Τέσσερα χρόνια μετά το ξέσπασμα της παγκόσμιας καπιταλιστικής κρίσης και δυόμισι χρόνια αφότου η κυβέρνηση Παπανδρέου έβαλε τη χώρα υπό την «προστασία» της τρόικας (ΔΝΤ-ΕΕ-ΕΚΤ), τα πράγματα είναι πιο καθαρά από κάθε άλλη φορά. Ενώ, όμως, τα πράγματα είναι καθαρά, εξακολουθεί να ηγεμονεύει η σύγχυση. Και ως προς τα αίτια και το χαρακτήρα της κρίσης και ως προς τις προοπτικές εξόδου απ’ αυτή. Ειδικά στη χώρα μας το αστικό στρατόπεδο, εμφανιζόμενο με πολλά πρόσωπα, «μνημονιακά» και «αντιμνημονιακά», έχει καταφέρει να εγκλωβίσει την πλειοψηφία των εργαζόμενων και των νέων σε λογικές διαχείρισης της κρίσης, που είναι όλες το ίδιο εχθρικές για τα λαϊκά συμφέροντα.
Το κακό με τη σύγχυση, βέβαια, έχει ξεκινήσει από πολύ παλιά, πολύ πριν το ξέσπασμα της παρούσας κρίσης. Για να μην πάμε πίσω, όμως, ας περιοριστούμε στα όσα έγιναν τα τελευταία δυόμισι χρόνια.
Ποια ήταν η άποψη που κυριάρχησε όταν η κρίση χτύπησε άγρια τον ελληνικό καπιταλισμό; Οτι πρόκειται για «κρίση χρέους». Πέρασαν την ίδια στρεβλή αντίληψη που είχαν περάσει και για την παγκόσμια καπιταλιστική κρίση (ότι είναι μια κρίση στη χρηματοπιστωτική σφαίρα, που οφείλεται στην απληστία κάποιων golden boys). Θυμόμαστε όλοι ότι στη φιλολογία περί «κρίσης χρέους» δεν πρωταγωνιστού-σαν μόνο οι τότε και οι νυν κυβερνώντες, αλλά και πολλοί από τους αστέρες του βραχύβιου «αντιμνημονιακού μετώπου», οι οποίοι κατέκλυζαν τα ΜΜΕ με αναλύσεις του κώλου και περιέφεραν με σπουδαιοφανές ύφος προτάσεις περί «λογιστικού ελέγχου του χρέους» και τα παρόμοια. Μάλλον δεν χρειάζεται να θυμίσουμε, ότι ήταν τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ που πρωταγωνιστούσαν σ’ όλ’ αυτά.
Ετσι, υπήρξε από την αρχή εγκλωβισμός του ελληνικού λαού στη λογική της «κρίσης χρέους», ενώ στην πραγματικότητα είχαμε να κάνουμε με μια κλασική καπιταλιστική κρίση, μια κρίση υπερσυσσώρευσης κεφαλαίου, που αποτελεί μόνιμο σύμπτωμα του καπιταλισμού, ανεξάρτητα από την έκταση ή τη σφοδρότητα που κάθε φορά εκδηλώνεται. Η κρίση αυτή προετοιμάστηκε από άλλες μικρότερης έντασης και έκτασης κρίσεις που προηγήθηκαν και ήταν μαθηματικά βέβαιο, ότι θα εκδηλωνόταν κάποια στιγμή. Αν κάποιος ανατρέξει στην ύλη της «Κόντρας» από το πρώτο φύλλο της έκδοσής της (στα τέλη του 1996), θα διαπιστώσει ότι πάρα πολλές φορές είχαμε αναλύσει τους μηχανισμούς των καπιταλιστικών κρίσεων και είχαμε «προβλέψει» ότι κάποια στιγμή θα ξεσπούσε μια κρίση σαν αυτή του 2008. Αυτές οι ιδέες, όμως, ποτέ δεν συζητήθηκαν πλατιά, εν αντιθέσει με τις παπαριές των αστών πολιτικών και οικονομολόγων, που κατάφεραν να κάνουν τις ιδέες τους για τα αίτια της κρίσης κυρίαρχες.
