Είναι η πρώτη φορά εδώ και πολλά χρόνια που διαμορφώνεται προεκλογικά μια ευδιάκριτη αντι-αποχική στάση. Μια στάση που δεν χρειάστηκαν να καταβάλλουν καμιά προσπάθεια οι ιδεολογικοί μηχανισμοί του συστήματος για να τη διαμορφώσουν. Διαμορφώθηκε αυθόρμητα, γι’ αυτό και δεν υπάρχει σ’ αυτή την προεκλογική περίοδο η γνωστή φιλολογία ενάντια στην αποχή, που υπήρχε σε όλες τις προηγούμενες εκλογικές αναμετρήσεις. Οι κομματικοί μηχανισμοί δεν αισθάνονται ότι κινδυνεύουν από διαμαρτυρία διά της αποχής, γι’ αυτό και δεν εγείρουν καθόλου το ζήτημα.
Η τάση συμμετοχής στις εκλογές δεν αφορά μόνο τους πολίτες που παραδοσιακά θεωρούν ότι η ψήφος αποτελεί το ύψιστο δικαίωμά τους, αλλά και εκείνους οι οποίοι την τελευταία διετία βρέθηκαν, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, στους δρόμους των συνδικαλιστικών και πολιτικών αγώνων που διεξήχθησαν. Η τάση συμμετοχής αναπτύσσεται και πάνω στην ψευδεπίγραφη αντίθεση «μνημονιακές-αντιμνημονιακές δυνάμεις», ενώ παίρνει το χαρακτήρα της υπερψήφισης «μικρών κομμάτων», ώστε να «τιμωρηθούν» ΠΑΣΟΚ και ΝΔ.
Αυτό δεν χρειάζεται να μας το καταγράψουν τα κατευθυνόμενα γκάλοπ (στα οποία, ειδικά σήμερα, δεν έχουμε καμιά εμπιστοσύνη, δεδομένου ότι χρησιμοποιούνται για να διαμορφώσουν πολιτικό κλίμα). Το βλέπουμε γύρω μας, σε συζητήσεις με γνωστούς και φίλους, αποτελεί κοινό τόπο για όλους μας. Το βλέπουμε σε συμπεριφορές ανθρώπων τους οποίους θεωρούμε βαρόμετρα, καθώς γνωρίζουμε επί σειρά ετών την πολιτική και εκλογική τους συμπεριφορά. Δε θα εκπλαγούμε καθόλου, αν έχουμε ρεκόρ συμμετοχής στις εκλογές της 6ης Μάη (ερωτηματικό αποτελεί μόνο ένα κομμάτι της νεολαίας).
Γιατί διαμορφώθηκε αυτή η μαζική εκλογική συμπεριφορά; Γιατί δημιουργήθηκαν νέες αυταπάτες στη θέση εκείνων που χαρακτήρισαν την κοινωνική κίνηση της τελευταίας διετίας και οι οποίες διαψεύστηκαν οικτρά. Δεν έχουμε, δηλαδή τάση υπέρβασης, αλλά τάση συνέχισης των ίδιων αδιέξοδων λογικών. Μια τάση από την οποία πολλοί σπεύδουν ν’ αποκομίσουν πολιτική (εκλογική) υπεραξία, εμείς όμως έχουμε καθήκον να την αναλύσουμε, για να βγάλουμε χρήσιμα συμπεράσματα.
