Θα ξεκινήσουμε με ένα κουΐζ: Από ποια εφημερίδα είναι το πρώτο και από ποια το δεύτερο πακέτο, που ακολουθεί;
Πρώτο πακέτο: «Νέτη-σκέτη προβοκάτσια. Το σκηνικό είχε στηθεί από νωρίς. Ενας απίθανος αριθμός διμοιριών των ΜΑΤ είχε κατακλύσει το κέντρο της Αθήνας, ενώ παράλληλα οργανωμένες ομάδες κουκουλοφόρων εξοπλισμένων με μάσκες, ξύλα, πέτρες και μολότοφ κινούνταν ανεξέλεγκτα παίρνοντας θέση τελικά πλάι στα μπροστινά μπλοκ της πορείας… Ομως τα ΜΑΤ “ασχολούνται” με τους φοιτητές που έχουν “παγώσει” στην άκρη της Πανεπιστημίου στο ύψος της Κανάρη. Το ξύλο που πέφτει είναι ανελέητο. Την ίδια ώρα οι κουκουλοφόροι περίπου ανενόχλητοι κατεβαίνουν στη Σταδίου, όπου και ανασυγκροτούνται με πλήρη κάλυψη της Αστυνομίας σπρώχνονται κυριολεκτικά πίσω στην Πανεπιστημίου και το Σύνταγμα, όπου και βρίσκονται ξανά να “ηγούνται” της πορείας… Στα Προπύλαια οι δυνάμεις καταστολής κάνουν επιθέσεις “στο σωρό” σε φοιτητές και κουκουλοφόρους. Το σχέδιο ήταν τόσο καλά εκτελεσμένο, που οι κουκουλοφόροι δεν είχαν κανένα πρόβλημα. Οι 61 προσαγωγές ήταν κατά κύριο λόγο φοιτητές που πιάστηκαν στο σωρό… Το επιτελικά σχεδιασμένο χτύπημα των ΜΑΤ, οι κάθε είδους ασφαλίτες που “όργωναν” το εσωτερικό της διαδήλωσης, και γενικότερα η οργανωμένη προβοκάτσια δεν πέρασαν».
Δεύτερο πακέτο: «Το κυβερνητικό επιτελείο πιστεύει ότι μπορεί να σπάσει το φρόνημα και την αγωνιστικότητα του κινήματος και να επιβάλλει το νόμο των επιχειρήσεων με τα ΜΑΤ, τα χημικά, τη διάλυση των συγκεντρώσεων, τις μαζικές συλλήψεις, τις οργανωμένες προβοκάτσιες και την αξιοποίηση των τυχοδιωκτικών ομάδων που δρουν εντός κι εκτός κινήματος… Ολα τα δημοσιογραφικά στοιχεία και οι προσωπικές μαρτυρίες χιλιάδων συμμετεχόντων, συγκλίνουν στην εκτίμηση ότι η κυβέρνηση εάν δεν έστησε, χρησιμοποίησε την προβοκάτσια του εμπρησμού του φυλακίου στον Αγνωστο Στρατιώτη… Συμπεράσματα πρέπει να βγάλει το κίνημα και για τη δράση των κουκουλοφόρων, η οποία πρέπει να καταδικαστεί ανοιχτά και μαζικά από τις συνελεύσεις και τα όργανά του ως εχθρική στάση απέναντι στο ίδιο και ως βοηθού της κυβέρνησης. Καταρχήν για να αποκρουστεί η σαφής πλέον προσπάθεια της κυβέρνησης να ταυτιστεί το μαζικό κίνημα με τις ενέργειές τους… Ενα τμήμα τους δρα ανοιχτά σε συνεργασία με την Αστυνομία, είναι ασφαλίτες του Πολύδωρα με κουκούλες… Πρώτον, όσοι φορούν κουκούλες αντικειμενικά και ανεξάρτητα από προθέσεις ταυτίζονται οι ίδιοι με τους κουκουλοφόρους ασφαλίτες και δεύτερο με τη δράση τους βοηθούν χειροπιαστά το κράτος στην καταστολή και συκοφάντηση».
