«Ο Τραμπ προκαλεί αναταραχή, επιτίθεται στη Γερμανία, προσπαθεί να την αποκόψει από την υπόλοιπη Ευρώπη, απειλεί την ευρωπαϊκή άμυνα. Η Λεπέν κηρύσσει το τέλος της ΕΕ και ακόμη και του ΝΑΤΟ. Βρισκόμαστε ενώπιον μιας διπλής επίθεσης, τόσο από το εξωτερικό όσο και από το εσωτερικό. Ο Τραμπ και η Λεπέν είναι οι δυο όψεις του ίδιου κινδύνου. Και έως τώρα δεν υπήρξε καμιά αντίδραση εκ μέρους μας. Αυτή ήταν η απάντηση που περίμενα, ακόμη και αν θα προτιμούσα να ήταν προϊόν μιας ευρύτερης πολιτικής συζήτησης. Επιτέλους, η Γερμανία δείχνει διατεθειμένη να αναλάβει εκείνον τον ηγετικό ρόλο που δεν είχε θελήσει ποτέ να ασκήσει στο παρελθόν. Λέω μόνο ένα πράγμα: καιρός ήταν!».
Ο Ρομάνο Πρόντι έσπευσε να χαιρετίσει από τις στήλες της «κεντροαριστερής» «Ρεπούμπλικα» τη δήλωση της Ανγκελα Μέρκελ, στο περιθώριο της συνόδου κορυφής της ΕΕ στη Βαλέτα της Μάλτας, ότι «τα τελευταία χρόνια έδειξαν πως θα υπάρξει μια ΕΕ πολλών ταχυτήτων και ότι δεν πρέπει να συμμετέχουν πάντα όλες οι χώρες-μέλη στα ίδια στάδια της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης». Η Μέρκελ, βέβαια, είχε εξηγήσει ότι «η συνοχή της Ευρώπης» μπορεί να εξασφαλιστεί «όταν οι χώρες-μέλη δεν υποχρεώνονται να συμμετέχουν σε όλα τα στάδια της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης» και είχε φέρει ως παράδειγμα τη ζώνη του ευρώ, στην οποία δε συμμετέχουν όλες οι χώρες-μέλη της ΕΕ. Ολοι, όμως, κατάλαβαν ότι αυτό που είπε δεν ήταν το αυτονόητο, αυτό που ήδη συμβαίνει, αλλά κάτι καινούργιο. Κάτι που βάζει φρένο στη διαδικασία της «ολοκλήρωσης» και οδηγεί σε μια κατεύθυνση πιο κοντά στο παλιό πρότυπο της ΕΟΚ. Αλλωστε, και μόνο η χρήση του όρου «πολλές ταχύτητες» από τη γερμανίδα καγκελάριο, ενός όρου «απαγορευμένου» μέχρι τώρα από τους «φεντεραλιστές» (μεταξύ των οποίων και η αστική πλειοψηφία των «ευρωλιγούρηδων» στην Ελλάδα), δεν ήταν τυχαία.
Στις 25 του ερχόμενου Μάρτη, απ' αφορμή τη συμπλήρωση 60 χρόνων από τις συνθήκες της Ρώμης, με τις οποίες ιδρύθηκαν η Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (ΕΟΚ) και η Ευρωπαϊκή Κοινότητα Ατομικής Ενέργειας (ΕΥΡΑΤΟΜ), με τη συμμετοχή έξι χωρών (Γερμανία, Γαλλία, Ιταλία, Βέλγιο, Ολλανδία, Λουξεμβούργο), οι ηγέτες της σημερινής ΕΕ θα ξανασυγκεντρωθούν στην «Αιώνια Πόλη» για να υπογράψουν μια διακήρυξη που θα αναφέρεται σ' αυτό που η Μέρκελ περιέγραψε ως «Ευρώπη πολλών ταχυτήτων».
Αν και ακόμα δε έχουμε καμιά ιδέα για το τι θα περιλαμβάνει αυτή η διακήρυξη, πρέπει να παρατηρήσουμε ότι από μια διακήρυξη μέχρι τη Συνθήκη υπάρχει τεράστια απόσταση. Η ΕΕ είναι συγκροτημένη επί τη βάσει συνθηκών, με τελευταία στη σειρά αυτή της Λισαβόνας, που έχουν περάσει στη συνταγματική τάξη των χωρών-μελών της, σε αρκετές περιπτώσεις ακόμα και με δημοψηφισματικές διαδικασίες. Επομένως, όποιο κι αν είναι το περιεχόμενο της κυοφορούμενης Διακήρυξης της Ρώμης, αυτή θα αποτελεί περισσότερο μια πολιτική ατζέντα, παρά ένα επεξεργασμένο οικονομικό σχέδιο, που θ' αλλάξει μέσα σε τακτό χρονικό διάστημα τη δομή της ΕΕ. Παρά ταύτα, οι «ευρωπαϊστές» σαν τον Πρόντι πανηγυρίζουν προκαταβολικά για την «Ευρώπη του μέλλοντός μας», η οποία θα περιγραφεί εν σπέρματι στη Διακήρυξη της Ρώμης το Μάρτη.
