Είναι γνωστή μια παροιμιώδης φράση του Κωνσταντίνου Καραμανλή: «Στην πολιτική υπάρχουν πράγματα που λέγονται και δεν γίνονται και πράγματα που γίνονται και δεν λέγονται». Σ’ αυτή τη φράση πρέπει να γίνει μια προσθήκη: Στην αστική πολιτική υπάρχουν πράγματα που γίνονται, λέγονται, αλλά δεν αποδεικνύονται (και τελικά κουκουλώνονται).
Πώς γίνεται για παράδειγμα κάποιοι να μπαίνουν στην αστική πολιτική «ξεβράκωτοι» και να βρίσκονται με αμύθητες περιουσίες; Αλλά και για εκείνους που προέρχονται από πολιτικά τζάκια, αν ανατρέξει κανείς στον γενάρχη του τζακιού, θα ανακαλύψει ότι «ξεβράκωτος» ξεκίνησε, έχτισε το τζάκι και οι επίγονοι το συνέχισαν, δυναμώνοντας ή αποδυναμώνοντάς το. Ποιος μπορεί ν’ αποδείξει, όμως, τις λαμογιές που κάνουν όλοι αυτοί; Μολονότι είσαι σίγουρος γι’ αυτό, έτσι και το πεις ή το γράψεις δημόσια, σε τυλίγουν σε μια κόλλα χαρτί και πλέον (με τον φασιστικής έμπνευσης νόμο Βενιζέλου) σου παίρνουν ό,τι έχεις και δεν έχεις.
Η αστική πολιτική είναι από μόνη της μια κατηγορία στις καπιταλιστικές μπίζνες. Ο ρόλος της έχει προκύψει ιστορικά, μετά τις αστικές επαναστάσεις και τη βασανιστική διαμόρφωση του κοινοβουλευτικού συστήματος ως συστήματος εξουσίας που μπορεί να αποσπάσει τη συναίνεση της εργατικής τάξης και των υπόλοιπων εργαζόμενων μαζών. Οσοι μπαίνουν στην αστική πολιτική πρέπει να πληρώνονται καλά για να παίξουν αυτό το ρόλο (οι ελάχιστες εξαιρέσεις απλά επιβεβαιώνουν τον κανόνα). Αν δεν πληρώνονταν καλά, τότε γιατί να παίξουν αυτό το ρόλο; Τα περί «μικρόβιου της πολιτικής», «πάθους για τα κοινά» και «διάθεσης ανιδιοτελούς προσφοράς» δεν είναι παρά μια μυθολογία που προορίζεται ως τροφή για αφελείς ψηφοφόρους.
Πέρα, όμως, από την γενικά καλή πληρωμή όσων κάνουν καριέρα αστού πολιτικού, υπάρχουν και οι ατομικές πληρωμές, που έχουν να κάνουν με το ρόλο που διαδραματίζει ο καθένας από τους πολιτικούς και με τη δυνατότητα που έχει να επηρεάσει την εξουσία προς την κατεύθυνση εξυπηρέτησης συγκεκριμένων ιδιωτικών (καπιταλιστικών) συμφερόντων. Οι βουλευτές εντάσσονται σε «λόμπι» που στηρίζουν καπιταλιστικές επιχειρήσεις, οι οποίες τους ανταμείβουν για τη βοήθεια που τους προσφέρουν. Οι υπουργοί παίρνουν μίζες γιατί μπορούν με μια απλή υπογραφή να δημιουργήσουν κέρδη για μια καπιταλιστική επιχείρηση. Οι μίζες κλιμακώνονται στα πιο χαμηλά κλιμάκια της πολιτικής εξουσίας και φτάνουν μέχρι και σε κλιμάκια της μόνιμης δημόσιας διοίκησης.
Ολ’ αυτά αποτελούν κοινό μυστικό σ’ ολόκληρο τον καπιταλιστικό κόσμο, όμως –επειδή οι βρομοδουλειές κρύβονται καλά– δεν συζητιούνται παρά μόνο σε στενούς κύκλους και πάντοτε ιδιωτικά. Αν κάποιος υπαινιχθεί κάτι για συνολική διαφθορά, τότε αντιμετωπίζει την κατηγορία του λαϊκιστή, αν όχι του φασίστα. Οι φασίστες είναι το αγαπημένο άλλοθι της αστικής πολιτικής, καθώς οι δικές τους αντικοινοβουλευτικές-δικτατορικές απόψεις τσουβαλιάζονται με τις αντικοινοβουλευτικές-επαναστατικές απόψεις.
Εκ των πραγμάτων αναπτύσσεται μια αντίφαση ανάμεσα στον θεσμικό ρόλο που διαδραματίζει η αστική πολιτική, προς όφελος του συνόλου της αστικής τάξης, και στον εξωθεσμικό ρόλο που παίζουν οι εκπρόσωποι της αστικής πολιτικής, προς όφελος ιδιωτικών καπιταλιστικών συμφερόντων. Οταν ευνοείται μια καπιταλιστική επιχείρηση ή μια ομάδα καπιταλιστικών επιχειρήσεων, αποκτά πλεονεκτήματα έναντι των ανταγωνιστών της. Αυτοί συνήθως αντι- δρούν ζητώντας ευνοϊκή μεταχείριση και για πάρτη τους, σε μια άλλη δουλειά. Ασκούν, δηλαδή, ένα είδος εκβιασμού, ζητώντας να υπάρξει μια ισορροπία, η οποία κατά κανόνα εξασφαλίζεται. Οταν η αντίφαση δεν διευθετείται, έρχεται η ώρα της αποκάλυψης κάποιου σκανδάλου.
