Αξίζει σήμερα, που οι μάσκες ξεσκίστηκαν, να επαναδημοσιεύσουμε λόγια διαχρονικά, λόγια που καίνε και γι’ αυτό φωτίζουν, του μεγάλου επαναστάτη διανοητή Δημήτρη Γληνού.
Αλήθειες, που έρχονται απ’ το παρελθόν κι όμως λες πως ειπώθηκαν σήμερα και ισχυροποιούν το αίτημα για διαχωρισμό της εκκλησίας απ’ το κράτος.
Με λόγο μεστό, ζεστό και κατανοητό, ο δάσκαλος Γληνός, ξετυλίγει μπροστά στα μάτια μας το νήμα που συνδέει την εκκλησία, σαν κομμάτι της πνευματικής αντίδρασης, με την ιστορία, τα έργα και ημέρες της αστικής τάξης.
Τα αποσπάσματα που ακολουθούν προέρχονται από τα άρθρα του Γληνού «Πνευματικές μορφές της αντίδρασης» (περιοδικό «Νέοι Πρωτοπόροι», 1932, 1933) και «Για να κατανοούμε την εποχή μας – Τύπος, Παιδεία, Κλήρος» (περιοδικό «Αναγέννηση», 1927).
«Σ’ όλες τις χώρες, όπου το εργατικό επαναστατικό κίνημα πήρε κάποια έκταση και σημασία, η αστική τάξη πέρασε στο στάδιο της αντίδρασης. Η αντίδραση αυτή, θετική και αρνητική, άμυνα και αντεπίθεση, απλώνεται σε όλα τα επίπεδα της ζωής. Στο οικονομικό επίπεδο ζητάει να ξαναφέρει τον εργάτη στη θέση του σιωπηλού σκλάβου, να του πάρει και αυτά τα λίγα δικαιώματα που με πολύχρονους και αιματωβαμένους αγώνες κατάχτησε, να του αυξήσει τις ώρες δουλιάς, να ελαττώσει τα μεροκάματα και να ρίξει απάνω του όλα τα βάρη από τις κρίσεις του καπιταλισμού.
Στο πολιτικό επίπεδο δημιουργεί τις ποικίλες μορφές της αστικής απολυταρχίας από τον καθαρό φασισμό και τις στρατιωτικές διχτατορίες, ως τον κοινοβουλευτικό φασισμό, διατηρώντας κάποιες εξωτερικές φόρμες αστικής δημοκρατίας, προσπαθεί να καταπνίξει με εξαιρετικούς νόμους και σκληρότατους διωγμούς κάθε πολιτική κίνηση του προλεταριάτου.
Τέλος, η αντίδραση απλώνεται σ’ όλες τις μορφές της πνευματικής ζωής. Και εδώ το έργο της είναι διπλό. Από τη μια μεριά ζητάει να δικαιώσει, να ξαναθεμελιώσει και στερεοποιήσει παλιούς θεσμούς, που αποτελούνε κοινωνικά στηρίγματα του αστικού καθεστώτος και από την άλλη προσπαθεί με κάθε μέσο να σταματήσει το διαφωτισμό και το ψυχικό ξύπνημα των σκλάβων, να «αναιρέσει» την επαναστατική ιδεολογία, να καταπνίξει με τη βία την επαναστατική πνευματική κίνηση και να κρατήσει μέσα στην πρόληψη και στο σκοτάδι τα εκατομμύρια των ανθρώπων, που άρχισαν να λαχταρούνε για το απολυτρωτικό φως.
…
Ο αντιδραστικός τύπος κάθε φορά, που η ανησυχία για το επαναστατικό κύμα κορυφώνεται, ζητάει με αγωνία τη βοήθεια της Εκκλησίας. Η Ελληνική αστική τάξη δεν βρέθηκε στην ανάγκη να κάμει δυνατούς αγώνες αντιθρησκευτικούς και αντικληρικούς, όπως έγινε σε άλλες χώρες τον καιρό, που οι αστοί στην εξόρμησή τους για την κατάχτηση της εξουσίας έβρισκαν αντιμέτωπη την εκκλησία, σύμμαχο της φεουδαρχίας. Το κράτος το ελληνικό, που δημιουργήθηκε κατά τα 1830 την εκκλησία την υπόταξε διοικητικά και την άφησε στον εσωτερικό μαρασμό της, προστατεύοντάς την μόνο απέναντι στις ξένες προπαγάντες. Και η Ελληνική εκκλησία στηριγμένη σε μιαν αμετακίνητη παράδοση έπαιζε τον αντιδραστικό ρόλο της περισσότερο με τη νέκρα της παρά με τη δράση της.
Το κράτος το απασχολούσε μόνο σαν επίπεδο ρουσφετολογίας στη μοιρασιά των επισκοπικών εδρών και στη διοίκηση των μοναστηριακών χτημάτων.
