Η στήλη δεν αρέσκεται στην παρελθοντολοφία, όμως κάποιες φορές δεν μπορείς να ερμηνεύσεις πλήρως το παρόν και να αναδείξεις αυτά που κρύβονται κάτω από τα επιφαινόμενα, αν δεν ανατρέξεις στο παρελθόν. Θα ξεκινήσουμε, λοιπόν, με μερικές αναφορές στην πρόσφατη πολιτική μας ιστορία.
Η ηγεσία του Περισσού, απαντώντας σε φήμες καρατζαφέρειας προέλευσης, ότι προτίθεται να ψηφίσει πρόεδρο της Δημοκρατίας μαζί με τον Καραμανλή, ανακοίνωσε ότι δεν πρόκειται να ψηφίσει κανέναν για πρόεδρο, όπως κάνει παγίως, γιατί οι πρόεδροι υπογράφουν όλα τα αντιλαϊκά νομοθετήματα που ψηφίζουν οι κυβερνήσεις στη Βουλή. Ομως, όπως έχει ήδη σημειωθεί από τις στήλες της «Κ», το 1985 ο Περισσός ψήφισε –μαζί με το ΠΑΣΟΚ– τον Σαρτζετάκη ως πρόεδρο της Δημοκρατίας. Τον ξαναψήφισε δε, πάλι μαζί με το ΠΑΣΟΚ, το 1990, αλλά δεν εξελέγη. Εξελέγη, αφού μεσολάβησαν εκλογές που τις κέρδισε η ΝΔ του Μητσοτάκη, ο Καραμανλής, με 151η ψήφο αυτή του Κατσίκη, ενώ ο ενιαίος ΣΥΝ πρότεινε και ψήφισε τον Κ. Δεσποτόπουλο (τρίτη κατά σειρά εκλογή που ο Περισσός ψήφισε πρόεδρο). Και τότε, βέβαια, ο πρόεδρος της Δημοκρατίας είχε τις ίδιες αρμοδιότητες ως σύμβολο του αστικού συστήματος εξουσίας. Και βέβαια, υπέγραφε όλα τα αντιλαϊκά νομοθετήματα. Οπότε, θα περίμενε κανείς μια εξήγηση επ’ αυτού από την ηγεσία του Περισσού.
Πολύ περισσότερο που το 1985 έγιναν σημεία και τέρατα κατά την προεδρική εκλογή. Στην πρώτη ψηφοφορία (17.2.1985), ο Σαρτζετάκης πήρε 178 ψήφους, ενώ βρέθηκαν 3 λευκά και 3 άκυρα (οι βουλευτές της ΝΔ δεν ψήφισαν). Κάποιοι Πασόκοι παρασπόνδισαν, δεν ακολούθησαν την κομματική γραμμή. Στη δεύ-τερη ψηφοφορία (23.3.09) το ΠΑΣΟΚ παράτησε τις δημοκρατικότητες και έβαλε μπροστά τα μεγάλα μέσα ελέγχου. Τύπωσε έγχρωμα ψηφοδέλτια με το όνομα του Σαρτζετάκη, ώστε να μπορεί ο ένας Πασόκος να ελέγχει τον άλλο αν βάζει στο φάκελο το χρωματιστό ψηφοδέλτιο. Ξέσπασε σάλος. Μητσοτάκης και Παπανδρέου βρίζονταν για κάμποση ώρα, ενώ οι του Περισσού παρακολουθούσαν αμέτοχοι. Μέχρι που ο Μητσοτάκης προκάλεσε προσωπικά τον Φλωράκη να πάρει θέση. Ο Φλωράκης υποστήριξε αυτό που είχε υποστηρίξει προηγουμένως ο Παπανδρέου: ότι η ΝΔ παραβίασε πρώτη τη μυστικότητα της ψηφοφορίας, βάζοντας τους βουλευτές της να μη ψηφίσουν. Είπε ο τότε γ.