Ας «καθαρίσουμε», καταρχάς, με την παραπολιτική πλευρά της ιστορίας του βιβλίου της Ιστορίας της ΣΤ’ Δημοτικού. Ηταν πραγματικά αξιοθρήνητος ο νέος υπουργός Παιδείας Ε. Στυλιανίδης καθώς προσπαθούσε να δικαιολογήσει τα αδικαιολόγητα, απαντώντας στις (όχι και τόσο πιεστικές) ερωτήσεις των αρμόδιων συντακτών την περασμένη Τρίτη. Τι να δικαιολογήσει ο δόλιος; Νωπές ηχούν ακόμα στ’ αυτιά μας οι απανωτές δηλώσεις της Γιαννάκου και του Καραμανλή, ότι το βιβλίο είναι έτοιμο, με ενσωματωμένες τις διορθώσεις και απλά υπήρξε μια μικρή καθυστέρηση στο τυπογραφείο.
Ο ισχυρισμός, ότι το βιβλίο απορρίφθηκε από το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο είναι από τη μια γελοίος, από την άλλη όμως δεν στερείται γενικότερου πολιτικού ενδιαφέροντος. Διότι αυτό το ίδιο ΠΙ είχε εγκρίνει το διορθωμένο βιβλίο, όπως διαβεβαίωνε η Γιαννάκου λίγο πριν τις εκλογές, δηλώνοντας ότι αυτό θα διανεμηθεί κανονικά. Οπότε, ας μην ξαναπροσπαθήσουν οι κύριοι και οι κυρίες με τους βαρύγδουπους πανεπιστημιακούς τίτλους να πείσουν ότι το ΠΙ είναι κάποιος επιστημονικός θεσμός. Ενα τσούρμο από τσιράκια της εξουσίας το στελεχώνει, που γνωμοδοτούν ανάλογα με τις εντολές της πολιτικής εξουσίας. Οσο για τα ντοκτορά τους, ας τα βάλουν εκεί που ξέρουν.
Η κυβέρνηση είχε αποφασίσει να αποσύρει το βιβλίο. Γιατί έχουμε μπει σε μια περίοδο που κάθε διαρροή προς τα δεξιά κοστίζει (η μη εκλογή της Γιαννάκου στην υπερσυντηρητική Α’ Αθήνας ήταν ένα ηχηρό καμπανάκι). Το προπαγανδιστικό επιτελείο των εκλογών έκρινε, όμως, ότι αυτό ενδεχομένως να επέφερε πλήγματα στην τακτική του «μεσαίου χώρου». Προτίμησε, λοιπόν, τη λύση της απόκρυψής του προεκλογικά (για να μη δώσει λαβή δημαγωγίας στον Καρατζαφέρη) και την απόσυρσή του μετεκλογικά, που δεν θα είχε κανένα κόστος. Στον Στυλιανίδη απλώς έλαχε το άχαρο έργο να ξεκινήσει την υπουργική του καριέρα μ’ ένα ξεγυρισμένο ξεφτίλισμα. Κάτι τέτοια, όμως, τα ‘χουν συνηθίσει οι αστοί πολιτικοί. Είναι το τίμημα για τη θέση τους.
Ο ίδιος προσπάθησε με αδέξιο τρόπο να μην πάρει θέση για το βιβλίο, διότι -όπως επαναλάμβανε αμήχανα- δεν είναι ιστορικός. Την απόφαση πήραν οι επιστήμονες, έλεγε! Την απόφαση, φυσικά, πήρε η κυβέρνηση, διατάζοντας τους υποτακτικούς της να γνωμοδοτήσουν «επιστημονικά». Αυτός ο χειρισμός, πέρα από την ουσία του βιβλίου, μας δίνει το πρώτο ασφαλές συμπέρασμα: η Ιστορία είναι επιστήμη άμεσα κοινωνική. Ενα αστικό κράτος, λοιπόν, που χρησιμοποιεί την Εκπαίδευση ως ιδεολογικό μηχανισμό αναπαραγωγής της κυρίαρχης ιδεολογίας, χειραγωγεί τη διαδικασία διδασκαλίας της Ιστορίας. Την υποτάσσει στην ιδεολογία της άρχουσας τάξης και στις ανάγκες αναπαραγωγής της κυριαρχίας της. Δεν την αφήνει στον ελεύθερο ανταγωνισμό των επιστημονικών ρευμάτων.
Ο Χριστόδουλος ήταν ο πρώτος που από το Μαϊάμι έσπευσε να συγχαρεί την κυβέρνηση για την απόσυρση του βιβλίου. Εύλογη αντίδραση. Οι παλαιάς κοπής εθνικιστές νίκησαν εκείνους που θέλησαν να «αναθεωρήσουν» τη νεοελληνική εθνικιστική ιδεολογία, πασπαλίζοντάς την με τη χρυσόσκονη του κοσμοπολιτισμού. Κέρδισαν μια μάχη, δύσκολα όμως θα κερδίσουν τον πόλεμο. Γιατί στις συνθήκες της «παγκοσμιοποίησης» και της συμμετοχής της Ελλάδας στην ΕΕ, ο κοσμοπολιτισμός, ως η δεύτερη εκδοχή της κυρίαρχης ιδεολογίας, κερδίζει αναγκαστικά έδαφος. Οπως το παπαδαριό αναγκάστηκε να αποδεχτεί τη μη αναγραφή του θρησκεύματος στις ταυτότητες, έτσι θ’ αναγκαστεί ν’ αποδεχτεί κάποια στιγμή και άλλα πράγματα. Τι σχέση, όμως, έχουν αυτά με την ιστορική αλήθεια;
Εδώ και ένα χρόνο σχεδόν διεξάγεται μια δημόσια αντιπαράθεση που δεν έχει καμιά σχέση με την υπεράσπιση της Ιστορίας ως επιστήμης. Μια διαμάχη εθνικιστών και κοσμοπολιτών, που κρύβει τη μεγάλη αλήθεια, ότι και τα δυο αυτά ρεύματα είναι εξίσου αντιδραστικά στο πεδίο της επιστήμης, ότι συνιστούν τα δυο πρόσωπα του Ιανού, της κυρίαρχης ιδεολογίας. Η ομάδα της Ρεπούση και το «λόμπι» των πανεπιστημιακών που τη στήριξε προσπάθησαν να εκσυγχρονίσουν κάπως τον νεοελληνικό εθνικό μύθο. Προσέξτε: να τον εκσυγχρονίσουν, όχι να τον αντικαταστήσουν με την ιστορική αλήθεια και με μια μέθοδο προσέγγισής της από τα νέα παιδιά που πρωτοέρχονται σ’ επαφή με την Ιστορία.