Τα σκάνδαλα είναι η εξαίρεση από τον κανόνα. Είναι οι υποθέσεις που αποκαλύπτονται, είτε εξαιτίας του καπιταλιστικού ανταγωνισμού που οδηγεί σε αλληλοκαρφώματα, είτε εξαιτίας του πολιτικού ανταγωνισμού μεταξύ των κομμάτων ή και μεταξύ ομάδων στο εσωτερικό ενός κόμματος, είτε εξαιτίας τυχαίων παραγόντων. Οταν ξεσπάσει ένα σκάνδαλο, καταβάλλεται προσπάθεια να κουκουλωθεί άμεσα, όμως αυτό δεν είναι πάντα τόσο εύκολο, είτε γιατί είναι πάρα πολλοί οι εμπλεκόμενοι και δεν μπορούν να ελεγχθούν όλοι, είτε γιατί είναι ισχυρά τα συμφέροντα που συγκρούονται, είτε γιατί πρέπει να βρεθεί ένας τρόπος να κατασιγαστεί η λαϊκή αγανάκτηση.
Υπό το γενικό πρίσμα που περιγράφτηκε παραπάνω πρέπει να δούμε και τη σκανδαλολογία (προς το παρόν έχουμε μόνο σκανδαλολογία) των τελευταίων ημερών, που αφορά τους Μεϊμαράκη, Βουλγαράκη, Λιάπη. Από τους τρεις οι δύο είναι ήδη τελειωμένοι πολιτικά, ενώ ο τρίτος έχει κορυφαίο θεσμικό ρόλο (πρόεδρος της Βουλής), ενώ έχει διατελέσει και υπουργός Αμυνας. Αν η υπόθεση μείνει μόνο στους ισχυρισμούς κάποιων καπιταλιστών, που ο ένας έριξε τον άλλο, η υπόθεση θα κλείσει. Αν συνεχίσουν να ψάχνουν (άνοιγμα λογαριασμών κ.λπ.), τότε δεν αποκλείεται να έχουμε επανάληψη της υπόθεσης Τσοχατζόπουλου. Θυμίζουμε ότι και ο Τσοχατζόπουλος αρχικά είχε απαλλαγεί για το σκάνδαλο των TOR-M1, με πόρισμα εξεταστικής επιτροπής της Βουλής, με νεοδημοκρατική πλειοψηφία. Στη συνέχεια, ενώ πολιτικά είχε τελειώσει, κινήθηκαν οι δικαστικοί μηχανισμοί, άνοιξαν λογαριασμούς και βρήκαν ό,τι βρήκαν.
Δεν είμαστε σε θέση, βάσει των όσων έχουν δει το φως της δημοσιότητας, να πούμε τι ακριβώς «παίζεται» αυτή την περίοδο. Τυχαίο δεν είναι σίγουρα, αλλά οι στοχεύσεις δεν έχουν γίνει καθαρές. Το μεγάλο πλήγμα το δέχεται ο Μεϊμαράκης (γι’ αυτόν παίζει και κουμπαριά και καταλαβαίνετε τους συνειρμούς) και μέσω αυτού ο Σαμαράς, που τον τοποθέτησε σε ρόλο μαντρόσκυλου στη Βουλή, για να ελέγχει την ΚΟ της ΝΔ. Εδώ θα είμαστε, θα παρακολουθούμε τις εξελίξεις και θα τις σχολιάζουμε.
Ενα, όμως, δεν πρέπει να ξεχνάμε. Οτι για τη βαρβαρότητα που βιώνει ο ελληνικός λαός δεν φταίνε κάποια λαμόγια της πολιτικής, αλλά το ίδιο το καπιταλιστικό σύστημα. Οσα και να φάνε τα λαμόγια της πολιτικής, δεν φτάνουν αυτά που τρώνε οι καπιταλιστές, ντόπιοι και ξένοι. Οι καπιταλιστές τους ταΐζουν, δεν μοιράζονται μαζί τα κέρδη. Οι πολιτικοί έρχονται και παρέρχονται, όμως οι καπιταλιστές μένουν. Μπορεί να υπάρξει ηθικός καπιταλισμός; Αυτό το ερώτημα πρέπει να θέσουμε και η απάντηση είναι όχι. Ο καπιταλισμός, πέραν των άλλων, έχει την ανηθικότητα στο DNA του. Αλλωστε, θεμέλιο του καπιταλισμού είναι η ανήθικη κλοπή της υπεραξίας των εργατών. Αυτή η κλοπή, όμως, παρουσιάζεται σαν το αντίθετό της. Σαν πράξη ηθική, σαν ανταμοιβή του καπιταλιστή για την επιχειρηματική «μαγκιά» του.
Η «Κόντρα» έχει αποδείξει ότι δεν ξεπερνά κανένα σκάνδαλο με τη λογική «ένοχο είναι το σύστημα». Εχει αποκαλύψει σκάνδαλα, έχει αφιερώσει χώρο στα μεγάλα σκάνδαλα κι αυτό θα συνεχίσει να το κάνει. Εκτός από την αντικαπιταλιστική γενικολογία, όμως, εξίσου επικίνδυνη είναι η στενή σκανδαλολογία, η αντιμετώπιση των σκανδάλων ως παρεκτροπών που αφορούν κάποια άτομα ή κάποιες ομάδες ατόμων και όχι ως εγγενούς στοιχείου ενός συστήματος που πρέπει να καταστραφεί.
Πέτρος Γιώτης