Δεν είναι η πρώτη φορά που ο Τσίπρας μιλάει για αυταπάτες της κυβέρνησής του την πρώτη περίοδο, προκειμένου να αποσείσει τις κατηγορίες για τη μνημονιακή «μετάλλαξη» του ΣΥΡΙΖΑ, που έρχονται ακόμα και από τις γραμμές του. Η σχετική αναφορά του, όμως, την περασμένη Κυριακή στη Βουλή είχε ξεχωριστή σημασία, γιατί έγινε σε δευτερολογία (επομένως δεν την είχε προετοιμάσει το επιτελείο του) και γιατί ήρθε ως απολογία ενώπιον του Μητσοτάκη. Είπε συγκεκριμένα: «Ολο αυτό το διάστημα γίνεται μια πρωτοφανής προσπάθεια να δημιουργήσετε την αίσθηση ότι ο ΣΥΡΙΖΑ, η Κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, εγώ προσωπικά, οι υπουργοί δεν λέμε την αλήθεια. Γιατί; Προφανώς διότι συγκρίνετε την προεκλογική περίοδο του ’15, όταν ζητήσαμε εντολή για σκληρή διαπραγμάτευση. Μπορείτε να μας κατηγορήσετε για αυταπάτες, όχι ότι δεν τιμήσαμε την εντολή και είπαμε ψέματα, κύριε Μητσοτάκη. Και μας κατηγορείτε συγκρίνοντας τον Γενάρη του 2015 με το 2016»!
Μπορεί ο Τσίπρας ν' απολογήθηκε μ' αυτόν τον άθλιο τρόπο στον Μητσοτάκη, όμως την πάσα του την είχε δώσει η Παπαρήγα, που την προηγούμενη μέρα είχε κάνει την εξής τοποθέτηση, απευθυνόμενη στον Τσακαλώτο που χτυπιόταν ζητώντας να μην τους κατηγορεί η ΝΔ ως ψεύτες: «Κύριε Τσακαλώτο, εμείς δεν σας εγκαλούμε -και το λέω γενικά για την κυβέρνηση- από την ίδια αφετηρία που σας εγκαλούν τα άλλα κόμματα σε αυτήν τη Βουλή. Δεν σας λέμε ότι ως άνθρωποι, ως βουλευτές, ως υπουργοί είσαστε ψεύτες και απατεώνες. Ψέματα, όμως, και εξαπάτηση κάνετε αναπόφευκτα με την πολιτική που έχετε»! Είναι πραγματικά απορίας άξιο πώς είναι δυνατό μια κυβέρνηση και οι υπουργοί της να λένε ψέματα και να εξαπατούν, αλλά να μην είναι ψεύτες και απατεώνες. Είχε, όμως, την εξήγηση η Παπαρήγα: «Αραγε, το κυρίως ψέμα ήταν ότι υποσχεθήκατε δέκατη τρίτη σύνταξη, ότι υποσχεθήκατε κατώτατο 751 ευρώ; Μπορεί να ήταν και συνειδητό ψέμα. Δεν μπορώ να το ξέρω αυτό. Μπορεί να ήταν αυταπάτη, να βλέπατε το ανάστημά σας ίδιο με τον ίσκιο σας. Μπορείτε να μου πείτε ότι, ναι, πιστεύαμε ότι μπορούμε να το δώσουμε αυτό. Δεν έχω αποδείξεις να πω ότι ήταν συνειδητό ψέμα».
Γι' αυτό λέμε ότι την πάσα στον Τσίπρα να θέσει τόσο… παραπονιάρικα το ζήτημα την έδωσε η Παπαρήγα. Και βέβαια, δεν χρειάζεται να σημειώσουμε ότι οι συριζαίοι σηκώνουν ευχαρίστως την κατηγορία περί αυταπατών, προκειμένου ν' αποτινάξουν την κατηγορία περί αισ-χρής εξαπάτησης του ελληνικού λαού. Διότι κάποιος που απλώς είχε αυταπάτες είναι καλών προθέσεων και επομένως προτιμητέος από τους ξεσκολισμένους δεξιοπασόκους. Διαθέτοντας πάντοτε τις καλές του προθέσεις, μπορεί να ξεπεράσει τις αυταπάτες του και να συνεχίσει να αγωνίζεται κατακτώντας κάποια στιγμή επιτυχίες. Είναι αυτός που πρέπει να εμπιστευτεί κανείς. Γι' αυτό και ο Τσίπρας, πάντα με τη μπάλα στα χέρια από την πάσα της Παπαρήγα, απευθύνθηκε κάποια στιγμή και στον Κουτσούμπα, σε τόνο επιτηδευμένης οικειότητας (η οποία δε συνηθίζεται από το βήμα της Βουλής): «Και –επιτρέψτε μου να πω- ότι αυτή δεν είναι ούτε μια ουδέτερη ούτε μια μετριοπαθής πολιτική προσέγγιση. Είναι μια ριζοσπαστική, Δημήτρη, και αριστερή προσέγγιση. Γιατί στις σημερινές δύσκολες συνθήκες, αριστερό και ριζοσπαστικό δεν είναι να φαντασιώνεσαι μια ιδεατή κοινωνία, που ξέρεις ότι όσο και να την παλεύεις, δεν είναι εύκολο να έρθει, αλλά να ματώνεις για να δημιουργήσεις -έστω σιγά σιγά αλλά σταθερά- τις συνθήκες όπου θα μπορέσουν να ευδοκιμήσουν αλλαγές υπέρ της προστασίας των δικαιωμάτων των πολλών».
