«Το πρόβλημα της κοινωνικής ασφάλισης στη χώρα μας είναι πρόβλημα πόρων και εσόδων και όχι παροχών. Αν δεν στραφεί σ’αυτή την κατεύθυνση η συζήτηση, δεν υπάρχει έδαφος και λόγος συζητήσεων».
Η παραπάνω δήλωση έγινε από τον πρόεδρο της ΓΣΕΕ Γ. Παναγόπουλο και αποτυπώνει με τον καλύτερο τρόπο την τοποθέτηση της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας μπροστά στη νέα αντιασφαλιστική επίθεση. Διαβάζοντας βιαστικά τη δήλωση, κάποιος θα έλεγε ότι δεν περιέχει τίποτα το επιλήψιμο. Στην πραγματικότητα, όμως, αποτελεί μια καλοστημένη παγίδα, που σκοπό έχει να σύρει τους εργαζόμενους στα βαλτόνερα του «πολιτικού και κοινωνικού διαλόγου», από τα οποία θα βγουν έχοντας αφήσει κάποια ακόμη ασφαλιστικά τους δικαιώματα, τα οποία θα προστεθούν σε όλα εκείνα που έχουν χάσει από το 1990 μέχρι το 2002, με διαδοχικούς αντιασφαλιστικούς νόμους των κυβερνήσεων ΝΔ και ΠΑΣΟΚ.
Υποτίθεται πως το δεύτερο σκέλος αυτής της άποψης («δεν είναι πρόβλημα παροχών») αποτελεί απάντηση σε εκείνους που θεωρούν ότι οι ασφαλιστικές παροχές στη χώρα μας είναι πλουσιοπάροχες. Οπως π.χ. ο διοικητής της ΤτΕ Ν. Γκαργκάνας ή ο διοικητής του ΙΚΑ Ν. Μέργος που την περασμένη Τετάρτη χαρακτήρισε «γενναιόδωρες» τις ασφαλιστικές παροχές του ΙΚΑ (όπου το 71% των συνταξιούχων παίρνει σύνταξη μέχρι 600 ευρώ και το 81% μέχρι 750 ευρώ)!! Περιέχει, όμως, και κάτι άλλο, πιο σημαντικό αυτή η τοποθέτηση. Περιέχει τη διατήρηση του status quo. Θεωρεί πως το σημερινό επίπεδο παροχών του ΙΚΑ είναι ικανοποιητικό για εργαζόμενους και συνταξιούχους! Αλλιώς, θα έλεγε ότι στην Ελλάδα υπάρχει πρόβλημα άθλιων παροχών του Ασφαλιστικού.
Μ’ αυτή την τοποθέτηση η συνδικαλιστική γραφειοκρατία αποδέχεται τους αντιασφαλιστικούς νόμους της περιόδου 1990-2002, οι οποίοι αύξησαν τα όρια ηλικίας, αύξησαν τις εισφορές και μείωσαν τις συντάξεις. Ακόμα και αυτή την εξευτελιστική κατώτερη σύνταξη του ΙΚΑ, η οποία έχει πέσει πολύ κάτω από τα 20 ημερομίσθια ανειδίκευτου εργάτη, που ήταν μια βάση-ταμπού, ένα αίτημα που χρειάστηκαν πολύχρονοι αγώνες για να κατακτηθεί. Οχι μόνο αποδέχεται τους αντιασφαλιστικούς νόμους, αλλά επιπρόσθετα εγκαταλείπει αιτήματα, τα οποία ακόμα βρίσκονται στα προγράμματα των συνεδρίων της. Οπως για παράδειγμα το αίτημα για μείωση όλων των ορίων ηλικίας κατά 5 έτη, που έχει διατυπωθεί εδώ και τουλάχιστον 20 χρόνια (ας αναλογιστούμε πόσο αυξήθηκαν η παραγωγικότητα και η εντατικότητα της εργασίας στη διάρκεια αυτών των δεκαετιών) και συνδέεται ευθέως όχι μόνο με την εξασφάλιση μιας καλύτερης ποιότητας ζωής για τους εργαζόμενους και την επιμήκυνση του προσδόκιμου επιβίωσης, αλλά και με τη μείωση της ανεργίας, η οποία στο ίδιο χρονικό διάστημα έχει υπερδιπλασιαστεί (χωρίς να λογαριάζουμε τη μη καταγραφόμενη ανεργία).
Το πρώτο σκέλος της τοποθέτησης της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας («είναι πρόβλημα πόρων και εσόδων») δεν είναι ξεκομμένο από το δεύτερο. Αντίθετα, το εμπεριέχει. Ξεκινά την αναζήτηση πόρων και εσόδων με την παραδοχή ότι το σημερινό επίπεδο παροχών είναι τουλάχιστον ικανοποιητικό. Δηλαδή, οι εργαζόμενοι εκ προοιμίου εκχωρούν οριστικά αυτά που τους άρπαξαν οι κυβερνήσεις, παρά τις αντιδράσεις και τις αντιστάσεις που ανέπτυξαν. Υπογράφουν συνθήκη παράδοσης σε έναν πόλεμο που ποτέ δεν παραδέχτηκαν την ήττα τους, αλλά προσδοκούσαν ότι θα επανέλθουν με όρους νίκης.
