Τα ναρκωτικά είναι μια μεγάλη πληγή. Πληγή για τους λαούς, βέβαια, που πληρώνουν το τίμημα. Οπου υπάρχει φτώχεια, εξαθλίωση, εργασιακή ανασφάλεια, τα ναρκωτικά προσφέρουν τη «λύση». Ψεύτικη φυγή από την πραγματικότητα, στιγμιαία ανακούφιση από τα βάσανα ενός ανάλγητου κόσμου, που αποτελεί ταυτόχρονα την είσοδο σε έναν άλλο, ακόμα πιο ανάλγητο κόσμο.
Για κάποιους άλλους, βέβαια, τα ναρκωτικά είναι ευλογία. Business as usual. Μπίζνες στις οποίες οι συμμορίες διακίνησης είναι απλά οι «μπροστινοί» (τα άθλια βαποράκια δεν τα λογαριάζουμε καν σ’ αυτούς). Από πίσω είναι όλος ο καλός κόσμος του κεφαλαίου. Κάτοχοι χρήματος που επενδύουν σ’ αυτό το επικερδέστατο εμπόριο. Καπιταλιστές των μεταφορών (θαλάσσιων, αεροπορικών και χερσαίων). Τραπεζίτες που αναλαμβάνουν το «ξέπλυμα» του χρήματος. Και βέβαια, τμήματα του κρατικού μηχανισμού, που προσφέρουν κάλυψη, πληροφόρηση και προστασία. Οχι μόνο «διεφθαρμένοι αστυνομικοί», αλλά και άλλοι, σε πιο ψηλά κλιμάκια (πολιτικά ντε).
Επειδή ο «πόλεμος κατά των ναρκωτικών» δεν πείθει, το σύστημα -για να αποσείσει τις ευθύνες του- χρησιμοποιεί και διάφορα ιδεολογήματα. «Στείλτε τα παιδιά σας στον αθλητισμό για να μην κινδυνεύουν από τα ναρκωτικά». Πόσες φορές δεν έχουμε ακούσει αυτό το σύνθημα-προτροπή, σε διάφορες παραλλαγές; Κάθε φορά που υπάρχει μια επιτυχία σε επίπεδο διεθνούς πρωταθλητισμού, είτε σε ομαδικό είτε σε ατομικό άθλημα, η προπαγάνδα «στείλτε τα παιδιά σας στον αθλητισμό» γίνεται εκκωφαντική. Οι πρωταθλητές προβάλλονται ως ύψιστα κοινωνικά πρότυπα. Ακόμα κι όταν τα μούσκουλά τους φωνάζουν για τη «ντόπα» με την οποία χτίστηκαν, ακόμα κι όταν δεν μπορούν να βάλουν τρεις λέξεις στη σειρά. Είπαμε, το σύστημα πρέπει να βρίσκει φαντασιακά φάρμακα για τις πληγές του.
Και ξαφνικά, μια διάσημη πρωταθλήτρια, με τη μεγαλύτερη συλλογή μεταλλίων σε ολυμπιακούς αγώνες, παγκόσμια και ευρωπαϊκά πρωταθλήματα, καταγγέλλει ότι στα είκοσί της χρόνια βιάστηκε από μεγαλοπαράγοντα της Ιστιοπλοϊκής Ομοσπονδίας, ο οποίος βασιλεύει χρόνια στο χώρο, είναι και στέλεχος του κυβερνώντος κόμματος και μέλος της Ελληνικής Ολυμπιακής Επιτροπής. Το αδίκημα είναι παραγεγραμμένο, όμως ο μεγαλοπαράγοντας δεν τολμά να υποβάλει μήνυση για συκοφαντική δυσφήμηση στην αθλήτρια (ο νοών νοείτω).
Προτού καταλαγιάσει ο θόρυβος, εμφανίζεται δεύτερη αθλήτρια της ιστιοπλοΐας, που καταγγέλλει ότι βιάστηκε από τον προπονητή της όταν ήταν μόλις έντεκα ετών. Είχε καταγγείλει το γεγονός στους γονείς της, οι οποίοι πείστηκαν από παράγοντες του σωματείου, με τη βοήθεια και της αστυνομίας, να μην κάνουν μήνυση και το «θέμα» να λήξει με απόλυση του προπονητή από το σύλλογο.
