Εκεί καταντήσαμε, δυστυχώς. Ο περιβόητος Νταν Φριντ, στέλεχος του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, επικαλούμενος την ιδιότητα του ιστορικού, να παραδίδει μαθήματα. Και να ‘χει δίκιο, όταν λέει ότι υπάρχει μακεδονικό έθνος και μακεδονική γλώσσα, η οποία μάλιστα διδάσκεται στο Ινστιτού-το του αμερικάνικου ΥΠΕΞ. Και στην Ελλάδα να ξεσηκώνεται γενική αγανάκτηση από την… ιταμή πρόκληση του Φριντ. «Την ύπαρξη “μακεδονικής εθνότητας» και “γλώσσας” υποστηρίζει η αμερικάνικη κυβέρνηση, επιβεβαιώνοντας περίτρανα ότι ενθαρρύνει εθνικισμούς και αδιαλλαξία», έγραφε έμπλεως οργής ο «Ριζοσπάστης» (8.4.08). «Μακεδονική εθνότητα και γλώσσα στηρίζει ο Φριντ!», σιγοντάριζε η «Ελευθεροτυπία» την ίδια μέρα. Για «ανιστόρητους και προβοκατόρικους ισχυρισμούς του Ντ. Φριντ», έκανε λόγο ο «Ριζοσπάστης» και την επόμενη μέρα. Στο ίδιο μήκος κύματος και ο υπόλοιπος Τύπος, όλων των αποχρώσεων. Και τα γκάλοπ να καταγράφουν κάτι εφιαλτικά ποσοστά αποδοχής της κυρίαρχης «γραμμής».
Εκεί φτάσαμε, επειδή ένα ζήτημα της Ιστορίας μετατράπηκε σε ζήτημα της διπλωματίας, σε ζήτημα κρατικών ανταγωνισμών. Γιατί το αν στη γειτονική μας χώρα κατοικεί ένα ξεχωριστό-διακριτό έθνος, που μιλά μια ξεχωριστή-διακριτή γλώσσα (ανεξάρηττα από το πως ονομάζεται και το έθνος και η γλώσσα) είναι ένα ιστορικό δεδομένο, που καμιά πολιτική σκοπιμότητα, καμιά ιμπεριαλιστική συμφωνία ή συνθήκη μπορεί ν’ αλλάξει. Οπως δεν άλλαξε η συνθήκη της Λωζάνης το ιστορικό γεγονός ότι στη Θράκη κατοικούν και Τούρκοι, οι οποίοι έχουν τουρκική εθνική συνείδηση και μιλούν την τουρκική γλώσσα. Οπως το σιδερένιο χέρι του τουρκικού κράτους δε μπορεί να ξεριζώσει την κουρδική εθνική συνείδηση, ούτε να εξαφανίσει την κουρδική γλώσσα από την καθημερινή επικοινωνία των κατοίκων του υπόδουλου Κουρδιστάν.
Οταν η ελληνική Βουλή, στις ένδοξες μέρες της «αλλαγής», αποφάσιζε να επιτρέψει τον επαναπατρισμό των πολιτικών προσφύγων του Εμφύλιου, τον επέτρεψε μόνο για τους «έλληνες το γένος». Ποιου «γένους» ήταν αυτοί των οποίων τον επαναπατρισμό απαγόρευσε; Ολοι το ξέρουμε, αλλά κάνουμε το κορόιδο. Ολοι ξέρουμε πως η απαγόρευση αφορούσε εκείνους τους πολιτικούς πρόσφυγες που εμείς αποκαλούσαμε Σλαβομακεδόνες, ενώ οι ίδιοι αυτοπροσδιορίζονται εθνικά ως Μακεδόνες. Και μόνο αυτό το γεγονός αρκεί για να ξεσκίσει τη μάσκα της υποκρισίας στην οποία είναι τυλιγμένη –δυστυχώς– η μεγάλη πλειοψηφία του ελληνικού λαού, έχοντας καταπιεί το χαρμάνι εθνικισμού και αρχαιοκαπηλείας που της σερβίρουν. Οποια απόφαση κι αν αναγκαστεί η Δημοκρατία της Μακεδονίας να υπογράψει για το όνομά της, το ιστορικό γεγονός δεν πρόκειται ν’ αλλάξει. Η πλειοψηφία των κατοίκων της, Σλάβοι στην καταγωγή, θα εξακολουθήσουν να αυτοπροσδιορίζονται ως Μακεδόνες και η γλώσσα που μιλούν, σλαβικό ιδίωμα, θα εξακολουθήσει να ονομάζεται μακεδονική. Ούτε Ανωμακεδόνες θα ονομάζονται ούτε Νεομακεδόνες. Και είναι δικαίωμά τους να ονομάζονται Μακεδόνες, όπως «πολιτογραφήθηκαν» οι πρόγονοί τους από τον 19ο αιώνα, όπως ακριβώς οι νεοέλληνες αυτοπροσδιορίστηκαν ως Ελληνες.