Υποψιαζόμαστε ότι θα πρόκειται για περιγραφή αυτού που ήδη ισχύει, τυλιγμένου σ' ένα ωραίο αμπαλάζ, προς προεκλογική χρήση των αντι-λεπενιστών στη Γαλλία, των αντι-εναλλακτικών στη Γερμανία και των αντι-πενταστεριστών στην Ιταλία. Δηλαδή, της παραδοσιακής Δεξιάς και της Σοσιαλδημοκρατίας, που αντιμετωπίζουν πρόβλημα από τη Λεπέν, από την AfD, από το «Κίνημα 5 Αστέρων». Γιατί δεν υπάρχει περίπτωση μέσα σ' ένα μήνα και μάλιστα εν μέσω προεκλογικών περιόδων, να γίνει οτιδήποτε ουσιαστικό στην κατεύθυνση της περιγραφής έστω των αναγκαίων τροποποιήσεων της Συνθήκης της ΕΕ, ώστε αυτή να γίνει λιγότερο «ομοσπονδιακή» και περισσότερη «χαλαρή» για να χωράει τις «ιδιαίτερες εθνικές επιλογές». Θα περιγράψουν αυτό που είπε η Μέρκελ: συμμετοχή ανάλογα με το αντικείμενο. Αλλες χώρες θα συμμετέχουν στο ευρώ, άλλες στην κοινή άμυνα, άλλες στην τραπεζική ένωση κ.ο.κ. Μόνο που για να θεσπιστούν τέτοιου είδους σχέσεις εντός της ΕΕ θα χρειαστούν χρόνια διαπραγματεύσεων και εκτεταμένες αλλαγές στη Συνθήκη και στο παράγωγο Δίκαιο. Προεκλογικά, βέβαια, αυτό μπορεί να λειτουργήσει ως επιχείρημα κατά των λεγόμενων «ευρωσκεπτικιστών». Να πουν, δηλαδή, ότι οι ίδιες οι ηγέτριες δυνάμεις της ΕΕ και πρωτίστως η Γερμανία οδηγούνται στην αποδοχή μιας συμμετοχής αλά καρτ στα διάφορα επίπεδα της ΕΕ.
Αυτό δε σημαίνει, όμως, ότι όλα βαίνουν καλώς στην Ευρωλάνδη. Το Brexit, μολονότι η Βρετανία δε συμμετείχε στη ζώνη του ευρώ και είχε ήδη πετύχει αρκετές εξαιρέσεις από τους κοινούς ευρωενωσίτικους κανόνες, υπήρξε αναμφισβήτητα ένα πλήγμα για την ΕΕ. Η απειλή ενός «εμπορικού» πολέμου από την πλευρά των ΗΠΑ δημιουργεί αβεβαιότητα στην ΕΕ (ακόμα δεν ξέρουν τι θα γίνει τελικά). Η Λεπέν προσπαθεί να ξυπνήσει την «εθνική υπερηφάνεια» του γαλλικού ιμπεριαλισμού, ενώ και ο Μακρόν επιδίδεται σε αντιγερμανική ρητορική. Τα ίδια κάνει ο Γκρίλο στην Ιταλία, ενώ ο Ρέντσι (πριν ακόμα παραιτηθεί) ήγειρε ζητήματα ενάντια στη «γερμανική λιτότητα» και είναι σίγουρο ότι θα επανέλθει, ενόψει εκλογών.