Κάποιοι έπεσαν από τα σύννεφα. Δε θα έπρεπε, όμως. Ξεχνάμε το σκάνδαλο σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών και εφήβων στις βρετανικές ακαδημίες ποδοσφαίρου, που ξέσπασε στη Βρετανία το 2016; Τουλάχιστον 860 ήταν οι καταγγελίες που δέχτηκε η οργάνωση προστασίας παιδιών NSPCC. Υπήρξαν ποδοσφαιριστές ακόμα και της Premier League που κατήγγειλαν επώνυμα τη σεξουαλική κακοποίηση που είχαν δεχτεί ως παιδιά στις ακαδημίες ποδοσφαίρου.
Η Ομοσπονδία Ποδοσφαίρου γνώριζε το πρόβλημα, καθώς είχε δεχτεί καταγγελίες από το 2001. Εφτιαξε τότε ειδική επιτροπή για τη διερεύνηση των καταγγελιών, όμως ένα χρόνο μετά σταμάτησε να τη χρηματοδοτεί! Αποδείχτηκε, ακόμα, ότι η Τσέλσι είχε δεχτεί καταγγελίες παικτών της για σεξουαλική κακοποίησή τους τη δεκαετία του ’90 και κουκούλωσε το σκάνδαλο καταβάλλοντας σοβαρά χρηματικά ποσά στους καταγγέλλοντες!
Στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, είχαμε τις καταγγελίες για σεξουαλική κακοποίηση περισσότερων από 100 αθλητριών από τον πρώην γιατρό της Ομοσπονδίας Γυμναστικής των ΗΠΑ, ο οποίος καταδικάστηκε σε κάθειρξη 60 ετών. Το 2010 είχε καταδικαστεί σε φυλάκιση 40 ετών ένας προπονητής της Κολυμβητικής Ομοσπονδίας των ΗΠΑ, όταν αποδείχτηκε ότι επί τρεις δεκαετίες κακοποιούσε σεξουαλικά κοριτσάκια αθλήτριες. Πάνω από 100 προπονητές σε κολεγιακές ομάδες απομακρύνθηκαν από τα κολέγια, ενώ αποκαλύφθηκε πως μόλις γινόταν κάποια καταγγελία, η Ομοσπονδία άφηνε τους προπονητές να μετακινηθούν σε άλλη Πολιτεία, ώστε να αποφύγουν τις κατηγορίες.
Γιατί, λοιπόν, η Ελλάδα θα μπορούσε να αποτελέσει εξαίρεση; Οσοι διακινούν τη βρόμικη άποψη «γιατί η Μπεκατώρου το κατήγγειλε μετά από είκοσι χρόνια;», άποψη που βάζει στην ίδια μοίρα τον θύτη και το θύμα, προσπαθούν να μην τεθεί το ουσιαστικό ερώτημα: «Πόσες ακόμα έφηβες και νεαρές γυναίκες είχαν την ίδια τύχη και εξακολουθούν να μην τολμούν να καταγγείλουν αυτά που υπέστησαν;».
Γιατί δεν τολμούν; Για διάφορους λόγους. Από φόβο, από ντροπή (ναι, πολλές φορές τα αδύναμα θύματα αισθάνονται ντροπή), για αποφυγή του στιγματισμού από ένα κοινωνικά καθυστερημένο περιβάλλον, επειδή στο μεταξύ έφτιαξαν τη ζωή τους και δε θέλουν να βασανιστούν με οδυνηρές μνήμες, για χίλιους δυο λόγους, που δεν είναι του παρόντος να αναλύσουμε.
Θα συμφωνήσουμε ότι οι ίδιες οι καταγγελίες για σεξουαλική κακοποίηση «θολώνουν» όταν αναμιγνύονται με άλλες επιδιώξεις (όπως π.χ. η αλλαγή διοίκησης σε μια αθλητική ομοσπονδία), όμως έτσι λειτουργούν τα πράγματα στον καπιταλισμό. Ακόμα και το ξαφνικό τεράστιο ενδιαφέρον των αστικών ΜΜΕ γίνεται για να «θολώσει» την υπόθεση. Οχι μόνο γιατί την παρουσιάζει ως υπόθεση εκμετάλλευσης από κάποια άτομα (ενώ πρόκειται για σύμπτωμα ενός σάπιου συστήματος που τρέφει και στηρίζει τέτοια άτομα), αλλά και γιατί την απλώνει σκόπιμα τόσο πολύ, ώστε σύντομα να βαρεθούν οι πάντες κι αμέσως μετά να κλείσουν οι διακόπτες και τα πάντα να συνεχιστούν όπως προηγουμένως.