Ηρθε όμως η στιγμή, όπου ο κίνδυνος από το ξύπνημα των σκλάβων έγινε πολύ μεγάλος. Και τότε θυμήθηκε η «αστική δημοκρατία» την «εκκλησία».
Η εκκλησία πρέπει να αναλάβει τη δράση της, να ξαναζωντανέψει το κατηχητικό έργο της, να μορφωθεί ο κλήρος και να εξασφαλιστεί οικονομικά, να δημιουργηθούν καλοί ιεροκήρυκες. Η μοναστηριακή περιουσία να ρευστοποιηθεί για να χρησιμοποιηθεί για την εκκλησιαστική αυτή αναγέννηση.
Να λοιπόν ένα λαμπρό λαϊκό περιεχόμενο της αστικής δημοκρατίας. Να δημιουργηθεί ένα πολυάριθμο οικονομικά εξασφαλισμένο και μορφωμένο ιερατείο για να καλοκαθίσει στη ράχη του λαού και να επιτελέσει όσο μπορεί πιο ευσυνείδητα το έργο του που είναι τόσο χρήσιμο στην άρχουσα τάξη.
Αυτό είναι το νόημα της μεγάλης και σπουδαίας εκκλησιαστικής νομοθεσίας, που θεσμοθετήθηκε από τα 1930 ως σήμερα.
…
Η ελληνική αστική τάξη αναζητάει με αγωνία τη βοήθεια της εκκλησίας, την προικίζει πλουσιοπάροχα, της εξασφαλίζει προνόμια και ελπίζει με τα μέτρα αυτά να επιτύχει το σκοπό της……Και δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία, πως η εκκλησία θα δώσει τη βοήθεια, που της ζητούν με αναζωογονημένες δυνάμεις. Η εκκλησιαστική νομοθεσία του υπουργείου της Παιδείας στα τελευταία δυο χρόνια χωρίς άλλο είναι μια γερή συμβολή στην ανασύνταξη των αντιδραστικών δυνάμεων.
Η επαναστατική παράταξη έχει υποχρέωση να προσέξει και στο σημείο αυτό και αν είναι μπορετό να οργανώσει το διαφωτιστικό έργο και στο επίπεδο της θρησκείας.
Η γνώμη μου είναι, ότι θα ωφελούσε πάρα πολύ η προσπάθεια να διαχυθεί στο λαό η γνώση των φυσικών επιστημών και της ιστορίας των θρησκειών και η κατανόηση του σημερινού κοινωνικού ρόλου του οργανωμένου ιερατείου.
Η προσπάθεια αυτή χρειάζεται μεγάλη προσοχή για να μη φέρει τα αντίθετα αποτελέσματα από κείνα που επιδιώκει. Το ισχυρότερο όπλο του φωτισμού είναι η επιστημονική κοσμοθεωρία και η ιστορική κριτική».
…
«Ο απλοϊκός άνθρωπος της εποχής μας -και στον όρο αυτό περιλαμβάνονται όχι μόνο οι αγράμματοι, παρά και οι πολύ γραμματισμένοι, που είναι αδιαφώτιστοι σε ωρισμένα ζητήματα- πιστέβει ακόμη για αλήθειες απόλυτες τρία ψέματα. Το πρώτο ψέμα είναι η «Κοινή Γνώμη», το δεύτερο ψέμα είναι η «παιδεία επάνω από τις κοινωνικές τάξεις» και το τρίτο ψέμα είναι «η Εκκλησία κοινή μητέρα των ανθρώπων.
…
Μα και η Εκκλησία ακόμη; Ναι και η Εκκλησία. Το λένε οι ίδιοι. Δεν το λέμε εμείς πια. Ο κλήρος όργανο διαφωτισμού για τη συντήρηση της σημερινής κοινωνικής διάρθρωσης. Δεν τους συνέτισε η ιστορία. Και φωνάζουν έπειτα, πως προσβάλλεται η θρησκεία. Μα αν η θρησκεία θέλει όλους τους ανθρώπους αδελφούς και τέκνα του Κυρίου, θέλει άραγε, όπως υποστήριζαν άλλοτε οι λειτουργοί του Κυρίου, άλλοι να γεννιούνται δούκες και βαρώνοι και κόμητες με φέουδα και με προνόμια, κι άλλοι να γεννιούνται γυμνοί και πεινασμένοι και να περνάνε όλη τους τη ζωή σε μιαν επίγεια κόλαση; Και όμως η Εκκλησία στάθηκε ο πιο πιστός και αφοσιωμένος σύμμαχος της φεουδαρχίας επί δέκα αιώνες. Και τώρα πάλι ρίχνεται στον κοινωνικό αγώνα με όλα τα όπλα του συσκοτισμού και του φανατισμού».
Για την αντιγραφή
Γιούλα Γκεσούλη
ΥΓ: Αλλαγή υπήρξε μόνο στον τονισμό, ενώ κρατήθηκε η ορθογραφία του συγγραφέα.