Για να μην κουράζεστε με το κουΐζ, σας λέμε πως το πρώτο πακέτο είναι από το «Ριζοσπάστη» της Παρασκευής 9.3.07, ενώ το δεύτερο είναι από το «Πριν» της Κυριακής 11 Μάρτη. Οπως βλέπετε οι απόψεις είναι πανομοιότυπες. Πανομοιότυπη η παραπληροφόρηση, πανομοιότυπη η προβοκατορολογία, ίδια η βρομιά. Ως απάντηση δεν θα παραθέσουμε τις δικές μας απόψεις ή αυτά που εμείς είδαμε στην πλατεία Συντάγματος, αλλά αποσπάσματα από ρεπορτάζ δημοσιογράφων του αστικού Τύπου, που κατέγραψαν αντικειμενικά την πραγματικότητα, γιατί δεν είχαν κανένα (πολιτικό ή προσωπικό) λόγο να τη διαστρεβλώσουν:
«Στον αστυνομικό φραγμό, στα λουλουδάδικα, έξω από τη Βουλή, οι διαδηλωτές επιχειρούν να σπάσουν τον αστυνομικό κλοιό. Η ρίψη των δακρυγόνων “σπάει” την πορεία στα δύο. Οι φοιτητές που βρίσκονται στο μπλοκ του Πολυτεχνείου αποκόπτονται από την υπόλοιπη πορεία. Τρέχουν στα προπύλαια με φοιτητές από την επαρχία. Οι άνδρες των ΜΑΤ τους χτυπούν, τους ρίχνουν δακρυγόνα.
Η σύγκρουση που ακολουθεί από αναρχικούς και αντεξιουσιαστές είναι άνευ προηγουμένου. Πέτρες από τη μια, βροχή από χειροβομβίδες, ασφυξιογόνα και χημικά από την άλλη. Η μολότοφ, που τύλιξε στις φλόγες, το φυλάκιο του συντονιστή στο μνημείο του Αγνωστου Στρατιώτη και την οποία ακολουθεί το χειροκρότημα της πλειονότητας των φοιτητών, δυναμιτίζει την κατάσταση».
Αργ. Μώρου, «Ελευθεροτυπία», 9.3.2007
«Μέχρι οι διαδηλωτές να φτάσουν μπροστά στις γραμμές των κρανοφόρων, στα λουλουδάδικα της Βασιλίσσης Σοφίας, δεν είχε σημειωθεί το παραμικρό επεισόδιο -αλλά όλοι ήξεραν (και το έλεγαν) πως έφτασε πια η ώρα της κρίσης. Οχι μόνο αναρχικοί, αλλά και φοιτητές σχεδόν όλων των αριστερών παρατάξεων ένιωθαν ότι η κυβερνητική αδιαλλαξία δεν μπορούσε να περάσει αναπάντητη επί της ουσίας.
Δεκαετίες είχαμε έτσι να δούμε μια τόσο μαζική σύγκρουση διαδηλωτών με την Αστυνομία, με εκατοντάδες νέους να συμμετέχουν επί ώρα στις οδομαχίες, χωρίς να διαλύονται απέναντι στις επιθέσεις των ΜΑΤ. Για όποιον βρισκόταν στο Σύνταγμα την ώρα της μάχης, ένα πράγμα ήταν προφανές: τούτη τη φορά δεν είχαμε να κάνουμε με ολιγάριθμες ομάδες “μπαχαλάκηδων”, που διεξάγουν τον δικό τους προσωπικό πόλεμο με την ΕΛ.ΑΣ. στην πλάτη των διαδηλωτών, αλλά βρισκόμαστε μπροστά στο ξέσπασμα της οργής μιας ολόκληρης γενιάς. Εξίσου σαφές ήταν ότι, τούτη τη φορά, η διαχωριστική γραμμή μεταξύ όσων συμμετείχαν κι όσων απλά παρακολουθούσαν τις οδομαχίες ήταν περισσότερο “τεχνική” παρά “πολιτική”: παρ’ όλο που οι περισσότεροι διαδηλωτές δεν πετούσαν πέτρες ή μολότοφ, ήταν προφανές ότι δεν είχαν την παραμικρή διάθεση να παρέμβουν (όπως έκαναν τις προηγούμενες εβδομάδες) για να σταματήσουν ή να καναλιζάρουν τη σύρραξη».