Από το Μάη του 2010, που ψηφίστηκε το Μνημόνιο και άρχισαν τα απανωτά κύματα αντεργατικών και αντιλαϊκών επιθέσεων, μπορούμε να διακρίνουμε χοντρικά τρεις φάσεις κοινωνικών αντιδράσεων. Η πρώτη είναι η φάση των 24ωρων πανεργατικών-πανυπαλληλικών απεργιών, που κράτησε περίπου ένα χρόνο. Η αστικοποιημένη συνδικαλιστική γραφειοκρατία έπαιξε πολύ καλά το χαρτί της εκτόνωσης των εργαζόμενων. Αυτή που είχε σταματήσει να κάνει 24ωρες απεργίες ακόμα και για την υπογραφή της Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας, δεν δίστασε να κηρύσσει τη μία 24ωρη μετά την άλλη, με αποτέλεσμα μέσα σ’ ένα χρόνο να γίνουν περισσότερες τέτοιες απεργίες απ’ όσες είχαν γίνει την προηγούμενη δεκαετία. Στο τέλος αυτής της φάσης κύματα απογοήτευσης διαπερνούσαν το σώμα της εργαζόμενης κοινωνίας και της νεολαίας, που ήλπιζε ότι θα ανέκοπτε κάπως τη σφοδρότητα της επίθεσης που δεχόταν από τις δυνάμεις του κεφάλαιου.
Η δεύτερη φάση ήταν το λεγόμενο «κίνημα των πλατειών» και αναπτύχθηκε στη διάρκεια περίπου ενός τριμήνου, από τα τέλη της άνοιξης μέχρι τα μέσα του καλοκαιριού του 2011. Η εντυπωσιακή μαζικότητα αυτού του κινήματος, ιδιαίτερα στην Αθήνα, όπου κάποια στιγμή έφτασε ν’ αγκαλιάσει μισό εκατομμύριο ανθρώπους, γέννησε καινούργιες αυταπάτες. Αυταπάτες επηρεασμού του πολιτικού συστήματος, μέσω της μαζικότητας των διαμαρτυριών. Ποιος δεν θυμάται την πεποίθηση δεκάδων χιλιάδων ανθρώπων, ότι θα έζωναν το κοινοβούλιο και θα εμπόδιζαν την προσέλευση των βουλευτών για να ψηφίσουν; Ποιος δεν θυμάται την πεποίθηση άλλων, ότι με τη μαζική και απολύτως ειρηνική παρουσία στην πλατεία Συντάγματος, θα προκαλούνταν μεγάλο ρήγμα στις γραμμές της κοινοβουλευτικής ομάδας του ΠΑΣΟΚ, που τότε στήριζε μόνο του το Μνημόνιο; Ολοι θυμόμαστε, βέβαια, ότι ο αποκλεισμός του κοινοβούλιου δεν έγινε ποτέ και στο βαθμό που επιχειρήθηκε αποκρούστηκε πανεύκολα και χωρίς ιδιαίτερη βία από την Αστυνομία, όπως θυμόμαστε, επίσης, ότι κανένα ρήγμα δεν προκλήθηκε στην ΚΟ του ΠΑΣΟΚ (αντίθετα, «ρήγμα» προκλήθηκε αργότερα, όταν το μνημονιακό μέτωπο είχε διευρυνθεί με τη συμμετοχή και της ΝΔ και δεν υπήρχε κανένας κίνδυνος για την κοινοβουλευτική επικράτησή του).
Η αναποτελεσματικότητα του κινήματος σ’ αυτή τη δεύτερη φάση προκάλεσε ακόμα πιο βαθιά κύματα απογοήτευσης, καθώς οι προσδοκίες που είχαν καλλιεργηθεί ήταν τεράστιες και η διάψευσή τους συντελέστηκε μέσα σε λίγες βδομάδες. Από το «πικ» των κινητοποιήσεων μέχρι την οριστική τους ήττα μεσολάβησε κυριολεκτικά μια ανάσα. Οταν, δε, δημιουργήθηκε ένας αέρας αγωνιστικής ανάτασης, η σκυτάλη πέρασε στα χέρια του Περισσού που οργάνωσε την πολιτική προβοκάτσια της 20ής Οκτώβρη του 2011, αναλαμβάνοντας την περιφρούρηση του αστικού κοινοβούλιου από τους διαδηλωτές.