Αναφερόμενοι στα αστικά κόμματα δε μπορούμε να μιλήσουμε για ντροπή. Ο μεγαλοϊδεατισμός, η αρχαιοπληξία και η αρχαιοκαπηλεία είναι χαρακτηριστικά που συνοδεύουν την ελληνική αστική τάξη και το πολιτικό της προσωπικό. Ούτε αναφερόμενοι στην κοινοβουλευτική-καθεστωτική αριστερά θα μιλήσουμε για ντροπή. Διότι αυτή, και στις δυο της εκδοχές, έχει προ δεκαετιών αποβάλει κάθε στοιχείο επαναστατικότητας και διεθνισμού. Η ντροπή είναι της εργατικής τάξης και του λαού της Ελλάδας, που για μια φορά ακόμη σέρνονται πίσω από τις τρύπιες σημαίες των εκμεταλλευτών τους.
Θα επιχειρήσουμε σ’ αυτό και στο επόμενο φύλλο να δώσουμε μερικά ψήγματα Ιστορίας σχετικά με το ζήτημα που δηλητηριάζει την κοινωνική συνείδηση των εργαζόμενων. Πριν τα στοιχεία, όμως, ας ξεκαθαρίσουμε ένα επιστημονικό θέμα.
Ούτε το σύγχρονο μακεδονικό έθνος έλκει το γένος από τους αρχαίους Μακεδόνες, ούτε το σύγχρονο ελληνικό έθνος από τους αρχαίους Ελληνες. Το έθνος, ως κοινωνιολογική κατηγορία, ήταν άγνωστο στον αρχαίο δουλοκτητικό κόσμο, όπου άλλωστε κυριαρχούσε η πόλη-κράτος. Το έθνος είναι δημιούργημα της αγοράς, είναι δημιούργημα του καπιταλισμού, από τότε που αυτός άρχισε να γίνεται κυρίαρχο οικονομικό σύστημα στο πλαίσιο της αποσυντιθέμενης φεουδαρχίας. Οταν η αστική τάξη έγινε και πολιτικά κυρίαρχη, είχαμε την εμφάνιση του έθνους-κράτους. Το εθνικό ζήτημα είναι αντικείμενο της Ιστορίας και της Κοινωνιολογίας, ενώ η φυλετική καταγωγή, η συνέχεια δηλαδή από αρχαίους λαούς σε σύγχρονους, είναι αντικείμενο επιστημών, όπως η Εθνολογία, η Λαογραφία κ.ά. Με τον ίδιο τρόπο που οι «δικοί μας» εθνικιστές προσπαθούν να κρύψουν τη δημιουργία του ελληνικού έθνους από ελληνικά, αρβανίτικα, σλαβικά και βλάχικα φύλα (τα οποία ομογενοποιήθηκαν και εξελίχθηκαν σε έθνος στο πλαίσιο της οθωμανικής αυτοκρατορίας), ενεργούν και οι εθνικιστές της Μακεδονίας, χρησιμοποιώντας σύμβολα της αρχαίας μακεδονικής δυναστείας και αναφορές σε μια ιστορική εποχή που ως παράδοση δεν ανήκει ούτε στους νεοέλληνες ούτε στους νεομακεδόνες, αλλά σε ολόκληρη την ανθρωπότητα. Η αστική τάξη, όμως, έχει ανάγκη από έναν εθνικό μύθο, για να συγκροτεί την κυριαρχία της επί του έθνους και να διαιωνίζει την εκμετάλλευση της εργαζόμενης πλειοψηφίας του. Οσοι έζησαν την εθνικιστική φρενίτιδα των αρχών της δεκαετίας του ‘90, θα θυμούνται ασφαλώς κάποιους «σοβαρούς» πολιτικούς και άλλους δημοσιολογούντες της χώρας μας, που αποφαίνονταν με ύφος χιλίων ιστορικών, ότι οι κάτοικοι της σλαβικής Μακεδονίας είναι απόγονοι των… αρχαίων Δαρδάνων, εχθρών των αρχαίων Μακεδόνων, γι’ αυτό και η χώρα τους θα πρέπει να ονομαστεί… Δαρδανία! Για τέτοια επιστημονική γελοιότητα μιλάμε.
