Σαν δυο αστοί οικονομολόγοι που διαφωνούν σε κάποιες λεπτομέρειες κουβέντιαζαν ο Τσίπρας με τον Παπαδήμο στη Βουλή, την Παρασκευή 13 Γενάρη. Και ο μεν Παπαδήμος ουδέποτε παρέστησε κάτι το διαφορετικό απ’ αυτό που είναι, δηλαδή ένας αστός οικονομολόγος και τραπεζίτης, ο Τσίπρας όμως υποτίθεται ότι είναι αριστερός, μαρξιστής, ότι θέλει να εκπροσωπήσει τους εργαζόμενους. Πώς γίνεται, λοιπόν, να συμφωνεί με τον Παπαδήμο στις θεμελιώδεις οικονομικές παραδοχές και να διαφωνεί στον τρόπο εφαρμογής τους; Ρητορικό είναι το ερώτημα, όπως καταλαβαίνετε, δεδομένου ότι ο Τσίπρας και ο ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι παρά μια πολιτική συνιστώσα στη διαχείριση του καπιταλιστικού συστήματος, το οποίο δεν αμφισβητούν.
Αντικείμενο της συζήτησης του πρωθυπουργού με τον πρόεδρο του ΣΥΡΙΖΑ ήταν το «κόστος εργασίας». Ωμά και κυνικά, ο Παπαδήμος υποστήριζε ότι «κεντρικό οικονομικό πρόβλημα της χώρας είναι η χαμηλή θέση που κατέχουμε στη διεθνή ανταγωνιστικότητα των προϊόντων και υπηρεσιών», διότι «η σωρευτική απώλεια ανταγωνιστικότητας της Ελλάδος έναντι των εταίρων μας στην Ευρωζώνη βάσει του σχετικού κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος έφτασε το 23%». Κατά τον Παπαδήμο, «η απώλεια ανταγωνιστικότητας αντανακλά το γεγονός ότι το κόστος εργασίας, μέρος του οποίου είναι οι μισθοί, σημείωσε στην Ελλάδα διπλάσια αύξηση κατά τα εννέα χρόνια κατά την κρίση σε σχέση με τις λοιπές χώρες της Ευρωζώνης», και «αυτές οι εξελίξεις δεν μπορούν και δεν πρέπει να αγνοηθούν ούτε από τους εργαζόμενους ούτε από τις επιχειρήσεις». Στη συνέχεια, ο Παπαδήμος προδιέγραψε μια πολιτική παραπέρα συρρίκνωσης όλων των μισθών, προκειμένου να καλυφθεί το έλλειμμα ανταγωνιστικότητας.
Περιμένοντας την απάντηση Παπαδήμου, οι συνεργάτες του Τσίπρα του είχαν έτοιμη τη δική του τοποθέτηση (λέμε «του είχαν έτοιμη», διότι ο Τσίπρας δεν σκαμπάζει τίποτα από Οικονομικά και απλώς παπαγαλίζει αυτά που του γράφουν). «Γνωρίζετε» –είπε απευθυνόμενος στον Παπαδήμο– «ότι η ανταγωνιστικότητα τιμής καθορίζεται από τρεις παράγοντες, από το μοναδιαίο κόστος εργασίας, αλλά και από τα περιθώρια κέρδους, καθώς και την ονομαστική σταθμισμένη συναλλαγματική ισοτιμία. Δηλαδή η αντιπληθωριστική πολιτική της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας είναι αυτή που έχει φταίξει περισσότερο από ό,τι οι εργαζόμενοι που έχουν υψηλές αποδοχές»!
Κατά τον Τσίπρα, λοιπόν, πρώτο υπάρχει «κόστος εργασίας», δεύτερο αποτελεί καθοριστικό παράγοντα της ανταγωνιστικότητας, τρίτο οι εργαζόμενοι στην Ελλάδα έχουν υψηλές αποδοχές, αλλά, τέταρτο, αυτές έχουν φταίξει λιγότερο από την αντιπληθωριστική πολιτική της ΕΚΤ.
Μετά απ’ αυτή την επί της αρχής συμφωνία με τον Παπαδήμο, ο Τσίπρας εξέφρασε τη διαφωνία του: «Είχαμε αύξηση του μοναδιαίου κόστους, αλλά η χώρα μας παραμένει πίσω από όλες τις άλλες χώρες της Ευρωζώνης σε σχέση με το μοναδιαίο κόστος εργασίας, ενώ στο περιθώριο κέρδους είμαστε πρώτοι από όλες της χώρες της Ευρωζώνης». Εξέφρασε, επίσης, διαφωνία και στον τρόπο υπολογισμού του «κόστους εργασίας»: «Επίσης, επιτρέψτε μου να σας πω ότι η Τράπεζα της Ελλάδος δεν χρησιμοποιεί τον καθιερωμένο δείκτη κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος. Υπολογίζεται το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος ως ποσοστό -κλάσμα του ΑΕΠ ως προς το μισθωτό και όχι ως προς τον απασχολούμενο, γεγονός που τείνει στο να υποεκτιμάται συστηματικά η παραγωγικότητα της εργασίας, ενώ το μοναδιαίο κόστος εργασίας, που είναι αντιστρόφως ανάλογο της παραγωγικότητας, εμφανίζεται υψηλότερο από όσο πράγματι είναι».