Ομως, οι βιασμοί γυναικών και κοριτσιών και γενικότερα οι σεξουαλικές κακοποιήσεις είναι ΤΟ γεγονός. Ολα τα υπόλοιπα είναι παρεπόμενα συμπτώματα. Κι αυτό δεν πρέπει να το ξεχνάμε.
Περιοριζόμαστε σκόπιμα μόνο στο χώρο του αθλητισμού, γιατί είναι ένας εξιδανικευμένος χώρος της αστικής κοινωνίας. Ενας χώρος στολισμένος με βαρύγδουπα σλόγκαν, όπως «ευ αγωνίζεσθαι», «ευγενής άμιλλα», «το ωραίο, το μεγάλο και τ’ αληθινό» κτλ. Ενας χώρος καλλιέργειας μύθων και προτύπων. Πρέπει δε να σημειωθεί ότι δεν υπάρχουν τείχη που χωρίζουν τον ερασιτεχνικό από τον επαγγελματικό αθλητισμό, τον αθλητισμό σκέτα από τον πρωταθλητισμό. Ειδικά όταν μιλάμε για παιδιά και εφήβους, ο ερασιτεχνικός αθλητισμός χρησιμοποιείται ως προθάλαμος για τον επαγγελματικό αθλητισμό και τον πρωταθλητισμό. Γονείς επενδύουν τα όνειρά τους στο όποιο ταλέντο έχουν τα παιδιά. Τους ακούς να ζητούν από τους προπονητές να γίνουν πιο σκληροί στην προπόνηση, που από χαρά και απόλαυση μετατρέπεται σε στρατιωτική άσκηση.
Αυτές οι αντιλήψεις, του πρωταθλητισμού, της καριέρας και της κοινωνικής ανάδειξης μέσω αυτής, αποτελούν τους τοίχους ενός θερμοκήπιου μέσα στο οποίο ευδοκιμούν τα πιο δηλητηριώδη φυτά. Οπως σε κάθε εξουσιαστική σχέση, αυτοί που κατέχουν τα κάθε είδους πόστα στα αθλητικά κέντρα αισθάνονται ότι έχουν την εξουσία να κάνουν ό,τι γεννήσει το σάπιο μυαλό τους. Και το καταφέρνουν, γιατί το ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον, το περιβάλλον της καπιταλιστικής οργάνωσης της κοινωνίας, τους προσφέρει την προστασία που χρειάζονται.
Η στήλη δεν προτρέπει, φυσικά, τους γονείς να μη στέλνουν τα παιδιά τους στον αθλητισμό. Ακόμα και μέσα στην κοινωνία που ζούμε, ο αθλητισμός είναι απαραίτητος. Να μην εξιδανικεύουν τον αθλητισμό τους προτρέπει. Να μην υποκλίνονται στον πρωταθλητισμό, γιατί πίσω από την αστραφτερή βιτρίνα του κρύβεται κάθε είδους βρομιά. Από τη ντόπα μέχρι τη σεξουαλική κακοποίηση. Να μην καταπίνουν αμάσητα τα πρόστυχα δίπολα της αστικής κοινωνίας, του τύπου «αθλητισμός VS ναρκωτικά».
Αυτά που η καπιταλιστική κοινωνία παρουσιάζει ως ίαμα για διάφορες κοινωνικές αρρώστιες μπορεί κάλλιστα να οδηγούν σε άλλες αρρώστιες. Ενα κοινωνικό σύστημα σάπιο από την κορφή μέχρι τα νύχια δε γιατρεύεται παρά μόνο με την εξάλειψή του. Ας διδάξουμε τα παιδιά μας (και τα εγγόνια μας οι μεγαλύτεροι) ότι πρέπει ν’ αγωνιστούν για ν’ ανατρέψουν τον καπιταλισμό. Ετσι θα τα εφοδιάσουμε με τη δυνατότητα να αναπτύσσουν άμυνες στις κάθε είδους επιθέσεις που θα δεχτούν.
Πέτρος Γιώτης