Γράφαμε στο προηγούμενο φύλλο για τη διαμόρφωση του νεοελληνικού εθνικισμού και την τεράστια μάχη που έπρεπε να δώσει το νεαρό κομμουνιστικό κίνημα ενάντιά του, καθώς ακόμη και η προοδευτική μερίδα της αστικής διανόησης είτε ήταν βουτηγμένη στον εθνικιστικό βάλτο είτε καταπιανόταν με επιμέρους πλευρές του ζητήματος (π.χ. γλωσσικό, εκπαιδευτικό), χωρίς να τις συνδέει με τη «Μεγάλη Ιδέα», η οποία εξακολουθούσε να ασκεί καταθλιπτική επιρροή στην πνευματική ζωή του τόπου και να λειτουργεί από τη μια ως εργαλείο εσωτερικής υποδούλωσης του ελληνικού λαού και από την άλλη ως όχημα για κάθε είδους εξωτερικούς τυχοδιωκτισμούς.
Η μαρξιστική-λενινιστική διανόηση ήταν εκείνη που για πρώτη φορά έθεσε το ζήτημα στην ολότητά του, ξεκινώντας έναν ανελέητο αγώνα ενάντια στον εθνικισμό της «Μεγάλης Ιδέας» και συνδέοντας αυτόν τον αγώνα με το όραμα της κοινωνικής απελευθέρωσης. Ο Νίκος Ζαχαριάδης ήταν εκείνος που κατάφερε να συμπυκνώσει στο έργο του τις προσεγγίσεις αυτής της διανόησης και να δώσει συγκροτημένη πολιτική υπόσταση στον αντιεθνικιστικό αγώνα.
Το 1938-39, στην Ακτίνα Θ του κάτεργου της Κέρκυρας, όπου η δικτατορία του Μεταξά είχε «παραχώσει ζωντανούς» πολλούς κομμουνιστές, ο Ζαχαριάδης γράφει τις «Θέσεις για την ιστορία του ΚΚΕ». Από τον Πρόλογο ακόμη, θέτει το ζήτημα της «Μεγάλης Ιδέας» ως βασικού εργαλείου εσωτερικής υποδούλωσης διά του εθνικισμού: «Ποιος ο θεωρητικός μανδύας, που η αστοτσιφλικάδικη αντίδραση φόρεσε στην πολιτική της για να εξαπατήσει και παρασύρει πιο εύκολα τον ελληνικό λαό; Είναι ο μανδύας “της Μεγάλης Ιδέας”. Η ιδεολογία αυτή δεν έχει καμιά σχέση με τις γνήσιες λαϊκές νεοελληνικές παραδόσεις, τις παραδόσεις του Μωριά και της Ρούμελης, της κλεφτουριάς, της Φιλικής Εταιρίας του 1821. Τη συναρμολόγησαν οι φαναριώτες, οι κοτζαμπάσηδες και οι αστοί πλουτοκράτες, για να δόσουν “ιστορική βάση” στις μεγαλοελλαδίτικες καταχτητικές βλέψεις κι επιδιώξεις, για να κρύψουν, κάτω απ’ αυτή, την καταλήστευση του λαού και το ξεπούλημα της χώρας που ολοένα μεγάλωναν».
Η Εισαγωγή αυτής της συνοπτικής μπροσούρας ξεκινά με τοποθέτηση πάνω στο ζήτημα του νεοελληνικού εθνικισμού: «1. Το νέο ελληνικό έθνος, απλώνοντας τις ρίζες του στο βυζαντινό μεσαίωνα, πήρε τη βασική του διαμόρφωση κάτω από την κυριαρχία των σουλτάνων. Ζυμώθηκε κι ανδρώθηκε μέσα σε ατέλειωτη σειρά από εθνικούς και δημοκρατικούς αγώνες (…) 2. Η αστοτσιφλικάδικη αντίδραση, παίρνοντας με τη βοήθεια της αντιδραστικής Ευρώπης την ηγεμονία της επανάστασης και, σαν συνέχεια, τη διακυβέρνηση της χώρας, διαστρέβλωσε και έπνιξε τους δημοκρατικούς σκοπούς της και στη θέση τους έβαλε την ιδεολογία και την πολιτική της “Μεγάλης Ιδέας”. 3. Η “Μεγάλη Ιδέα” ενάντια σ’ όλα τα δεδομένα της ιστορίας και της επιστήμης διακήρυξε: α) ότι η νέα Ελλάδα αποτελεί απόγονο, κληρονόμο και συνεχιστή της αρχαίας Ελλάδας των δουλοχτητών και της βυζαντινής αυτοκρατορίας του ασιατικού δεσποτισμού. Και ότι για ιστορική αποστολή, που της είναι δοσμένη “από τα πάνω”, έχει να ξαναφτιάξει την “ελληνική αυτοκρατορία”, που δεν υπήρξε ποτέ. Ετσι διατύπωσε μεγαλοελλαδίτικες καταχτητικές βλέψεις πάνω σ’ όλα τα Βαλκάνια και τη Μικρά Ασία (…) 7. …Η αστοτσιφλικάδικη αντίδραση τόσο συστηματικά δούλεψε τα μυαλά του λαού με την ιδεολογία της “Μεγάλης Ιδέας”, ώστε ο κόσμος πιστεύει σ’ αυτή και είναι έτοιμος να παλαίψει για την πραγματοποίησή της (…) η τέτια καταθλιπτική και μονοπωλιακή ηγεμονία της ιδεολογίας της “Μεγάλης Ιδέας”, αποτελεί τον ειδικό λόγο που εξηγεί γιατί στην προπολεμική Ελλάδα καθυστέρησε τόσο η μαρξιστική θεωρία και σκέψη και η σοσιαλιστική πολιτική κίνηση και οργάνωση και γενικά κάθε μαζικό ριζοσπαστικό δημοκρατικό κίνημα. Η τέτια καθυστέρηση είχε σαν συνέπεια ότι τα βασικά νεοελληνικά προβλήματα δε βρήκαν την επιστημονική μαρξιστική διαφώτιση και επεξεργασία τους, πράγμα που είχε τη σοβαρή αρνητική επίδρασή του σε όλη την κατοπινή για το λαϊκό επαναστατικό κίνημα εξέλιξη».