Η ανισόμετρη ανάπτυξη του καπιταλισμού στο ιμπεριαλιστικό του στάδιο έφερε τη Γερμανία σε ηγεμονική θέση έναντι των άλλων βασικών ιμπεριαλιστικών κέντρων της «γηραιάς ηπείρου», οπότε είναι λογικό να οξυνθεί ο διιμπεριαλιστικός ανταγωνισμός, καθώς οι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις που έχασαν έδαφος προσπαθούν να το ανακτήσουν. Μπορεί αυτή η όξυνση του διιμπεριαλιστικού ανταγωνισμού να οδηγήσει στη διάλυση της ΕΕ; Θεωρητικά ούτε αυτό μπορεί να αποκλειστεί, χωρίς να μπορεί να προβλεφτεί (αυτή τη στιγμή) πώς ακριβώς θα εξελιχθεί ο ανταγωνισμός και από ποια στάδια θα περάσει. Το μόνο βέβαιο είναι πως δεν πρόκειται να φτάσουμε σε κάποια «ολοκλήρωση», σε ένα υπερ-ιμπεριαλιστικό κράτος, όπως προέβλεπαν πριν από μερικά χρόνια διάφοροι αγράμματοι οπαδοί ενός «καουτσκισμού χωρίς των Κάουτσκι». Αν επιβεβαιώνεται κάτι -για μια ακόμα φορά- είναι η θεωρία του Λένιν για τη φύση του ιμπεριαλισμού, ο οποίος θεωρητικά τείνει προς ένα παγκόσμιο υπερμονοπώλιο, όμως πρακτικά αυτή η πορεία ποτέ δεν ολοκληρώνεται, γιατί την εμποδίζουν όλες οι αντιθέσεις που χαρακτηρίζουν το μονοπωλιακό καπιταλισμό.
Περιττεύει να σημειώσουμε ότι η Ευρώπη είναι ήδη «πολλών ταχυτήτων». Και δεν αναφερόμαστε μόνο στα διαφορετικά επίπεδα ισχύος ανάμεσα στις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, που παράγουν συνεχώς φυγόκεντρες τάσεις, αλλά κυρίως στο διαχωρισμό ανάμεσα στον ιμπεριαλιστικό «πυρήνα» και στην εξαρτημένη «περιφέρεια», ανάμεσα στις χώρες του μονοπωλιακού καπιταλισμού και στις χώρες μέσης καπιταλιστικής ανάπτυξης (μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα). Ενόψει αυτής της πραγματικότητας, η οποία αποσιωπάται από την αστική προπαγάνδα, το ερώτημα είναι αν μια μελλοντική χαλάρωση στους αυστηρούς κανόνες συγκρότησης της ΕΕ θα επιφέρει χαλάρωση και στις σχέσεις εξάρτησης.
Η απάντηση είναι όχι. Γιατί οι σχέσεις εξάρτησης υπήρχαν πολύ πριν δημιουργηθεί η ΕΕ και θα εξακολουθήσουν να υπάρχουν ακόμα και αν η ΕΕ διαλυθεί «εις τα εξ ων συνετέθη». Οι σχέσεις εξάρτησης παράγονται από τον ίδιο το μονοπωλιακό καπιταλισμό και όχι από τις διιμπεριαλιστικές συμφωνίες τύπου ΕΕ. Σ' αυτό το θέμα θα χρειαστεί κάποια στιγμή να επανέλθουμε, γιατί η μνημονιακή πολιτική και ιδεολογική κρίση έχει παράξει διάφορα «φρούτα», όπως τους οπαδούς της «εξόδου από το ευρώ», που αφήνουν στο απυρόβλητο τον ελληνικό καπιταλισμό, λες και αυτός μπορεί να υπάρξει και να διαιωνίζεται χωρίς την εξάρτησή του από τα μονοπώλια των ιμπεριαλιστικών χωρών (με ή χωρίς ευρώ, εντός ή εκτός ΕΕ).
Και για να ολοκληρώσουμε αυτή τη σύντομη ανάλυση, ας θέσουμε ένα τελευταίο ερώτημα: μπορούν οι διιμπεριαλιστικές αντιθέσεις να λειτουργήσουν προς όφελος των λαών; Ναι, αλλά μόνο υπό τον όρο της ύπαρξης ενός ισχυρού επαναστατικού κινήματος, που επιτίθεται στον καπιταλισμό με αξιώσεις νίκης, σε μια ή περισσότερες χώρες. Ενα αδυνατισμένο -λόγω αντιθέσεων ανάμεσα στους διάφορους πόλους του- ιμπεριαλιστικό στρατόπεδο μπορεί να γίνει παράγοντας που θα λειτουργήσει επικουρικά υπέρ του επαναστατικού κινήματος, όταν αυτό υπάρχει. Οταν, όμως, απουσιάζει ένα τέτοιο κίνημα, τότε κάθε προσπάθεια «κίνησης» ανάμεσα στις αντιθέσεις μεταξύ των ιμπεριαλιστών, θα καταντήσει αναπόφευκτα στήριξη ενός από τα ιμπεριαλιστικά στρατόπεδα σε βάρος των άλλων.
Πέτρος Γιώτης