γ. της ΚΕ του Περισσού: «Εμάς δεν μας ενδιαφέρει ποιοι είναι οι διδάξαντες και ποιοι είναι οι μαθητές. Εμάς μας ενδιαφέρει ότι η μυστικότητα της ψηφοφορίας, με τη στάση της ΝΔ, παραβιάστηκε. Και όλα τούτα που λέγονται σχετικά με τα χρώματα, πρόκειται περί φιλολογίας, διότι ήδη συνετελέσθη η παραβίαση της μυστικότητας της ψηφοφορίας. Εάν παραβιάζεται και με το ψηφοδέλτιο, γιατί είναι πράσινο ή λευκό, η ουσία είναι ότι έχει παραβιαστεί ήδη από τη στάση της ΝΔ». Αφού αναρωτήθηκε γιατί η ΝΔ κατηγορεί το ΠΑΣΟΚ ότι «πάει να ελέγξει τους βουλευτές», όταν το ίδιο έχει κάνει και η δική της ηγεσία με την άρνηση ψήφου, ο Χ. Φλωράκης κατέληξε κυνικά, χειροκροτού-μενος από τους Πασόκους: «Συνεπώς, κύριε πρόεδρε, παρακαλώ να προχωρήσουμε στη διαδικασία της ψηφοφορίας». Ο Μητσοτάκης πήγε να κάνει μια τελευταία ντρίπλα, ζητώντας να μπει παραβάν για να ψηφίσουν οι βουλευτές, αλλά ΠΑΣΟΚ και Περισσός πέρασαν στο ντούκου την πρότασή του. Ετσι, μπροστά στο φόβο να πιαστούν επ’ αυτοφώρω, οι Πασόκοι πειθάρχησαν και ο Σαρτζετάκης πήρε 181 ψήφους. Δεν εκλέχτηκε ακόμα (στις δυο πρώτες ψηφοφορίες χρειάζονται 200 ψήφοι), αλλά η «μέθοδος Κουτσόγιωργα» με τα έγχρωμα ψηφοδέλτια αποδείχτηκε αποτελεσματική.
Στην τρίτη ψηφοφορία (29.3.09), ο προεδρεύων της Βουλής αρνήθηκε και να δώσει το λόγο στο Μητσοτάκη, που τον ζητούσε επίμονα, ο Περισσός έκανε την πάπια και ο Σαρτζετάκης εκλέχτηκε με 180 ψήφους, ακριβώς στο όριο. Το σχέδιο του Α. Παπανδρέου στέφθηκε από επιτυχία και ο Περισσός έβαλε πλάτη γι’ αυτό. Ο Παπανδρέου προκήρυξε αμέσως εκλογές, τις κέρδισε (Ιούνης 1985) και με νέα πλειοψηφία επέβαλε το φθινόπωρο της ίδιας χρονιάς ένα σκληρό «σταθεροποιητικό» πρόγραμμα, με πάγωμα μισθών και συντάξεων.
Θα αναρωτηθεί κάποιος γιατί ο Περισσός ξεφτιλίστηκε τόσο πολύ, στηρίζοντας αυτό το σχέδιο του Παπανδρέου, αντί να κρατήσει αποστάσεις και να ακολουθήσει δική του γραμμή. Πήρε κάτι; Ενα μείζον αίτημα είχε εκείνα τα χρόνια ο Περισσός: την απλή αναλογική, ώστε να πάρει τις έδρες που του έκλεβε η καλπονοθευτική ενισχυμένη αναλογική. Ούτε αυτό έθεσε ως όρο για να στηρίξει τα αίσχη του ΠΑΣΟΚ. Σύρθηκε πίσω από τον Παπανδρέου, πιστός στη γραμμή του «αθροίσματος των δημοκρατικών δυνάμεων» και στην ανάγκη του συστήματος να έχει πολιτική και κοινωνική σταθερότητα. Ηταν μια γραμμή που ακολούθησε με συνέπεια αμέσως μετά την πτώση της χούντας. Βάφτισε το ΠΑΣΟΚ «ιδιότυπο ρεφορμιστικό κόμμα», πανηγύρισε ως «μεγάλη νίκη της αλλαγής» την εκλογική νίκη του ΠΑΣΟΚ το 1981, διατύπωσε το 1984 τη θέση ότι «σημασία έχει το άθροισμα των δημοκρατικών δυνάμεων» (δηλαδή ΠΑΣΟΚ και Περισσός μαζί) και βοήθησε το 1985 τον Παπανδρέου και το ΠΑΣΟΚ να κάνουν το πολίτευμα «πρωθυπουργοκεντρικό» (με αναθεώρηση του συντάγματος) και να κερδίσουν μια άνετη εκλογική νίκη, ώστε απερίσπαστοι να περάσουν στη σκληρή αντεργατική-αντιλαϊκή επίθεση.