Ο Ιός, «Ελευθεροτυπία», 9.3.2007
Οι συγκεκριμένοι συντάκτες, όπως φαίνεται καθαρά, δεν διάκεινται φιλικά προς τις συγκρουσιακές ομάδες του αναρχικού χώρου. Ομως δεν κλείνουν τα μάτια τους μπροστά στο γεγονός της γενίκευσης της σύγκρουσης σ’ αυτή ειδικά την πορεία. Ηταν κάτι που ωρίμαζε και αυτή η διαδικασία ωρίμανσης δεν είναι φαινόμενο πρωτοφανές στην ιστορία των κινημάτων της μεταπολίτευσης. Οι προβοκατορολόγοι, όμως, ακολουθούν κατά πόδι την τηλεοπτική υστερία και τον κυρίαρχο λόγο, δίνοντας εξετάσεις νομιμοφροσύνης στην αστική νομιμότητα. Δίνουν εν πλήρει συνειδήσει ψευδή περιγραφή των γεγονότων, ερχόμενοι σε σύγκρουση ακόμα και με φοιτητές του δικού τους πολιτικού χώρου. Ετσι, επιτρέπουν στον κάθε Πρετεντέρη να τους βγάζει ψεύτες, δείχνοντας πλάνα από συγκρούσεις των κεφαλών της πορείας με τα ΜΑΤ (που μπορεί να μην έχουν διάρκεια, έχουν όμως ένταση) και από τη γενικευμένη σύγκρουση της 8ης Μάρτη, στην οποία πήραν μέρος εκατοντάδες φοιτητές με τη στήριξη και την κάλυψη χιλιάδων. Οι περισσότεροι απ’ αυτούς, δε, δεν ανήκαν στις συγκρουσιακές ομάδες, όπως φάνηκε καθαρά και στα τηλεοπτικά πλάνα (ο Πρετεντέρης, μάλιστα, σε μια εκδήλωση μεγαλοθυμίας, έβαλε μωσαϊκό στα πρόσωπα, γιατί οι περισσότεροι απ’ αυτούς τους φοιτητές ήταν ακάλυπτοι).
Μετά απ’ αυτά, δε μένει αμφιβολία ότι όλη αυτή η προβοκατορολογία δεν έχει σαν σκοπό μόνο να απομονώσει αυτό το συγκρουσιακό κομμάτι από τη μάζα των φοιτητών, αλλά να ρίξει γραμμή μη αντίστασης. Οι φοιτητές (και άλλα κοινωνικά κομμάτια που έχουν βρεθεί σε ανάλογη θέση) πρέπει να παραμένουν εσαεί δερόμενοι και πνιγόμενοι στα χημικά, χωρίς οι ίδιοι να υψώνουν καμιά αντίσταση στην κρατική βαρβαρότητα. Μπορεί να συζητήσει κανείς για τη μορφή της αντίστασης, για την τακτική που πρέπει να ακολουθηθεί και μπορεί να ασκήσει κριτική στις συγκρουσιακές ομάδες του αναρχικού χώρου για τις επιλογές τους στη μια ή την άλλη περίσταση. Αυτό είναι πολιτικά και κινηματικά θεμιτό. Είναι μια συζήτηση που πρέπει να γίνεται στο εσωτερικό κάθε κινήματος. Ομως εδώ δεν γίνεται καμιά τέτοια συζήτηση. Εδώ υπάρχει απαξίωση, βρομιά, προβοκατορολογία και στο τέλος μήνυμα μη αντίστασης. Από ανθρώπους, μάλιστα, που εκστασιάζονται όταν βλέπουν συγκρούσεις στη Νότια Κορέα ή το Μεξικό, από ανθρώπους που κάθε τρεις και λίγο κάνουν αναφορές στο Μάη του ‘68. Αλήθεια, τα εξ ολοκλήρου ξηλωμένα καλντερίμια του Καρτιέ Λατέν τα θυμάται κανείς τους; Ποιος τα ξήλωσε, «τυχοδιωκτικές ομάδες» και «ασφαλίτες με κουκούλες» ή οι εξεγερμένοι φοιτητές του Μάη;
Αμφιβάλλουμε αν στο λεξιλόγιο του κινήματος οποιασδήποτε άλλης χώρας υπάρχει ο όρος «ελεγχόμενη σύγκρουση», που εδώ και χρόνια χρησιμοποιείται στην Ελλάδα. Η σύγκρουση είναι σύγκρουση. Αλλοτε επιλέγεται και άλλοτε επιβάλλεται. Σε κάθε περίπτωση, αλλά περισσότερο όταν την επιλέγεις, πρέπει να έχεις φροντίσει την οργανωτικοτεχνική προετοιμασία. Αλλιώς δεν κάνεις σύγκρουση, κάνεις σόου για τηλεοπτική κατανάλωση. Οταν εσύ ορμάς με τα παλούκια ενάντια στα ΜΑΤ στα λουλουδάδικα της Βουλής, μην περιμένεις ότι οι πάντες θα μείνουν με σταυρωμένα τα χέρια και θα περιμένουν να δουν το βράδυ στις τηλεοράσεις τις εικόνες από το «ψέκασμα» που σου έκαναν τα ΜΑΤ. Και σε τελευταία ανάλυση, ποιος καθορίζει το επίπεδο και την ένταση της σύγκρουσης; Υπήρξε μήπως καμιά συνέλευση που να αποφάσισε «πάμε για “ψέκασμα” στα λουλουδάδικα»; Ενας παραταξιακός πυρήνας το αποφασίζει κάθε φορά. Δε μπορεί, λοιπόν, αυτός ο πυρήνας να γίνεται τιμητής (με αισχρό τρόπο μάλιστα) όσων αντιλαμβάνονται τη σύγκρουση διαφορετικά.
