα ζητήματα (όχι μόνο εξοπλιστικά). Θα φανεί αυτό, όταν η διοίκηση Μπάιντεν ενεργοποιηθεί στην περιοχή μας. Το μόνο σίγουρο είναι πως ούτε η Τουρκία θέλει να φύγει από τη «Δύση» ούτε κανένας στη «Δύση» θέλει την Τουρκία εκτός. Το βλέπει κανείς στις δηλώσεις του γενικού γραμματέα του ΝΑΤΟ, Στόλτενμπεργκ, στις δηλώσεις της Μέρκελ και του Μάας και σύντομα θα το δούμε και σε δηλώσεις του Μπάιντεν, του Μπλίνκεν και άλλων στελεχών της νέας αμερικάνικης κυβέρνησης. Και βέβαια, το βλέπουμε στις δηλώσεις του Ερντογάν που ξαναστάζει μέλι για την ΕΕ ή σε δηλώσεις σαν αυτές του Ακάρ, που σχολιάσαμε.
Οπως έχουμε γράψει πολλές φορές, μπορεί η Τουρκία να είναι μια περιφερειακή δύναμη, με στρατηγική σημασία για τις ΗΠΑ, όμως το καθεστώς Ερντογάν δεν μπορεί να αυτονομηθεί. Δεν έχει τη δύναμη να αντιταχθεί στις ηγέτριες ιμπεριαλιστικής δυνάμεις της Δύσης. Μπορεί να παζαρέψει κάπως καλύτερα το «αντίτιμο» για όσα προσφέρει, αλλά μέχρις εκεί. Γι’ αυτό και όλες οι κρίσεις στις σχέσεις Τουρκίας-ΗΠΑ ή Τουρκίας-ΕΕ ποτέ δε φτάνουν σε σημείο ρήξης. Οι δίαυλοι παραμένουν πάντοτε ανοιχτοί και στο τέλος κερδίζει ο ισχυρότερος, δηλαδή οι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις.