Στην προεκλογική περίοδο για τις εκλογές του Σεπτέμβρη του 2015, ο Λαφαζάνης κυκλοφόρησε το γνωστό χιουμοριστικό σποτάκι με πρωταγωνιστή τον ίδιο που έμπαινε στο ταξί κι έλεγε «Νομισματοκοπείο, κύριε». Προσπαθούσε να αποσείσει την κατηγορία ότι ο ίδιος και τα στελέχη που αποχώρησαν από τον ΣΥΡΙΖΑ και συγκρότησαν τη ΛΑΕ είχαν εισηγηθεί στην κυβέρνηση σχέδιο κατάληψης με έφοδο του Νομισματοκοπείου και κοπής χρήματος (ευρώ), με το οποίο θα έσπαγαν τον τσαμπουκά της ΕΚΤ και των ιμπεριαλιστών δανειστών.
Τις φήμες αυτές τις κυκλοφορούσε το γκεμπελικό επιτελείο του Μαξίμου και τις αναπαρήγαγε το σύνολο των αστικών ΜΜΕ. Εκείνη την περίοδο οι «κακοί» ήταν οι λαφαζανικοί, ενώ οι Τσιπροκαμμένοι ήταν οι «καλοί», που έστω και την τελευταία στιγμή έσωσαν τη χώρα από την καταστροφή, με τη βοήθεια της ΝΔ, του ΠΑΣΟΚ και του Ποταμιού, που μαζί με τους ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ σχημάτισαν μια συμπαγή μνημονιακή πλειοψηφία, σε μέγεθος που το ζήλεψαν ο Γιωργάκης, ο Παπαδήμος και οι Σαμαροβενιζέλοι, καθώς επί των δικών τους μνημονιακών ημερών τέτοια πλειοψηφία ουδέποτε σχηματίστηκε. Μολονότι και τότε κατηγορούσαν τον Τσίπρα για ερασιτεχνισμό και τεράστια λάθη που ζημίωσαν την ελληνική οικονομία, τα κύρια βέλη στρέφονταν ενάντια στους Λαφαζανικούς και τον Βαρουφάκη. Αυτοί ήταν οι εχθροί που μηχανεύονταν την έξοδο από το ευρώ.
Ακόμα και ένας πρωτοετής οικονομικής σχολής γνωρίζει ότι η κοπή ευρώ από το ελληνικό Νομισματοκοπείο, χωρίς την έγκριση της εκδότριας τράπεζας (της ΕΚΤ και του εν Ελλάδι παραρτήματός της, της ΤτΕ), θα ισοδυναμούσε με παραχάραξη νομίσματος, πράξη που διώκεται διεθνώς και επισύρει τις πιο βαριές ποινές (για τον καπιταλισμό η παραχάραξη νομίσματος είναι βαρύτερη από έγκλημα πολέμου). Ο Λαφαζάνης, αφού επί μέρες μιλούσε για προβοκάτσια σε βάρος του και σε βάρος της «Αριστερής Πλατφόρμας» (η ΛΑΕ δεν είχε συγκροτηθεί ακόμα), όταν τον έδωσε στεγνά ο Τσίπρας, αναγκάστηκε να παραδεχτεί ότι είχε κάνει μια «άλλη» πρόταση: «αρμοδίως κατέθεσα την σκέψη να αξιοποιηθούν, με Πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου, τα 20 περίπου δισ. σε χαρτονομίσματα που βρισκόταν στο δίκτυο της Κεντρικής Τράπεζας, αν χρειαστεί και χωρίς την άδεια της ΕΚΤ, με το βασικό αιτιολογικό της επιβίωσης της οικονομίας και του λαού, πράγμα, άλλωστε, που συνιστά το υπέρτατο, κατά το Σύνταγμα και τον Καταστατικό Χάρτη του ΟΗΕ, καθήκον κάθε κυβέρνησης».
Σχολίαζε τότε η «Κόντρα» σε άρθρο της στο φύλλο της 1ης Αυγούστου του 2015: Είναι δυνατόν να είναι τόσο φτηνιάρηδες οι της «Αριστερής Πλατφόρμας»; Είναι δυνατόν να πίστευαν ότι μπορεί να εκβιάσουν την εκδότρια τράπεζα του ευρώ, την ΕΚΤ, η οποία διαχειρίζεται τα συναλλαγματικά αποθέματα πανίσχυρων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων, αρπάζοντας από ένα υποκατάστημά της, την ΤτΕ, ένα απόθεμα χαρτονομισμάτων ύψους 20 δισ.; Γιατί, βέβαια, αρπαγή θα ήταν να δεσμεύσει η κυβέρνηση αυτά τα λεφτά χωρίς την έγκριση της ΕΚΤ. Με μια απλή κίνηση η ΕΚΤ θα ακύρωνε τα συγκεκριμένα χαρτονομίσματα (έχει τους αριθμούς) και αυτά αμέσως θα μετατρέπονταν σε «πέτσινα». Δε θα ίσχυαν για καμιά διεθνή συναλλαγή και στην πραγματικότητα θα αποτελούσαν ένα παράλληλο εσωτερικό νόμισμα, το οποίο σε χρόνο ρεκόρ θα υποτιμούνταν. Οι τύποι αυτοί, συνυπεύθυνοι για την εξαπάτηση του ελληνικού λαού από τον ΣΥΡΙΖΑ, είναι και φτηνιάρηδες και τυχοδιώκτες. Στόχος τους είναι να μπορέσουν να στήσουν ένα κόμμα στ’ αριστερά του ΣΥΡΙΖΑ, που θα σπεκουλάρει με την «επιστροφή στο εθνικό νόμισμα», λέγοντας το ένα ψέμα πάνω στο άλλο.
Η εκτίμησή μας για την (αδημιούργητη ακόμα) ΛΑΕ επιβεβαιώθηκε απόλυτα, όμως δεν είναι αυτό το θέμα μας. Το θέμα μας είναι η «παιδική χαρά» που λειτουργούσε ως κυβέρνηση εκείνη την περίοδο. Οταν ο Λαφαζάνης παραδέχεται ότι πρότεινε να πάρουν με τσαμπουκά τα 20 δισ. ευρώ της ΕΚΤ και να τα χρησιμοποιήσουν ως ρευστότητα του κράτους, γιατί να μην έχει προτείνει ο Βαρουφάκης την έκδοση «παράλληλου μέσου συναλλαγής»; Οπως λέει, τη μεγαλοφυή ιδέα την παρουσίασε για πρώτη φορά στους Τσίπρα, Παππά και Δραγασάκη, όταν τον φώναξαν από την Αμερική για να του προτείνουν να αναλάβει υπουργός των Οικονομικών στην κυβέρνηση που θεωρούσαν σίγουρο ότι θα σχηματίσουν. Οι δύο πρώτοι ενθουσιάστηκαν -πάντα κατά την αφήγηση Βαρουφάκη- ο τρίτος ζήτησε να του στείλει γραπτή την πρόταση. Είναι πολύ πιθανό να έγινε έτσι. Οι δύο πρώτοι δε σκαμπάζουν γρι από Οικονομικά και το μόνο που τους ένοιαζε ήταν να χρησιμοποιήσουν έναν «σταρ» στην κυβέρνηση. Ο τρίτος, που ξέρει Οικονομικά, κατάλαβε τι παπάρα ήταν όλο αυτό το σχέδιο, κι απέφυγε να μπει στην ουσία, ζητώντας γραπτή εισήγηση.
Δε θα ασχοληθούμε με τις παραπολιτικές λεπτομέρειες της υπόθεσης, το αν ο Βαρουφάκης έκανε σχετική εισήγηση στο υπουργικό συμβούλιο ή σε κάποια άτυπη μάζωξη κυβερνητικών στελεχών (συνεχώς γίνονταν τέτοιες στο Μαξίμου). Αν η εισήγηση έγινε στο υπουργικό συμβούλιο, πρέπει να είναι γραμμένη στα πρακτικά (εκτός αν «μαϊμούδισαν» και τα πρακτικά που υποχρεωτικά κρατιούνται στις συνεδριάσεις του υπουργικού συμβούλιου). Και θα δηλώσουμε από την αρχή πως το μόνο που ένοιαζε τους Τσιπραίους ήταν πώς θα κρατηθούν στην εξουσία, χωρίς καμιά διάθεση να συγκρουστούν με την ελληνική αστική τάξη ή να προκαλέσουν ρήξη με τους ευρωπαίους ιμπεριαλιστές και να οδηγηθούν σε αποχώρηση από το ευρώ. Οταν σχημάτισαν κυβέρνηση, είχαν ήδη -προ πολλού- εγκαταλείψει το προπαγανδιστικό σλόγκαν «το ευρώ δεν είναι φετίχ» (Τσίπρας) και είχαν αποδεχτεί τη βασική επιλογή του εξαρτημένου ελληνικού καπιταλισμού.
Η μνημονιακή αντιπολίτευση προσπαθεί να βγάλει από τη μύγα ξύγκι, επικαλούμενη τα όσα περιγράφει ο Βαρουφάκης για το σχέδιό του. Βρήκε τους Τσιπραίους σε μια περίοδο κοινωνικής απομόνωσής τους και προσπαθεί να τους χτυπήσει «κάτω από τη ζώνη», εκμεταλλευόμενη και τις αναφορές των Ρέγκλινγκ-Σόιμπλε, ότι με την πολιτική του πρώτου εξάμηνου του 2015 οι Τσιπροκαμμένοι προκάλεσαν μεγάλη ζημιά στην ελληνική οικονομία. Το ότι ήταν αποφασισμένοι να κλείσουν συμφωνία με τους ευρωπαίους ιμπεριαλιστές φάνηκε εκ του αποτελέσματος. Οταν δεν είχαν άλλο χρονικό περιθώριο, υπέγραψαν και την ταπεινωτική συμφωνία στο Eurosummit στις 12-13 Ιούλη του 2015, και δύο αντιλαϊκά πολυνομοσχέδια με τα οποία έκλεινε η τελευταία αξιολόγηση του δεύτερου Μνημόνιου, και το τρίτο Μνημόνιο με πρόσθετα αντιλαϊκά μέτρα, υπό τους πανηγυρισμούς του συνόλου της αστικής τάξης, που εκτίμησε ιδιαίτερα το γεγονός ότι ο Τσίπρας πήρε το «όχι» του δημοψηφίσματος και το μετέτρεψε σε «ναι» μέσα σε λίγες ώρες.
Αλλο αυτό, όμως, άλλο η σημερινή πολιτική σπέκουλα της ΝΔ, του ΠΑΣΟΚ και του Ποταμιού και άλλο να λέμε ότι οι ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ έκαναν «σκληρή διαπραγμάτευση» εκείνο το εξάμηνο. Οπως σημειώναμε τότε (όχι κατόπιν εορτής, αλλά έγκαιρα, πηγαίνοντας κόντρα στο ρεύμα), ο μόνος με τον οποίο διαπραγματεύονταν ήταν ο ελληνικός λαός. Εψαχναν τρόπο να κάνουν τη μεγάλη κωλοτούμπα χωρίς να δεχτούν πολιτικό πλήγμα. Κι επειδή δεν μπορείς να κρατάς δυο καρπούζια στην ίδια μασχάλη (και το λαό να κοροϊδεύεις και συμφωνία με τους ιμπεριαλιστές να αναζητάς), συμπεριφέρονταν σαν τάξη νηπιαγωγείου.
Γιατί τι άλλο εκτός από πολιτικό νηπιαγωγείο είναι σχέδιο σαν αυτό του Βαρουφάκη για το «παράλληλο μέσο πληρωμών»; Προτάσεις καλές για να παραμυθιάζεις το ενθουσιώδες κοινό της «κάτω πλατείας» στο Σύνταγμα, που ονειρευόταν ειρηνικές επαναστάσεις (ένα είδος πολιτικού χιπισμού), όχι όμως για να διαχειριστείς μια καπιταλιστική οικονομία και ένα αστικό κράτος. Ως άσκηση σε φοιτητές οικονομικής σχολής, προκειμένου να αντιληφθούν τη διαδικασία της νομισματικής κυκλοφορίας, μπορεί να στεκόταν το σχέδιο Βαρουφάκη. Οχι όμως ως πρακτικά εφαρμόσιμη νομισματική πολιτική σε μια εξαρτημένη καπιταλιστική χώρα, η οποία έχει εκχωρήσει τη νομισματική της πολιτική σε έναν υπερεθνικό τραπεζικό οργανισμό (ΕΚΤ), ο οποίος ελέγχεται ασφυκτικά από τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις και ειδικά από τη Γερμανία (όποιος γνωρίζει τη νομισματική ιστορία της ΕΕ γνωρίζει πως από το μάρκο φτάσαμε στο ευρώ). Αυτού του τύπου ο τσαμπουκάς, αν γινόταν πράξη, θα κρατούσε μόνο λίγες μέρες (ούτε μήνα). Οι ιμπεριαλιστές θα στραγγάλιζαν τον ελληνικό καπιταλισμό εν ριπή οφθαλμού. Κι αυτό δεν το ήθελαν οι Τσιπροκαμμένοι, γι' αυτό και ο Βαρουφάκης την κατάλληλη στιγμή πήρε πόδι και ο τσαμπουκάς του «παράλληλου μέσου πληρωμών» δεν εφαρμόστηκε ποτέ.
Η σύγκρουση με την ιμπεριαλιστική εξάρτηση δεν είναι ζήτημα νομισματικής πολιτικής. Δεν είναι καν ζήτημα της αστικής διαχείρισης, η οποία ξέρει πόσα «κιλά» ζυγίζει ο ελληνικός καπιταλισμός στο ευρωενωσίτικο «χρηματιστήριο». Η σύγκρουση με την ιμπεριαλιστική εξάρτηση είναι ζήτημα της προλεταριακής επανάστασης και μόνον αυτής.
Πέτρος Γιώτης