Ετσι, οι συριζαίοι δημιούργησαν ένα οικοδόμημα με δυο ακρογωνιαίους λίθους. Ο ένας είναι η «αυτοκριτική» για τις αυταπάτες που είχαν και ο άλλος είναι ο ισχυρισμός ότι είναι και αυτοί αριστεροί και απλά έχουν μια διαφορετική στρατηγική και τακτική, η οποία αποβλέπει στη διαχείριση της αστικής εξουσίας ώστε να τη μετατρέψει σε εργαλείο στην υπηρεσία των λαϊκών συμφερόντων.
Θα ήταν λάθος να επαναφέρουμε τη συζήτηση στο παλιό πεδίο της διαπάλης ανάμεσα στην επαναστατική και τη ρεφορμιστική κατεύθυνση μέσα στο εργατικό κίνημα, αυτό που είχε συμπυκνωθεί στο ερώτημα «επανάσταση ή μεταρρύθμιση;». Δε βρισκόμαστε στην εποχή του Μπερνστάιν και των επιγόνων του στην ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία. Δε βρισκόμαστε στα τέλη του 19ου ούτε στις αρχές του 20ού αιώνα. Εχουν μεσολαβήσει η πείρα της ρωσικής επανάστασης του 1917 και ο αισχρός ρόλος των μενσεβίκων, η σοσιαλιμπεριαλιστική πολιτική της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας κατά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, η κατάπνιξη της γερμανικής επανάστασης και η εν ψυχρώ δολοφονία των Λούξεμπουργκ-Λίμπκνεχτ, η Βαϊμάρη και ο σοσιαλφασισμός κτλ. κτλ. Για να φέρουμε την υπόθεση και «στα καθ' ημάς», έχει μεσολαβήσει η άνοδος του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία (με διακηρύξεις πολύ πιο ριζοσπαστικές απ' αυτές του ΣΥΡΙΖΑ), οπότε όποιος δέχεται τη θεωρία περί αυταπατών είναι ή αφελής ή απατεώνας.
Οποιος διαχειρίζεται την αστική εξουσία (ανεξάρτητα αν η περίοδος της διαχείρισής του είναι περίοδος σχετικής ανάπτυξης ή κρίσης του καπιταλισμού) δεν έχει αυταπάτες για το περιεχόμενο της πολιτικής που θα ασκήσει. Θα είναι μια πολιτική διαχείρισης της εργαζόμενης κοινωνίας προς όφελος του κεφαλαίου, ανεξάρτητα από το μείγμα της πολιτικής που θα εφαρμόσει. Από αυτή την άποψη, δηλαδή από άποψη αρχών, δε διαφέρει σε τίποτα η σχετικά ρεφορμιστική πολιτική του ΠΑΣΟΚ κατά την περίοδο 1981-1985 από τη σκληρή νεοφιλελεύθερη πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ σήμερα. Και οι δύο είναι πρακτικές πολιτικές διαχείρισης του καπιταλισμού, σε διαφορετικές συνθήκες (σχετικής ανάπτυξης η πρώτη, βαθιάς κρίσης η δεύτερη).