Τέσσερα χρόνια αργότερα, το ΠΑΣΟΚ βρίσκεται στα όρια της κατάρρευσης. Εχει ξεσπάσει το σκάνδαλο Κοσκωτά, ενώ ο Παπανδρέου έχει βγει νοκ-άουτ για λόγους υγείας. Ο Περισσός έχει ενώσει τις δυνάμεις του μ’ αυτούς που ονόμαζε «αναθεωρητές» (το «Κ»ΚΕ εσ. που έχει μετονομαστεί σε ΕΑΡ) και έχουν σχηματίσει το «Συνασπισμό της Αριστεράς και της Προόδου». Οταν τον Ιούνη του 1989 κανένα κόμμα δεν παίρνει αυτοδυναμία, αρνούνται την πρόταση του Παπανδρέου να συγκυβερνήσουν και να τους δώσει την απλή αναλογική και φτιάχνουν κυβέρνηση με τη ΝΔ του Μητσοτάκη. Ενεργούν και πάλι ως μια πολιτική δύναμη που αισθάνεται υπεύ-θυνη για τη σταθερότητα του συστήματος. Οχι μόνο δεν κάνουν τίποτα για να βαθύνει η πολιτική κρίση εκείνης της εποχής, αλλά αντίθετα βάζουν πλάτη για να την εκτονώσουν. Βάζουν το συμφέρον του συστήματος πάνω από το δικό τους ιδιαί-τερο κομματικό συμφέρον και όπως έκαναν βοηθώντας τον Παπανδρέου το 1985, τώρα βοηθούν τον Μητσοτάκη να κερδίσει αυτοδυναμία με έναν εκλογικό νόμο που δεν ήταν και τόσο ευνοϊκός (ο Παπανδρέου τον είχε φτιάξει, για να κόψει την αυτοδυναμία της ΝΔ).
Μεσολαβούν η παταγώδης κατάρρευση της ΕΣΣΔ και των άλλων καθεστώτων του παλινορθωμένου καπιταλισμού, η διάσπαση του Περισσού (μεγάλο μέρος του στελεχικού του δυναμικού ενώνεται με τα στελέχη του «εσωτερικού» και φτιάχνουν τον ΣΥΝ ως ενιαίο κόμμα) και τα επόμενα χρόνια ο Περισσός εμφανίζεται ως δήθεν αντισυστημική δύναμη με το σύνθημα «πέντε κόμματα δυο πολιτικές». Αυτοκριτικές γίνονται πολλές, όμως θυμίζουν τις εξομολογήσεις των θρήσκων μαφιόζων που παίρνουν άφεση αμαρτιών για τα εγκλήματά τους, προκειμένου με ήσυχη συνείδηση να διαπράξουν τα επόμενα. Ποτέ δεν εξήγησαν τι ήταν εκείνο που τους οδήγησε να στηρίξουν το ΠΑΣΟΚ καθ’ όλη τη δεκαετία του ‘80 και τη ΝΔ στα τέλη της ίδιας δεκαετίας. Γιατί αν δοκίμαζαν να πάνε σε βάθος, θα έπρεπε να παραδεχτούν ότι αποτελούν μια αστική δύναμη που θεωρεί υποχρεώσή της να δουλέψει για τη σταθερότητα του συστήματος. Η αυτοκριτική τους ποτέ δεν αφορούσε την ουσία, αλλά μόνο επιμέρους ζητήματα τακτικής.