Και κάτι τελευταίο. Υπάρχει ή όχι φετιχισμός της σύγκρουσης από τη μεριά των συγκρουσιακών ομάδων του αναρχικού χώρου; Ασφαλώς και υπάρχει. Ταυτόχρονα, όμως, υπάρχει και φετιχισμός της μη σύγκρουσης από τη μεριά ποικιλώνυμων πολιτικών ομάδων της Αριστεράς, που ξεκινά από την καθεστωτική και φτάνει μέχρι την αυτοπροσδιοριζόμενη ως επαναστατική, ριζοσπαστική ή όπως αλλιώς. Κι όπως καταλαβαίνετε, εμείς δεν θα επιλέξουμε ανάμεσα στη μια ή την άλλη μορφή του φετιχισμού των μέσων πάλης. Στο κάτω-κάτω, η απάντηση στο ερώτημα «σύγκρουση ή όχι;» δε μπορεί παρά να δίνεται κατά περίπτωση. Και χωρίς συνταγές.
Μπορεί να γίνουν λάθη στην επιλογή, στην εκτίμηση του συσχετισμού, στη διεξαγωγή. Πιθανότητα που γίνεται μεγαλύτερη ενόσω δεν υπάρχει ένα κέντρο που να οργανώνει τη σύγκρουση από τη μεριά του κινήματος. Ομως, στην Ιστορία έχουν γίνει επαναστάσεις σε λάθος χρόνο, με λάθος εκτίμηση του συσχετισμού, με λάθος οργανωτικό σχέδιο. Πριν λίγο καιρό, σε ένα σημείωμά μας στη στήλη «Βαθύ Κόκκινο» αναφερθήκαμε στην εξέγερση, των εργατών του Βερολίνου, που ήταν άκαιρη και ανοργάνωτη και οδήγησε στην ήττα της επανάστασης. Σημειώναμε δε αυτό που αποτελεί πλέον ιστορικό δεδομένο: την ολόψυχη συμμετοχή των κομμουνιστών σ’ αυτή την εξέγερση, μολονότι είχαν προειδοποιήσει για το άκαιρό της, και τη θυσία των καλύτερων στελεχών τους, μεταξύ των οποίων οι ηγέτες του «Σπάρτακου» Ρόζα Λούξεμπουργκ και Καρλ Λίμπκνεχτ. Ανάλογη ήταν και η στάση των μπολσεβίκων στη ρωσική επανάσταση του 1905. Χρήσιμο είναι να διαβάσει κανείς τη δριμύτατη πολεμική του Λένιν στον Πλεχάνοφ και τους μενσεβίκους, που μετά την ήττα της επανάστασης κλαψούριζαν με το σλόγκαν «δεν έπρεπε να πάρουμε τα όπλα».
Εν προκειμένω, βέβαια, δεν μιλάμε για όπλα και επαναστάσεις. Για διαδηλώσεις μιλάμε και για περιορισμένης κλίμακας οδομαχίες, που κάθε φορά βαφτίζονται «τυχοδιωκτισμός» και «έργο προβοκατόρων». Ακόμα και όταν δεν γίνονται από ολιγομελείς συγκρουσιακές ομάδες, αλλά μαζικά από το ίδιο το κίνημα.
Πέτρος Γιώτης
ΥΓ: Στους καλοπροαίρετους αγωνιστές που κάπως μπερδεύονται με την προβοκατορολογία θα συστήναμε το θεατρικό του Μαξίμ Γκόρκι «Οι εχθροί», στο οποίο αναπτύσσεται εν πολλοίς ένας επαναστατικός προβληματισμός γι’ αυτά τα ζητήματα, που απηχεί τις προεπαναστατικές απόψεις των Μπολσεβίκων.