Δεν θυμάμαι καμιά περίοδο της ελληνικής πολιτικής Ιστορίας που να μην κατατρύχεται από σκάνδαλα και σκανδαλολογία. Η διαφορά ανά περιόδους βρίσκεται στην ένταση της σκανδαλολογίας, στη θέση που αυτή καταλαμβάνει στην πολιτική ατζέντα. Επειδή πρόθεσή μου δεν είναι να ασχοληθώ με την ιστορία των σκανδάλων και της σκανδαλολογίας (για όποιον ενδιαφέρεται η καλύτερη πηγή είναι το κλασικό πλέον βιβλίο του Ζαν Μεϊνό «Πολιτικές δυνάμεις στην Ελλάδα»), περιορίζομαι στην περίοδο της λεγόμενης μεταπολίτευσης, για να εντοπίσω μια βασική διάκριση: το πρώτο μισό της μεταπολίτευσης, μολονότι δεν έλειψαν σκάνδαλα και σκανδαλολογία, ποτέ δεν ήταν ψηλά στην πολιτική ατζέντα, ούτε καθόρισαν τις πολιτικές εξελίξεις. Αντίθετα, στο δεύτερο μισό της περιόδου, σκάνδαλα και σκανδαλολογία κυριαρχούν και καθορίζουν τις πολιτικές εξελίξεις. Απαριθμώ τηλεγραφικά: 1988-89, το σκάνδαλο Κοσκωτά κατακρημνίζει την κυβέρνηση Παπανδρέου. 1992-93, τα σκάνδαλα της ΑΓΕΤ και του ΟΤΕ κατακρημνίζουν την κυβέρνηση Μητσοτάκη. 2003-4, με όπλο τη σκανδαλολογία ο Καραμανλής αποδομεί το προφίλ του «αδιάφθορου» Σημίτη και κερδίζει τις εκλογές. 2007, η κυβέρνηση Καραμανλή γνωρίζει τη μεγαλύτερη κρίση της, χάρη στο σκάνδαλο των δομημένων ομολόγων, και ανησυχεί ακόμα και για εκλογική ήττα, που έως πρότινος ακουγόταν ως ανέκδοτο.
Πριν δούμε τους λόγους για τους οποίους έχουμε δυο διακριτές περιόδους, ας διαλύσουμε το μύθο που λέει ότι τα σκάνδαλα και η σκανδαλολογία αποτελούν ένα ιδιαίτερο ελληνικό φαινόμενο, απότοκο του χαρακτήρα του ελληνικού καπιταλισμού. Αν παρακολουθήσει κάποιος προσεκτικά τις πολιτικές εξελίξεις ακόμη και στις χώρες του πιο ανεπτυγμένου καπιταλισμού, θα διαπιστώσει ότι σκάνδαλα ξεσπούν και εκεί και μάλιστα συχνά καθορίζουν τις πολιτικές εξελίξεις. Μήπως πρέπει να θυμίσουμε το σκάνδαλο που συγκλόνισε πριν μερικά χρόνια την ΕΕ και οδήγησε στην παραίτηση της Κομισιόν; ‘Η το σκάνδαλο Γούλφοβιτς (κλασική περίπτωση φτηνιάρικης λαμογιάς), που συγκλονίζει την Παγκόσμια Τράπεζα μεταφέροντας δονήσεις στην αυλή του Λευκού Οίκου;
Επανερχόμενοι στη διάκριση των δυο περιόδων της μεταπολίτευσης ως προς τη σκανδαλολογία, δεν θα δυσκολευτούμε να συμπεράνουμε ότι δεν έχουμε καμιά ουσιαστική διάκριση σ’ αυτό που ονομάζεται πολιτική διαφθορά (δεν έχουμε, δηλαδή, καμιά ιδιαίτερη αύξηση της διαφθοράς, που να δικαιολογεί την κυριαρχία της σκανδαλολογίας στο δεύτερο μισό της μεταπολίτευσης), αλλά έχουμε αλλαγή στο γενικό κοινωνικοπολιτικό στάτους, στα στοιχεία που προσδιορίζουν τις πολιτικές εξελίξεις. Στο πρώτο μισό της μεταπολιτευτικής περιόδου υπήρχαν διαφορές στα προγράμματα των συστημικών κομμάτων, τα οποία αντανακλούσαν κοινωνικούς ανταγωνισμούς. Αντίθετα, στο δεύτερο μισό της μεταπολίτευσης, η «επιχείρηση» συντηρητικής ανασυγκρότησης του ελληνικού καπιταλισμού, σε συνδυασμό με την εξάτμιση του μεταπολιτευτικού κοινωνικού ριζοσπαστισμού, εξαλείφει κάθε προγραμματική διαφορά ανάμεσα στους δυο βασικούς πυλώνες του συστήματος εξουσίας, οδηγεί στην πλήρη αστικοποίηση της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας και αναδεικνύει τη σκανδαλολογία σε βασικό όπλο του κομματικού ανταγωνισμού για την εξουσία.