Ο Παπαδήμος, που παίζει αυτά τα θέματα στα δάχτυλα και δεν χρειάζεται να παπαγαλίζει με ακαταλαβίστικο τρόπο απόψεις που του έγραψαν άλλοι, τον τάπωσε: «Διάφοροι δείκτες του κόστους εργασίας υπολογίζονται με διαφορετικούς τρόπους και επομένως μπορεί να οδηγήσουν σε κάποιο διαφορετικό αποτέλεσμα. Ακριβώς γι’ αυτό το λόγο χρησιμοποίησα και αναφέρθηκα στις εισαγωγικές παρατηρήσεις μου στην απάντηση που σας έδωσα στα ερωτήματα σας, δείκτες που έχουν δημοσιευθεί από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, που είναι εναρμονισμένοι ώστε να υπολογίζουν με τον ίδιο ακριβώς τρόπο την ανταγωνιστικότητα του κόστους σε όλες τις χώρες της Ευρωζώνης».
Ποιο ήταν το αποτέλεσμα αυτής της συζήτησης; Οτι δυο πολιτικοί συμφωνούν ότι πρέπει να βελτιωθεί η ανταγωνιστικότητα, συμφωνούν ότι το «κόστος εργασίας» αποτελεί βασικό παράγοντα για τη διαμόρφωση της «ανταγωνιστικότητας», αλλά διαφωνούν στην ερμηνεία του ελληνικού υποδείγματος. Ποιος κερδίζει στο πεδίο της προπαγάνδας; Ο Παπαδήμος, φυσικά. Οχι μόνο, ούτε τόσο γιατί είναι πιο συγκροτημένος από τον Τσίπρα και κατέχει καλύτερα το θέμα, όσο γιατί στην ερμηνεία του ελληνικού υποδείγματος είναι πιο κοντά στην αλήθεια. Παίρνει αυτόν τον κάλπικο δείκτη, το «μοναδιαίο κόστος εργασίας», βάζει κάτω τα στοιχεία της ΕΚΤ και δημιουργεί ένα πειστικότατο μίγμα προπαγάνδας (τα παπαγαλάκια των ΜΜΕ αναλαμβάνουν στη συνέχεια να το κάνουν «λιανά»). Ο Τσίπρας τον έχει βοηθήσει, συμφωνώντας μαζί του επί της αρχής, συμφωνώντας δηλαδή ότι αυτός ο κάλπικος δείκτης είναι ένα έγκυρο μέτρο μέτρησης της «ανταγωνιστικότητας».
Γιατί είναι κάλπικος ο δείκτης «κόστος εργασίας»; Το ερώτημα μάς πηγαίνει κατευθείαν στο «κρυμμένο μυστικό» του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Αυτό που απεκάλυψε ο Μαρξ, φέρνοντας μια επανάσταση στην οικονομική επιστήμη, σπάζοντας το μονοπώλιο των αστών οικονομολόγων και τροφοδοτώντας την εργατική τάξη με επιστημονικά εργαλεία θεώρησης της θέσης της μέσα στο καπιταλιστικό σύστημα.
Η αστική πολιτική οικονομία εμφανίζει τα πράγματα σαν το κέρδος να προκύπτει από το κεφάλαιο. Σαν να είναι, δηλαδή, η νόμιμη απολαβή του καπιταλιστή, που με το κεφάλαιο που επένδυσε, την εξυπνάδα και την επιχειρηματική τακτική του δικαιούται να πάρει αυτό το μερίδιο. Ευνόητο είναι, συνεπώς, η εργασία να βαφτίζεται στοιχείο κόστους, όπως ακριβώς το κεφάλαιο που επενδύεται και αναλώνεται στη διάρκεια της παραγωγής.
Ομως, το κεφάλαιο που επενδύεται σε κτίρια, μηχανήματα, πρώτες ύλες μεταφέρει μόνο ένα τμήμα της αξίας του στο παραγόμενο προϊόν (αναλώνεται). Μόνο η εργατική δύναμη έχει την ιδιότητα να παράγει μια αξία μεγαλύτερη από την αξία της. Αυτή την αξία, που ο Μαρξ ονόμασε υπεραξία, την κλέβουν οι καπιταλιστές και απ’ αυτή την υπεραξία δημιουργείται το κέρδος (στη σφαίρα της κυκλοφορίας, όπου η υπεραξία «πραγματοποιείται»).