Ομως, και στο σκέλος των πόρων και εσόδων οι εργαζόμενοι ξεκινούν με την υπογραφή ενός ακόμη ταπεινωτικού όρου. Αποδέχονται την οριστική διαγραφή των άνω των 100 δισ. ευρώ κλεμμένων από τα Ταμεία τους και ειδικά από το ΙΚΑ, από το 1951 που ιδρύθηκε και άρχισε να λειτουργεί, μέχρι σήμερα που η ληστεία συνεχίζεται. Κλεμμένα αποθεματικά, άρνηση του κράτους να ανταποκριθεί στις νομοθετημένες υποχρεώσεις του, φόρτωμα στο ΙΚΑ κρατικής προνοιακής πολιτικής, εισφοροδιαφυγή και εισφοροκλοπή κ.λπ. κ.λπ. Η συνδικαλιστική γραφειοκρατία δεν λέει λέξη για τα κλεμμένα, μολονότι θα έπρεπε να τα θέσει ως προαπαιτούμενο, αν εκπροσωπούσε ένα στοιχειώδη διεκδικητικό ρεφορμισμό. Δεν αισθάνεται την ανάγκη να μιλήσει γι’ αυτό το θέμα έστω προσχηματικά, για να χαϊδέψει κάπως τ’ αυτιά των εργαζόμενων.
Τι εννοεί, λοιπόν, όταν θέτει «πρόβλημα πόρων και εσόδων»; Για να το καταλάβουμε, πρέπει να πάμε πέντε χρόνια πίσω, την εποχή που ψηφιζόταν ο νόμος Ρέππα. Τότε, η ΓΣΕΕ συμφώνησε πλήρως στη ρύθμιση με τους Ρέππα και Χριστοδουλάκη. Διέγραψαν όλα τα κλεμμένα (τα ξεπούλησαν έναντι πινακίου φακής, έναντι κάποιων ασήμαντων ποσών που υποτίθεται ότι θα δίνονταν με τη μορφή κρατικών ομολόγων, σημαντικό μέρος των οποίων δεν έχει δοθεί καν) και απεφάνθησαν ότι το πρόβλημα χρηματοδότησης του ΙΚΑ λύθηκε για τα επόμενα 30 χρόνια (μέχρι το 2032), με τη θέσπιση ετήσιας επιχορήγησης από τον κρατικό προϋπολογισμό, ύψους 1% του ΑΕΠ. Φυσικά, και αυτή η υποχρέωση του κράτους δεν τηρήθηκε, όμως αυτό δεν θα μας απασχολήσει εδώ, γιατί και να τηρούνταν και πάλι τίποτα δεν θ’ άλλαζε. Η ίδια η ΓΣΕΕ, τρία περίπου χρόνια μετά την πανηγυρική συμφωνία της στην «επίλυση του προβλήματος πόρων του ΙΚΑ για την επόμενη τριακονταετία» και αφού στο μεταξύ άλλαξε η κυβέρνηση, «ανακάλυψε» ξαφνικά ότι το 1% του ΑΕΠ ετησίως δεν επαρκεί και πρέπει σ’ αυτό να προστεθεί ένα 1,4% (αν θυμόμαστε καλά). Ετσι υπολόγισαν τα πράγματα οι… «τεράστιοι» αναλογιστές του ΙΝΕ/ΓΣΕΕ. Οι ίδιοι άνθρωποι που είχαν υπολογίσει πως το 1% επαρκεί. Χωρίς να έχουν μεσολαβήσει τίποτα θεαματικές αλλαγές στην οικονομική και κοινωνική δομή της χώρας. Κοντολογίς, πρόκειται καταρχάς για ανθρώπους εντελώς αναξιόπιστους.
Ομως, και αξιόπιστοι να ήταν οι υπολογισμοί τους, ο εγκλωβισμός στη λογιστική λογική οδηγεί τα ασφαλιστικά δικαιώματα σε σφαγή. Γιατί το σκέλος των εσόδων δεν ελέγχεται καθόλου από τους εργαζόμενους. Δεν ελέγχεται η αύξηση της ανεργίας, η εισφοροδιαφυγή και εισφοροκλοπή, τα «κρυφά» ελλείμματα που θα προκύψουν από τις συγχωνεύσεις, η μη τήρηση των υποχρεώσεων του κράτους κ.λπ. Ετσι, όχι μόνο θα απεμποληθούν εκ των προτέρων όλες οι χρονίζουσες ασφαλιστικές διεκδικήσεις, όχι μόνο θα γίνει εκ των προτέρων αποδεκτό ως ικανοποιητικό το σημερινό άθλιο επίπεδο ασφαλιστικών παροχών, αλλά θα υπάρχει συνεχής πίεση για παραπέρα μείωση παροχών, λόγω των νέων ελλειμμάτων που αναπόφευκτα θα δημιουργηθούν (και μόνο η εξαφάνιση των αποθεματικών αρκεί για να θεωρείται σίγουρος ο νέος κύκλος ελλειμμάτων).
Οι εργαζόμενοι, λοιπόν, «εκπροσωπούμενοι» από τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία, οδηγούνται σε ένα «διάλογο», σε μια διαπραγμάτευση, με χειροπέδες. Σ’ ένα παιχνίδι που θα έχουν χάσει από τα αποδυτήρια. Αυτό είναι το προδιαγεγραμμένο αποτέλεσμα της λογιστικής προσέγγισης, που αναγορεύει τους εργαζόμενους σε συνυπεύθυνους για τη διαχείριση μιας «επιχείρησης» της οποίας ουδέποτε υπήρξαν ιδιοκτήτες, ουδέποτε καθόρισαν τους όρους λειτουργίας, ούτε υπάρχει περίπτωση να τους καθορίσουν. Η λογιστική προσέγγιση υπηρετεί τη λογική της κεφαλαιοκρατίας. Η ταξική προσέγγιση που υπηρετεί τη λογική των εργαζόμενων υπαγορεύει τη… θρησκευτική προσήλωση στις ασφαλιστικές ανάγκες.
Πέτρος Γιώτης