Είναι γνωστό ότι στο πλαίσιο του ρωμαϊκού, του βυζαντινού και του οθωμανικού κράτους ως Μακεδονία οριζόταν μια γεωγραφική περιοχή τα διοικητικά όρια της οποίας δεν ήταν σταθερά, αλλά αυξομειώνονταν ανάλογα με τις ανάγκες της κάθε αυτοκρατορίας. Στην περιφέρεια αυτή, όπως και στον ευρύτερο χώρο της Βαλκανικής, άρχισαν τον 6ο αιώνα οι εισβολές των ισχυρών σλαβικών φύλων, που κατέληξαν σε μαζική εγκατάστασή τους τον 7ο αιώνα, παρά τις προσπάθειες των Βυζαντινών αυτοκρατόρων να την αποτρέψουν. Από ένα από τα πρώτα σλαβικά φύλα, που είχε εγκατασταθεί στο Νότο της Βαλκανικής, προέκυψε βασικά το σλαβικό μακεδονικό έθνος. Ενα έθνος διακριτό από το σερβικό και το κροατικό, αλλά και το βουλγαρικό. Επ’ αυτού δεν χρειάζεται να επικαλεστούμε τη σλαβομακεδονική ιστοριογραφία. Μας αρκεί ένας συντηρητικός έλληνας ιστορικός, ο ακαδημαϊκός Διονύσιος Α. Ζακυθηνός, που στη μελέτη του «Οι Σλάβοι εν Ελλάδι, Συμβολαί εις την Ιστορίαν του Μεσαιωνικού Ελληνισμού» (έκδοση 1945) έγραφε:
««Διότι οι σλαβόφωνοι της δυτικής και βορείου Μακεδονίας, οι περιελθόντες εις την Ελλάδα και εις την Σερβίαν, ουδεμίαν σχέσιν έχουν προς τους Σέρβους ή τους Βουλγάρους, αλλ’ είναι υπολείμματα των παλαιοτάτων μεταναστευτικών κινήσεων των Σλάβων, οι οποίαι συνετελέσθησαν πολύ προ της εμφανίσεως και της προς Νότον προωθήσεως και των Βουλγάρων και των Σέρβων. Καθ’ όσον τουλάχιστον δυνάμεθα να κρίνωμεν εκ των τοπωνυμίων, υφίσταται άμεσος γλωσσική συγγένεια μεταξύ των σημερινών Μακεδονοσλάβων και των σλαβικών φύλων, τα οποία εγκατεστάθησαν κατά τους μέσους αιώνας εις την Ελλάδα. Ως και οι υπόλοιποι Σλάβοι, τα σημερινά μακεδονικά λείψανα ανήκοντα εις τον κλάδον του Αίμου, υπέστησαν την πολιτικήν και πολιτιστικήν επίδρασιν του Βυζαντίου, ησπάσθησαν την Χριστιανικήν Θρησκείαν και επί αιώνας ολόκληρους έζησαν εντός των κόλπων της αυτοκρατορίας και του Ελληνισμού. Η προσπάθεια προσαρτήσεώς των εις τους οργανωμένους κλάδους των βαλκανικών σλαβικών συγκροτημάτων διά της δημιουργίας τεχνητής εθνικής συνειδήσεως, υπήρξε συνέπεια ευρυτέρων και καθολικωτέρων πολιτικών κινήσεων εις την χερσόνησον του Αίμου κατά τους νεωτάτους χρόνους».
Σε απλά ελληνικά, ο συντηρητικός αστός παραδέχεται την ύπαρξη διακριτού σλαβομακεδονικού έθνους και μιλά, εμμέσως πλην σαφώς, για προσπάθεια βίαιου εκσερβισμού και εκβουλγαρισμού τους, αφήνοντας απέξω, για ευνόητους λόγους, τις προσπάθειες βίαιου εξελληνισμού. Αυτό ήταν το αποτέλεσμα πρώτο της ήττας της εθνικής (με έντονα κοινωνικά χαρακτηριστικά) επανάστασης του Ιλιντεν το 1903 (οι Μακεδόνες επαναστάτες κατεσφάγησαν από τα οθωμανικά στρατεύματα) και δεύτερο των βαλκανικών πολέμων του 1912-13, μετά τη λήξη των οποίων το σλαβομακεδονικό έθνος βρέθηκε διαμοιρασμένο μεταξύ Σερβίας (Μακεδονία του Βαρδάρη), Βουλγαρίας (Μακεδονία του Πιρίν) και Ελλάδας (Μακεδονία του Αιγαίου).
Για να κλείσουμε μ’ αυτό το κεφάλαιο, θα μνημονεύσουμε τον καθηγητή R.A. Reiss, που ορίστηκε το 1914 από την ελληνική κυβέρνηση να ερευνήσει από εθνογραφική άποψη τις νέες ελληνικές επαρχίες: «Αυτούς που εσείς αποκαλείτε βουλγαρόφωνους θα τους ονόμαζα καλύτερα απλώς Μακεδόνες. Δίνετε σ’ αυτούς τους ανθρώπους το όνομα των βουλγαρόφωνων εξ αιτίας της γλώσσας τους που μοιάζει με τα βουλγαρικά. Είναι όμως αυτά βουλγαρικά, είναι η ίδια γλώσσα που μιλούν στη Σόφια; Οχι. Τα μακεδονικά μοιάζουν τόσο στα σερβικά, όσο και στα βουλγαρικά. […] Οι έρευνές μου στην ελληνική και τη σερβική Μακεδονία μου έδειξαν ότι τα πραγματικά μακεδονικά είναι προϊόν όλων των διαδοχικών κατακτήσεων που υπέστη αυτή η χώρα. […] Επαναλαμβάνω ότι η μεγάλη μάζα των κατοίκων παρέμεινε απλώς μακεδονική».
Αυτό το έθνος, λοιπόν, που βρέθηκε διαμοιρασμένο ως μειονότητα στα βασίλεια της Σερβίας, της Βουλγαρίας και της Ελλάδας, ζούσε με τον πόθο της εθνικής αποκατάστασης και υπέστη τα πάνδεινα, μερικά από τα οποία θα δούμε στο επόμενο σημείωμα.
Πέτρος Γιώτης