Το αποτέλεσμα είναι μια μορφή αποπολιτικοποίησης της πολιτικής, με την κυριαρχία μιας σάπιας (υποκριτικής) ηθικολογίας, η οποία κρύβει την ταξική ουσία των σκανδάλων και τις βαθύτερες σχέσεις οικονομίας-πολιτικής στο καπιταλιστικό σύστημα. Αν αναλογιστούμε τον ιδιαίτερα αναβαθμισμένο ρόλο των ΜΜΕ σε μια περίοδο που χαρακτηρίζεται από κοινωνική άπνοια, από ύφεση των ταξικών ανταγωνισμών (ύφεση από τη μεριά των εργαζόμενων, γιατί από τη μεριά της αστικής τάξης έχουμε ένταση), η σκανδαλολογία καλλιεργεί την ιδεολογική σύγχυση και την ταξική απάθεια και μοιρολατρία.
Ευνόητο είναι πως τη σκανδαλολογία δεν μπορείς να την αντιμετωπίσεις αποστρεφόμενος το πρόσωπό σου απ’ αυτή, αγνοώντας την. Ούτε μπορείς να αρθρώσεις αντίθετο λόγο με γενικόλογους αφορισμούς κατά του καπιταλισμού. Είσαι υποχρεωμένος να την παρακολουθήσεις και με βάση τα δεδομένα που την τροφοδοτούν να αρθρώσεις τον ταξικό αντίλογο, να κάνεις επαναστατική ζύμωση. Για να θυμηθούμε τον Λένιν, χρειάζεται να πιάνεις τον κλέφτη επ’ αυτοφώρω και να κάνεις ολόπλευρη πολιτική ζύμωση. Καθήκον που συχνά ξεχνιέται, καθώς ο κυρίαρχος λόγος είναι καταθλιπτικά κυρίαρχος και ωθεί σε λαϊκιστικές προσεγγίσεις και σε γενικόλογη αντικαπιταλιστική ρητορεία.
Πού μας οδηγούν τα σκάνδαλα; Στην οικονομική λειτουργία του καπιταλισμού, στη φύση του αστικού κράτους και στις σχέσεις οικονομίας-πολιτικής. Αυτό που παρουσιάζεται ως σκάνδαλο, ως έγκλημα καθοσιώσεως, δεν είναι παρά μια εκτροπή από την κανονικότητα, η οποία εμφανίζεται ως τέτοια επειδή για κάποιο λόγο γίνεται είδηση.