Το νταβαντούρι των εθνικισταράδων έγινε για το Κρυφό Σχολειό, την Αγία Λαύρα και το «συνωστισμό» της Σμύρνης. Η ουσία του νεοελληνικού εθνικισμού, όμως, η αντιεπιστημονική θεωρία της «αδιάσπαστης συνέχειας του Ελληνισμού» (λες και τα έθνη είναι εξωιστορικές κατηγορίες) υπηρετείται πιστά και από το σύγγραμμα της ομάδας Ρεπούση. Και βέβαια, εκείνο που κυριαρχεί (και) σ’ αυτό το βιβλίο είναι η εξωταξική αντίληψη για την Ιστορία. Η ταξική πάλη δεν υπάρχει, εξαφανίζεται μέσα σε διάσπαρτα γεγονότα τα οποία εμφανίζονται περίπου ως τυχαία. Ολόκληρες περίοδοι (όπως αυτή της Αντίστασης και του Εμφύλιου) εξοβελίζονται εντελώς (τρεις σελίδες στο βιβλίο, εκ των οποίων οι δύο με φωτογραφίες). Η στήριξη του μοναρχοφασιστικού στρατού από Αγγλους και Αμερικανούς στον Εμφύλιο επίσης εξαφανίζεται, για να μείνει απλά η ιδέα μιας… παράλογης αδελφοκτόνας σύρραξης. Αντίθετα, υπάρχει ολόκληρο κεφάλαιο με τον τίτλο «Κατανοώ τη συμμετοχή της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Ενωση». Ο μαθητής πρέπει από τα μικρά του χρόνια να γαλουχηθεί στην υπεράσπιση των επιλογών της ελληνικής κεφαλαιοκρατίας, πρέπει να μάθει όχι να «κατανοεί», αλλά να αγαπά το ευρωπαϊκό διιμπεριαλιστικό μόρφωμα.
Πέρα απ’ αυτά (και πολλά ακόμη, που ο χώρος δεν επιτρέπει να παρατεθούν), ένα τεράστιο ζήτημα ανοίγει και η διδακτική μέθοδος που ακολουθεί αυτό το βιβλίο. Μια μέθοδος που ακολουθείται ευρύτερα στην εκπαίδευση και που οι ειδικοί την αποκαλούν «κονστρουκτιβιστική» ή «ιμπρεσιονιστική». Μια μέθοδος που μας έρχεται κατευθείαν από τους λεγόμενους νεοθετικιστές, οι οποίοι (με κοιτίδα κυρίως τα αμερικάνικα πανεπιστήμια) αναβιώνουν αυτό το αντιδραστικό φιλοσοφικό ρεύμα. Ο χώρος δεν μας επιτρέπει να αναφερθούμε εν εκτάσει σ’ αυτή την πλευρά. Περιοριζόμαστε έτσι να σημειώσουμε ότι στόχος της είναι ο παραμερισμός της κριτικής σκέψης, η φαλκίδευση της γνώσης και η αντικατάστασή της από ένα σύνολο αποσπασματικών πληροφοριών. Πρόκειται για επιστροφή της αστικής εκπαίδευσης στο μεσαίωνα, με την άρνηση των διδαγμάτων του αστικού διαφωτισμού. Για παράδειγμα, από τα Μαθηματικά εξοβελίζεται ό,τι έχει σχέση με την απόδειξη και αντικαθίσταται από μια συνεχή παράθεση αξιωμάτων (σε λίγο θα διδάσκουν τους μαθητές ότι «αυτό είναι τόσο, γιατί τόσο το υπολόγισε το κομπιούτερ»). Από την Ιστορία εξοβελίζεται η ορθολογική αφήγηση (έστω και χωρίς ταξική τοποθέτηση) και αντικαθίσταται από… κλασικά εικονογραφημένα. «Η βασική ύλη συνδυάζει το κείμενο με τις ιστορικές πηγές, σε αναλογία που ανατρέπει την πρωτοκαθεδρία του κειμένου», έλεγε καμαρώνοντας η κ. Ρεπούση («Καθημερινή», 1.4.07).
Ετσι, η εκπαίδευση απομακρύνεται ακόμη περισσότερο από την παιδεία (δηλαδή την κατάκτηση της γνώσης), η γνώση γίνεται ολοένα και πιο αποσπασματική και υπηρετεί την παραπέρα «μερικοποίηση» του ανθρώπου, όπως ακριβώς απαιτούν από τη μια η καπιταλιστική παραγωγή (ο «μερικοποιημένος» εργαζόμενος είναι ο φτηνός εργαζόμενος) και από την άλλη η διαιώνιση της αστικής κυριαρχίας.
Πέτρος Γιώτης