Μια αγωνιστική αναλαμπή είχαμε στις 12 Φλεβάρη του 2012, η οποία –μέσα στο γενικότερο κλίμα που αναπτύχθηκε– λειτούργησε σαν εισαγωγή στην τρίτη φάση, η οποία κωδικοποιημένα θα μπορούσε να ονομαστεί «τιμωρία διά της κάλπης». Είναι η φάση που θα ολοκληρωθεί το βράδυ της 6ης Μάη ή έστω τις επόμενες μέρες, όταν οι «μνημονιακές» δυνάμεις (άγνωστο ακόμη με ποια ακριβώς σύνθεση) θα σχηματίσουν μια καινούργια συγκυβέρνηση για να συνεχίσουν την επίθεση.
Τηρουμένων των αναλογιών, η πολιτική αυτή συμπεριφορά θυμίζει καρκινοπαθή σε τελευταίο στάδιο, που ψάχνει θεραπεία σε γιατροσόφια και ξόρκια. H αποθέωση του κοινοβουλευτικού κρετινισμού, η αυταπάτη ότι μέσω της ενίσχυσης των μικρών κομμάτων μπορεί να υπάρξει αλλαγή πολιτικής, δε δείχνουν τίποτ’ άλλο εκτός από τα πολιτικά αδιέξοδα που βιώνει το εργατικό και λαϊκό κίνημα. Αδιέξοδα που βίωνε και πριν, αλλά βιώνει ιδιαίτερα την τελευταία διετία. Νέες κοινωνικές δυνάμεις βγήκαν στο δρόμο αυτή την περίοδο, αλλά η απουσία ενός σχετικά ισχυρού ταξικού-επαναστατικού πολιτικού πόλου διευκόλυνε τη χειραγώγησή τους και τον εγκλωβισμό τους σε αδιέξοδες τακτικές, ο οποίος εγκλωβισμός –όπως σημειώσαμε παραπάνω– διέρχεται ήδη την τρίτη φάση του.
Συχνά μιλάμε για τις ευθύνες των ίδιων των εργαζόμενων και δεν υπάρχει αμφιβολία πως οι αυταπάτες δεν έπεσαν φυτευτές απέξω. Ενυπήρχαν σ’ έναν κόσμο που δεν συνειδητοποίησε το βάθος των πραγμάτων, δεν εκτίμησε το στρατηγικό χαρακτήρα της επίθεσης του κεφάλαιου (αυτό που εμείς έγκαιρα ονομάσαμε «κινεζοποίηση» της εργατικής τάξης), θεώρησε πως αρκεί η συμμετοχή του σε κάποιες απεργίες ή η παρουσία του στο δρόμο για ν’ ανακόψει την επίθεση. Οι μάζες των εργαζόμενων που κατέβηκαν στο δρόμο έδειξαν ανέτοιμες για σκληρή σύγκρουση με τις δυνάμεις του κεφάλαιου και αυτό απετέλεσε στοιχείο που διευκόλυνε τη χειραγώγησή τους. Τυχαίο είναι ότι τα αστικά ΜΜΕ έσπευσαν ν’ «αγκαλιάσουν» το κίνημα των «αγανακτισμένων», κάνοντας μαζική πλύση εγκεφάλου υπέρ του «ακομμάτιστου» και «ειρηνικού» του χαρακτήρα; Ο φόβος τους ήταν μήπως προκύψει κάποιο κίνημα ανεξέλεγκτο, το οποίο δε θα μπορούσαν να ελέγξουν. Και ήταν τεράστια η χαρά τους, όταν διαπίστωσαν ότι με μοναδική ευκολία μπόρεσαν να ελέγξουν και να χειραγωγήσουν αυτές τις τεράστιες μάζες ανθρώπων που βγήκαν στο δρόμο.