Το αστικό κράτος διευθύνεται από τους πολιτικούς. Από μια ξεχωριστή κάστα, σύμφωνα τουλάχιστον με την ευρωπαϊκή παράδοση, η οποία μέσω των αστικών κομμάτων οικοδομεί τις συμμαχίες της αστικής τάξης με τα εργαζόμενα στρώματα. Το αστικό κράτος είναι το όργανο με το οποίο η άρχουσα τάξη ασκεί την κυριαρχία της, ταυτόχρονα όμως επιτελεί και μια σειρά οικονομικές λειτουργίες. Ακόμα και αν δεν υπήρχαν κρατικές επιχειρήσεις που λειτουργούν μονοπωλιακά ή σε ανταγωνισμό με ανάλογες ιδιωτικές, υπάρχει η οικονομική λειτουργία σε τομείς παραδοσιακά κρατικούς (υποδομές, υγεία, παιδεία κ.λπ.). Αυτή η οικονομική λειτουργία γίνεται με όρους αγοράς. Το κράτος αγοράζει αγαθά και υπηρεσίες, οι ιδιωτικές επιχειρήσεις πωλούν. Ποιοι διαμεσολαβούν αυτή την αγοραία σχέση; Οι αστοί πολιτικοί. Γιατί αυτή η σχέση να διέπεται από «νόμους» διαφορετικούς απ’ αυτούς που διέπονται όλες οι άλλες αγοραίες σχέσεις;
Ξέρετε καμιά συμφωνία μεταξύ ιδιωτικών καπιταλιστικών επιχειρήσεων που να κλείνεται χωρίς σκληρό ανταγωνισμό, χωρίς μυστικά πρωτόκολλα, χωρίς συμφωνίες σε βάρος τρίτων ανταγωνιστών; Ξέρετε μάνατζερ καπιταλιστικών επιχειρήσεων που να μη κλείνουν συμφωνίες για δικό τους προσωπικό όφελος, σε βάρος των μετόχων της επιχείρησης που διευθύνουν; Ξέρετε μετόχους (ακόμα και μεγαλομετόχους) ιδιωτικών καπιταλιστικών επιχειρήσεων που να μην αναγνωρίζουν το δικαίωμα αυτό στους μάνατζερ, κάνοντας πως δεν καταλαβαίνουν; Γιατί λοιπόν να είναι διαφορετικά τα πράγματα στις οικονομικές σχέσεις κράτους – ιδιωτικών επιχειρήσεων;
Στις σχέσεις αυτές διαμορφώνεται ένα εθιμικό δίκαιο, διαφορετικό από το θετό δίκαιο το οποίο θέλει όλες τις οικονομικές δοσοληψίες διαφανείς. Πότε ενεργοποιείται αυτό το θετό δίκαιο; Οταν για κάποιο λόγο (τις περισσότερες φορές για λόγους ανταγωνισμού ή για λόγους υπέρβασης των μέσων όρων του εθιμικού δικαίου) κάποιες πτυχές έρχονται στο φως της δημοσιότητας. Το ίδιο ακριβώς συμβαίνει συχνά και στις σχέσεις των μάνατζερ με τους μετόχους των επιχειρήσεων που διευθύνουν. Οταν ξεπερνούν κάποια όρια δι’ ίδιον όφελος, φτάνει η ώρα της ρήξης. Επομένως, σκάνδαλο είναι η απόκλιση από την κανονικότητα του χρηματισμού των αστών πολιτικών, όταν αυτή έρχεται στο φως της δημοσιότητας. Οταν ξεσπά ένα σκάνδαλο, στιγματίζεται η απόκλιση για να διασωθεί η κανονικότητα. Τότε έχουμε συνθήκες πολιτικής κρίσης. Η διαχείριση αυτής της κρίσης μπορεί να έχει και θύματα από την πλευρά των αστών πολιτικών. Θύματα όχι λόγω εφαρμογής του θετού δικαίου (σε ποινικό επίπεδο ουδείς τιμωρείται), αλλά λόγω εφαρμογής των κανόνων της πολιτικής. Η διέξοδος συνήθως βρίσκεται με τη διαμόρφωση μιας νέας ισορροπίας και το «σκάνδαλο καπιταλισμός» μένει αλώβητο.
Πέτρος Γιώτης