Αυταπάτες ενδεχομένως να υπάρχουν σε δευτερεύουσες πλευρές της ασκούμενης πολιτικής. Για παράδειγμα, οι συριζαίοι ενδεχομένως να πίστευαν ότι οι ιμπεριαλιστές δανειστές θα τους έδιναν το δικαίωμα να διαχειριστούν τη μνημονιακή πολιτική σε ένα μεγαλύτερο βάθος χρόνου. Το ίδιο, όμως, θα μπορούσε να πει κανείς και για την κυβέρνηση ΓΑΠ κατά τους τελευταίους μήνες του 2009 και τους πρώτους του 2010. Προσπάθησε να κερδίσει κάποιο χρόνο, όμως το αποτέλεσμα ήταν το πρώτο Μνημόνιο. Θυμίζουμε ότι οι συριζαίοι υπέγραψαν την πρώτη μνημονιακή συμφωνία σε λιγότερο από ένα μήνα μετά από την εκλογική τους νίκη. Η περιβόητη συμφωνία της 20ής Φλεβάρη αποτύπωσε τη θέλησή τους να διαχειριστούν τη μνημονιακή πολιτική, σεβόμενοι απόλυτα τις δεσμεύσεις που είχαν αναλάβει για λογαριασμό του ελληνικού καπιταλισμού οι προηγούμενες κυβερνήσεις.
Δεν έχει καμιά σημασία, λοιπόν, αν είχαν και κάποιες αυταπάτες, καθώς αυτές δεν αφορούσαν την ουσία της πολιτικής που θα εφάρμοζαν, αλλά την κλιμάκωσή της στο χρόνο. Κι αν υπήρχαν κάποιες τέτοιες δευτερεύουσες αυταπάτες, αυτές κράτησαν πολύ λίγο. Η περίοδος της «δημιουργικής ασάφειας» και του βαρουφάκειου μπάχαλου δεν ήταν μια περίοδος που καθορίστηκε από τις αυταπάτες, αλλά μια περίοδος κατά την οποία ο ΣΥΡΙΖΑ διαπραγματευόταν με τους ψηφοφόρους του, με σκοπό να τους παρουσιάσει ως αναπόφευκτο αυτό που θα υπέγραφε και θα εφάρμοζε, το οποίο ήταν σαφέστατα αποτυπωμένο στη συμφωνία της 20ής Φλεβάρη του 2015. Επομένως, το πολιτικό συμπέρασμα είναι πως δεν έχουμε κάποιους καλών προθέσεων αριστερούς διακατεχόμενους από οπορτουνιστικές αυταπάτες, οι οποίοι εξακολουθούν να μάχονται ηρωικά με ρεαλιστική σκέψη πλέον, αλλά ότι έχουμε να κάνουμε με συνειδητούς υπηρέτες του καπιταλισμού, που γνώριζαν πολύ καλά ποια ήταν η ουσία της πολιτικής που θα εφάρμοζαν (ακόμα κι αν οι ιμπεριαλιστές δανειστές έδειχναν μια κάποια ανοχή απέναντί τους).
Αυτό πλέον έχει επιβεβαιωθεί περίτρανα. Πρέπει δε να σημειώσουμε ότι αυτή εδώ η εφημερίδα και η πολιτική συλλογικότητα που την εκδίδει δεν τα λέει αυτά εκ των υστέρων, αλλά είχε προβλέψει την εξέλιξη των πραγμάτων. Πριν από την άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία και την περίοδο της δήθεν σκληρής διαπραγμάτευσης. Ακόμα και την περίοδο του δημοψηφίσματος. Η θεωρία των αυταπατών, όμως, βολεύει και άλλους, πέρα από την άθλια ηγετική συμμορία του ΣΥΡΙΖΑ και το στελεχικό του δυναμικό, που ενδιαφέρεται πλέον μόνο για την κουτάλα της εξουσίας και για την κατοχύρωσή του ως ενός από τους δύο πόλους του νέου δικομματισμού. Βολεύει εκείνους που αποχώρησαν από τον ΣΥΡΙΖΑ και παριστάνουν τις «μωρές παρθένους», αλλά και εκείνους που σύρθηκαν πίσω από τον ΣΥΡΙΖΑ (όχι μόνο την περίοδο του δημοψηφίσματος).
Η θεωρία των αυταπατών και η θεωρία της πάλης δύο γραμμών μέσα στον ΣΥΡΙΖΑ, μιας συνεπούς και αδιάλλακτης και μιας συμβιβαστικής, οδηγεί σε μια αντεπαναστατική στρατηγική κατεύθυνση: ότι είναι δυνατόν, μέσω της διαχείρισης της αστικής εξουσίας και της εφαρμογής ενός αριστερού (;) προγράμματος, να υπάρξει βαθμιαία μετάβαση στο σοσιαλισμό. Αυτή η κατεύθυνση είναι που πρέπει να τσακιστεί θεωρητικά και πολιτικά.
Πέτρος Γιώτης