Η αστική πολιτική οικονομία έχει κάθε λόγο να μιλά για «κόστος εργασίας». Γιατί έτσι όχι μόνο κρύβει την κλοπή της υπεραξίας από τους κεφαλαιοκράτες, αλλά ταυτόχρονα βρίσκει την ευκαιρία να επιτίθεται ενάντια στους εργατικούς μι- σθούς ρίχνοντάς τους κάτω από την αξία της εργατικής δύναμης (δηλαδή, ρίχνοντας τους μισθούς κάτω από τα έξοδα συντήρησης της εργατικής οικογένειας). Ο εργάτης, ενώ είναι ο μοναδικός παραγωγός νέας αξίας, δηλαδή ο μοναδικός παραγωγός του κοινωνικού πλούτου, εμφανίζεται σαν να είναι ένα στοιχείο του κόστους, που με την αδηφαγία του ρίχνει έξω την επιχείρηση και ευρύτερα την οικονομία. Ζητάει και παίρνει ολοένα και μεγαλύτερο μισθό, μισθό που δεν τον δικαιούται, με αποτέλεσμα να ρίχνει την ανταγωνιστικότητα, να χάνονται αγορές, να κλείνουν επιχειρήσεις.
Αυτό είναι το αποτέλεσμα της θεωρίας του «κόστους εργασίας». Μιας θεωρίας που την έχουν αποδεχτεί εδώ και δεκαετίες οι γραφειοκράτες συνδικαλιστές, που τους ακούμε να μιλούν συνεχώς για «κόστος εργασίας» και να τσακώνονται στα τηλεπαράθυρα με αστούς πολιτικούς, με καπιταλιστές τύπου Μίχαλου και με ξεσκολισμένους δημοσιογράφους και οικονομολόγους, οι οποίοι στο τέλος καταφέρνουν να κλέψουν την παράσταση. Γιατί όταν εμφανίζεις τους εργατικούς μισθούς σαν κόστος, είναι εύκολο, ιδιαίτερα σε περιόδους κρίσης, να αποδείξεις ότι πρέπει να μειωθούν για ν’ αυξηθεί η ανταγωνιστικότητα. Ιδιαίτερα σε χώρες μέσης καπιταλιστικής ανάπτυξης σαν την Ελλάδα, που δεν έχουν τα παραγωγικά πλεονεκτήματα των χωρών του μονοπωλιακού καπιταλισμού.
Οι αστοί –δικαίως– δε θα συγκρίνουν την Ελλάδα με τη Γερμανία ή τη Γαλλία, αλλά θα τη συγκρίνουν με τη Βουλγαρία, τη Ρουμανία, την Ουγγαρία κ.ά. Και τότε είναι εύκολο ν’ αποδείξουν ότι πρέπει να μειωθεί το «κόστος εργασίας». Οπως ακριβώς έκανε ο Παπαδήμος με τον Τσίπρα, ο οποίος εμφανίστηκε ως ένας ηθικολόγος που δεν θέλει να μειω- θούν οι εργατικοί μισθοί. Ομως, ακόμα και ένας στυγνός τεχνοκράτης σαν τον Παπαδήμο ξέρει να απαντά και στο πεδίο της ηθικολογίας. Δηλώνει ότι και αυτός στενοχωριέται από τη μείωση των μισθών, δηλώνει ότι επιθυμεί διακαώς να έχουν οι εργαζόμενοι καλές απολαβές, όμως οι αριθμοί δεν του το επιτρέπουν. Βάζει στη ζυγαριά από τη μια τους εργατικούς μισθούς και από την άλλη το μέλλον της οικονομίας, από το οποίο –όπως λέει– δεν εξαρτώνται μόνο οι μισθοί όσων εργάζονται, αλλά και η δυνατότητα των ανέργων, που βρίσκονται σε χειρότερη θέση, να βρουν δουλειά. Το αποτέλεσμα είναι να επικρατεί ανάμεσα και στους εργαζόμενους σύγχυση, καθώς αρκετοί βλέπουν τον εαυτό τους σαν βάρος, σαν «κόστος», ενώ αναπτύσσονται καθυστερημένες αντιλήψεις ανάμεσα στους ανέργους, ιδιαίτερα στους νεότερους που ψάχνουν απελπισμένα για μια θέση εργασίας.
Να γιατί η εργατική τάξη πρέπει να πετάξει μακριά αυτή τη σάπια θεωρία και τους φορείς της (τύπου Τσίπρα και σίας) και να διεκδικήσει αυτά που δικαιούται ως παραγωγός του κοινωνικού πλούτου. Οχι μόνο ένα καλύτερο μεροκάματο και καλύτερες εργασιακές σχέσεις, αλλά ολόκληρο τον κοινωνικό πλούτο που συσσωρεύτηκε χάρη στη δική της εργασία.
ΥΓ: Για τα «κατορθώματα» του Περισσού σ’ αυτό το πεδίο δες στο «Βαθύ Κόκκινο», στη σελίδα 16.
Πέτρος Γιώτης