Μια πιο συνοπτική παρουσίαση της ίδιας θεωρητικής ανάλυσης βρίσκει κανείς και στη μπροσούρα «Ο αληθινός Παλαμάς», που γράφει ο Ζαχαριάδης στο ίδιο κάτεργο, ένα χρόνο πριν (Γενάρης-Μάρτης 1937). Δείγμα της σημασίας που έδινε στην καταπολέμηση του εθνικισμού, τον οποίο θεωρούσε το μεγαλύτερο φράγμα που εμπόδιζε την κίνηση του προλεταριάτου και της αγροτικής φτωχολογιάς της Ελλάδας προς τις κομμουνιστικές ιδέες.
Σ’ ένα άρθρο που έγραψε για τα 25χρονα της «Κομμουνιστικής Επιθεώρησης» (αρ. φύλλου 1, Γενάρης 1946), με τίτλο «Ο μαρξισμός-λενινισμός στην Ελλάδα», μολονότι έχει μεσολαβήσει ο απελευθερωτικός αγώνας του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ υπό την ηγεσία του ΚΚΕ και η «Μεγάλη Ιδέα» έχει πρακτικά ηττηθεί, ο Ζαχαριάδης εμμένει στο καθήκον της καταπολέμησης του εθνικισμού, γιατί γνωρίζει πως, παρά την ήττα της «Μεγάλης Ιδέας», ο εθνικισμός εξακολουθεί να δηλητηριάζει τις λαϊκές συνειδήσεις και να λειτουργεί ως εφεδρεία της αστικής τάξης. Θέτει το εξής καθήκον για την ιδεολογική δουλειά του ΚΚΕ:
«Να ερευνήσουμε και φωτίσουμε επιστημονικά τις πηγές και τις αρχές του νεοελληνικού έθνους, ανατρέποντας την αντιεπιστημονική αστοτσιφλικάδικη θέση για ενότητα του ελληνικού έθνους από την Αρχαία Ελλάδα, μέσα απ’ την Ελληνιστική εποχή και τη Βυζαντινή αυτοκρατορία, ως τις μέρες μας, θέση που το μαύρο μέτωπο σήμερα ξαναζεσταίνει (…) Η αρχαιοελληνική κληρονομιά, πανανθρώπινη στην ουσία της, όχι μόνο δεν αποτελεί νεοελληνικό μονοπώλιο, μα αντίθετα εμείς πήραμε απ’ όξω –απ’ τους ξένους, Γερμανούς, Γάλλους, Αγγλους, Ολλανδούς κ.α.– τα αρχαιοελληνικά φώτα (…) Σχετικά με τη Βυζαντινή αυτοκρατορία, αυτή ποτέ δεν υπήρξε ελληνική (…) Οι νεοελληνικές εθνικές παραδόσεις, τραγούδια, διηγήσεις, χοροί, πανηγύρια, προλήψεις, ήθη, έθιμα στο βασικό και αποφασιστικό τους μέρος ανάγονται στην περίοδο της εθνικής νεοελληνικής διαμόρφωσης, και σχετίζονται άμεσα είτε έμεσα, με την ανάπτυξη των καινούργιων, των καπιταλιστικών παραγωγικών σχέσεων».
Ο Ζαχαριάδης δείχνει μια αξιομνημόνευτη επιμονή στην ανάγκη πολέμου με τον νεοελληνικό εθνικισμό, που σε κάθε εποχή παίρνει διαφορετική μορφή. Κι αυτό το μέτωπο είναι μονίμως ανοιχτό, όσο το ΚΚΕ παραμένει ένα επαναστατικό κόμμα. Για παράδειγμα, στο «Πρόγραμμα του ΚΚΕ (σχέδιο)», που δημοσιεύτηκε το 1954, αφιερώνεται ένα μεγάλο κεφάλαιο σ’ αυτά τα ζητήματα και επισημαίνεται: «Σήμερα όμως, πρώτο χρέος μας είναι να πολεμάμε και να ξεσκεπάζουμε ότι έμεινε, ότι προσπαθεί να ξαναζήσει, να ξανασταθεί στα σπασμένα πόδια του απ’ τον τυχοδιωκτισμό της “Μ.Ι.” που φοράει τώρα ντύμα αμερικάνικο, αμερικανόδουλο, αντιπατριωτικό και κοσμοπολίτικο και που την υποδούλωση και την κατάντια της Ελλάδας και την καταλήστευση και τον αφανισμό του λαού την έφτασε σε βαθμό πρωτογνώριστο στην ιστορία μας».
Πώς απ’ αυτές τις ξεκάθαρες ιδέες φτάσαμε στο δίπολο ενός μικροαστικού εθνικισμού (με ψευτοαντιιμπεριαλιστικό ένδυμα), από τη μια, και ενός αστικού κοσμοπολιτισμού (με ψευτοδιεθνιστικό ένδυμα), από την άλλη; Επ’ αυτού θα επανέλθουμε σε επόμενο σημείωμα.
ΥΓ: Στις παραπομπές διατηρήσαμε τη σύνταξη και την ορθογραφία του πρωτότυπου, πλην του μονοτονικού.
Πέτρος Γιώτης