Μήπως, όμως, μετά τα δραματικά γεγονότα του 1990-91 ο Περισσός προχώρησε σε μια επαναστατική ανασυγκρότηση, αφήνοντας πίσω το οπορτουνιστικό του παρελθόν; Η απάντηση είναι, καταρχήν, πως τέτοια περίπτωση δεν υπήρχε εξ ορισμού, διότι η αστική μετάλλαξη αυτού του πολιτικού μορφώματος ξεκίνησε πολύ πιο πριν, στα μέσα της δεκαετίας του ‘50, και τη δεκαετία του ‘60 είχε ήδη ολοκληρωθεί. Ας αφήσουμε, όμως, στην άκρη αυτή την ανάλυση, που δε μπορεί να γίνει εδώ, και ας προσεγγίσουμε το θέμα με διαφορετικό τρόπο.
Ολη η ιστορία των πρώτων είκοσι χρόνων της μεταπολίτευσης, σε ορισμένους σταθμούς της οποίας σταθήκαμε παραπάνω, δείχνει ότι ο Περισσός κινήθηκε σταθερά στο κοινοβουλευτικό επίπεδο και ουδέποτε έθεσε σε κίνδυνο τη σταθερότητα του συστήματος. Ετσι κατάφερε να εξαφανίσει όλα τα σε βάρος του ανακλαστικά των βασικών πόλων εξουσίας (ανακλαστικά που είχαν να κάνουν με το αντικομμουνιστικό σύνδρομο του ελληνικού αστισμού) και να γίνει αποδεκτός ως μια συμπληρωματική δύναμη του συστήματος. Ιδια είναι η στρατηγική του Περισσού και σήμερα. Η τακτική έχει αλλάξει (αυτό και για λόγους κομματικής αυτοσυντήρησης), όμως η θέση του ως ένα κόμμα που δεν αμφισβητεί τον αστικό κοινοβουλευτισμό δεν έχει αλλάξει. Απόδειξη η στάση που κράτησε έναντι της νεολαιίστικης εξέγερσης του περασμένου Δεκέμβρη.
Την Τετάρτη 1 Ιούλη, η Αλ. Παπαρήγα έδωσε συνέντευξη Τύπου στη Βάρδα Ηλείας, στο πλαίσιο της περιοδείας της σε Αχαΐα-Ηλεία με θέμα το μεταναστευτικό. Η συνέντευξη, φυσικά, επεκτάθηκε και σε άλλα ζητήματα και έτσι είχαμε την ευκαιρία να (ξαν)ακούσουμε εκλαϊκευμένη τη στρατηγική αντίληψη του Περισσού. Αντιγράφουμε από το «Ριζοσπάστη» (2.7.09):
«Δε σνομπάρουμε τις εθνικές εκλογές, τις θεωρούμε μία πολύ μεγάλη ευκαιρία να γίνει αυτό που δυστυχώς εν μέρει έγινε στις ευρωεκλογές… Δεν πρέπει ο λαός να παρασυρθεί από την εκλογολογία. Δεν πρέπει να παρασυρθεί από τρομοκρατικά διλήμματα ότι αν δεν έρθει πρώτη η ΝΔ με διαφορά ή το ΠΑΣΟΚ με διαφορά δε θα έχουμε κυβέρνηση, θα έχουμε ακυβερνησία. Ακόμα και με ακυβερνησία το μεγάλο κεφάλαιο έχει τους νόμους της αγοράς και θα μπορεί να περπατάει. Δε θα έχουμε ακυβερνησία. Μακάρι όμως να έχουμε μια πολύ αδύναμη κυβέρνηση, μια κυβέρνηση που μοιάζει να μην μπορεί να κυβερνήσει, γιατί τότε αυτό το κενό θα το καλύψει το λαϊκό κίνημα, θα ασκήσει πίεση. Ο λαός πρέπει να βάλει αυτόν τον πολιτικό στόχο, μια αδύναμη κυβέρνηση, αφού δεν μπορεί να βγάλει μια λαϊκή κυβέρνηση άμεσα από τις εκλογές, ισχυρό κίνημα, ισχυρό ΚΚΕ, το εννοούμε».