Από την άλλη, μια σειρά κόμματα και οργανώσεις με αριστερές ταμπέλες (πλην του Περισσού που έμεινε εκτός, όπως μένει έξω από οτιδήποτε δεν ελέγχει πολιτικά και οργανωτικά), όχι μόνο δεν υπέβαλαν σε καμιά κριτική αυτό το κίνημα, αλλά έσπευσαν να υποκλιθούν στις πιο καθυστερημένες πλευρές του, να ενισχύσουν το «ακομμάτιστο» και το «ειρηνικό», να πλασάρουν ρεφορμιστικές οικονομικές και πολιτικές θεωρίες, με στόχο να κερδοσκοπήσουν πολιτικά με τον πιο αισχρό τυχοδιωκτικό τρόπο. Η συνεισφορά αυτών των δυνάμεων (ΣΥΡΙΖΑ, Α-ΝΤΑΡΣΥΑ κ.ά.) στον εκφυλισμό συνειδήσεων, στην καλλιέργεια αυταπατών, στη σταθερότητα του καπιταλιστικού συστήματος, τελικά, ήταν ιδιαίτερα σημαντική, για να μην πούμε καθοριστική. Οι ίδιες αυτές δυνάμεις έσπευσαν να εξαργυρώσουν την «επένδυση» που έκαναν εκείνη την περίοδο, καλλιεργώντας τον κοινοβουλευτικό κρετινισμό και προσπαθώντας να μετατρέψουν σε ψήφους τη λαϊκή οργή. Δεν είναι τυχαίο ότι, σε μια περίοδο βαθιάς κρίσης και σφοδρής επίθεσης, δηλαδή σε μια περίοδο που μόνο ριζοσπαστικές-μαχητικές απαντήσεις μπορούν να σταθούν με αξιώσεις στον ταξικό ανταγωνισμό, όλες αυτές οι δυνάμεις εμφανίζονται μετατοπισμένες προς τα δεξιά, με στρογγυλεμένες ακόμα και τις αριστερές γωνίες των διακηρύξεών τους. Εμφανίζουν την ψήφο ως δύναμη ανατροπής, ενώ γνωρίζουν πολύ καλά ότι καμιά τέτοια δύναμη δεν έχει η ψήφος. Αντί για επαναστατική διαπαιδαγώγηση των εργαζόμενων και νεολαιίστικων μαζών, επιλέγουν την καλλιέργεια κοινοβουλευτικών αυταπατών, οι οποίες πάντοτε συνοδεύονται από τη γνωστή «κινηματική» σάλτσα.
Σε μια βδομάδα το πανηγύρι των εκλογών θα έχει τελειώσει. Οι αυταπάτες θα διαλυθούν. Περιθώρια για «ησυχίες» δεν υπάρχουν. Νέα κύματα αντιλαϊκών και αντεργατικών επιθέσεων θ’ ακολουθήσουν, νέοι αγώνες θ’ απαιτηθούν. Το ερώτημα είναι αν θα έχουμε και νέες αυταπάτες. Και τι μορφή θα πάρουν αυτές. Οτι θα επιδιωχτεί η καλλιέργεια καινούργιων αυταπατών, ότι θα επιδιωχτεί ν’ ανοίξει ένας ακόμη κύκλος αδιέξοδης κοινωνικής κίνησης το θεωρούμε βέβαιο. Ερώτημα υπάρχει ως προς το πόσο αποτελεσματική θα είναι αυτή η προσπάθεια.
Για μας ο αγώνας για ν’ απλωθεί η ιδέα της αναγκαιότητας της πολιτικής οργάνωσης της εργατικής τάξης αποχτά πιο επιτακτικό χαρακτήρα, καθώς τα κύματα των αυταπατών ακολουθούν τα κύματα της επίθεσης του κεφάλαιου, δημιουργώντας έναν φαύλο κύκλο. Αυτός ο αγώνας δεν είναι αγώνας μόνο ενάντια στον «αυθορμητισμό», όπως ίσως κάποιοι θεωρήσουν. Είναι περισσότερο αγώνας ενάντια στα διάφορα ρεύματα του ρεφορμισμού, που είτε υπηρετούν την αστική πολιτική είτε σέρνονται στην ουρά της, υπηρετώντας τα συμφέροντα πολιτικών γκρουπών.
Πέτρος Γιώτης