Νομίζουμε ότι ο «κοινοβουλευτικός δρόμος προς το σοσιαλισμό» δε θα μπορούσε να περιγραφεί με μεγαλύτερη σαφήνεια. Ο,τι είναι να γίνει θα γίνει μέσα από τις κοινοβουλευτικές εκλογές. Το εκλογικό αποτέλεσμα θα καθορίζει τις πολιτικές εξελίξεις. Ο Περισσός ζητά να κυβερνήσει κατακτώντας την πλειοψηφία. Επειδή, όμως, η ηγεσία του είναι προσγειωμένη στην πραγματικότητα, διατυπώνει και τον ενδιάμεσο στόχο: μέχρι να πάρουμε εμείς την πλειοψηφία και να σχηματίσουμε μια «λαϊκή κυβέρνηση», φροντίστε οι αστικές κυβερνήσεις να είναι αποδυναμωμένες, ώστε να μπορεί ο λαός να κατακτά κάποια πράγματα.
Εδώ βλέπουμε καθαρά το νήμα που συνδέει τον σημερινό Περισσό με τον προ του 1991 Περισσό. Τίποτα δεν αλλάζει στη στρατηγική του. Είναι στρατηγική διαχείρισης του καπιταλισμού. Εκείνο που άλλαξε είναι η κοινοβουλευτική του τακτική (προς το παρόν επιμένει να μην κάνει συμμαχίες) και, κατ’ ακολουθίαν, η προπαγάνδα που συνοδεύει αυτή τη διαφοροποιημένη τακτική. Πρέπει, όμως, να σημειώσουμε ότι αυτή η διαφοροποιημένη τακτική επιβλήθηκε μετά τα στραπάτσα των δεκαετιών του ‘70 και του ‘80. Για να μπορέσει να ανασυγκροτηθεί και να υπάρξει ως ανεξάρτητο κόμμα ο Περισσός έπρεπε να περιχαρακωθεί. Αλλιώς θα τον «ξεψείριζαν» ΠΑΣΟΚ και ΣΥΝ. Οταν τα εκλογικά του ποσοστά άρχισαν μεν να «ξεκολ- λούν» αλλά απέχουν ακόμη πολύ απ’ αυτά της πρώτης μεταπολιτευτικής δεκαετίας, είναι αναγκασμένος να ακολουθήσει και άλλο αυτό το «μοναχικό» δρόμο, ο οποίος μάλιστα γίνεται σεβαστός απ’ όλους τους σημαντικούς πόλους εξουσίας του συστήματος. Αν και όταν αισθανθεί ότι μπορεί να παίξει ουσιαστικό ρόλο, χωρίς να ξαναπάθει αυτά που έπαθε την πενταετία 1985-90, τότε σίγουρα θα «ανοιχτεί» και πάλι, αφού η στρατηγική διαχείρισης δεν έχει αλλάξει.
Η οργανωτική και πολιτική περιχαράκωση απαιτούσε και τη διαμόρφωση ενός ιδεολογικού συνεκτικού ιστού. Γι’ αυτό ανακάλυψαν ακόμη και μια καρικατούρα του Στάλιν, αφού οι αναφορές σε Μπρέζνιεφ και σία οδηγούν κατευθείαν στον Γκορμπατσόφ.
Πέτρος Γιώτης