Θυμόμαστε όλοι πολύ καλά πως όταν υπογραφόταν το Μνημόνιο-1 η κυβέρνηση Παπανδρέου και όλη η αστική προπαγάνδα διαβεβαίωναν πως τα όποια μέτρα αφορούν μόνο το δημόσιο τομέα («κρίση χρέους» γαρ) και θα κρατήσουν το πολύ μια διετία. Γι’ αυτό και οι εργαζόμενοι του ιδιωτικού καπιταλιστικού τομέα δεν έχουν να φοβηθούν τίποτα. Κραυγάζαμε εμείς τότε, πως δεν έχουμε να κάνουμε με στρατηγική αντιμετώπισης μιας «κρίσης χρέους», αλλά με στρατηγική διαχείρισης μιας τυπικής καπιταλιστικής κρίσης, η οποία δεν μπορεί να γίνει παρά μόνο με καταστροφή της βασικής παραγωγής δύναμης, του εργαζόμενου ανθρώπου. Φωνάζαμε για τη στρατηγική της «κινεζοποίησης», όμως εκείνες που κυριαρχούσαν ήταν οι ιδέες της διαχείρισης μιας «κρίσης χρέους». Είτε επρόκειτο για τα όσα έλεγαν ο Παπανδρέου, ο Παπακωνσταντίνου, ο Στουρνάρας (επικεφαλής του ΙΟΒΕ τότε) και οι άλλοι οπαδοί του Μνημόνιου, είτε επρόκειτο για τα όσα έλεγε ο Σαμαράς με τα διάφορα «Ζάππεια», είτε επρόκειτο για όσα έλεγαν οι «αντιμνημονιακοί» με τις «θετικές προτάσεις», τις πασπαλισμένες με ριζοσπαστική χρυσόσκονη.
Η σύγχυση ήταν πλήρης και όταν η επίθεση έγινε σφοδρότερη και φάνηκε καθαρά η στρατηγική της «κινεζοποίησης» (όρος που εισήγαγε η «Κόντρα» και που σήμερα είναι ευρύτατα αποδεκτός). Ετσι, η επίθεση βρήκε απέναντί της μια εργατική τάξη σε σύγχυση, αποδιοργανωμένη, γεμάτη αυταπάτες ότι μπορεί με πίεση πάνω στο πολιτικό σύστημα ν’ ανακοπεί η επίθεση. Μετά ήρθαν οι εκλογές και τα πράγματα έγιναν ακόμα χειρότερα, καθώς «μνημονιακοί» και «αντιμνημονιακοί» συγκρούστηκαν στα μαρμαρένια αλώνια της ψηφοσυλλογής, έχοντας δημιουργήσει ένα σκηνικό γεμάτο ψευτοδιλήμματα, χωρίς ίχνος αλήθειας.
Ολες οι προτάσεις αντιμετώπισης της «κρίσης χρέους» άρχιζαν και τελείωναν στο έδαφος του καπιταλισμού και της εξάρτησης. Ετσι παγίδευαν τον ελληνικό λαό διπλά. Από τη μια στην ψευδή άποψη της «κρίσης χρέους» (και όχι καπιταλιστικής κρίσης) και από την άλλη σε μια στρατηγική διαχείρισης αυτής της κρίσης μέσα στο πλαίσιο του καπιταλισμού. Το αποτέλεσμα ήταν να αφεθεί στις αστικές δυνάμεις που διαχειρίζονταν την κρίση τεράστιο έδαφος για να κινούνται, σκαρώνοντας συνεχείς εκβιασμούς. Φτάσαμε έτσι στις εκλογές του περασμένου Μάη και Ιού-νη με την κυριαρχία ενός βασικού ψευτοδιλήμματος: ποια είναι η καλύτερη διαχειριστική πρόταση, χωρίς να διακυβεύεται η έξοδος από την Ευρωζώνη;
Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι ακόμη και σήμερα ο ΣΥΡΙΖΑ πλασάρει ως βασική πολιτική του πρόταση τη δυνατότητα η ίδια η ιμπεριαλιστική ΕΕ ν’ αλλάξει στρατηγική διαχείρισης της κρίσης (σε μια περίοδο μάλιστα που η κρίση αγκαλιάζει –μετά την Ισπανία και την Ιταλία– και τη Γαλλία). Μόλις την περασμένη Κυριακή, σε συνέντευξή του στο «Βήμα», ο Τσίπρας έλεγε: «Η κρίση εξαπλώνεται, και η Ευρώπη δεν έχει εργαλεία να την αντιμετωπίσει. Σας υπενθυμίζω, πως στο πλαίσιο της συνολικής μας πρότασης έχουμε διατυπώσει και περιγράψει ένα σύνολο βαθιών δομικών αλλαγών που προωθούν την αντίληψη μιας άλλης Ευρώπη των λαών σε αντιδιαστολή με την σημερινή των τραπεζιτών. Αντιπροτείναμε το ευρωομόλογο, τον απευθείας δανεισμό των κρατών από την ΕΚΤ, μια συνολική ευρωπαϊκή ρύθμιση του δημόσιου χρέους των χωρών του Νότου, το μορατόριουμ στην αποπληρωμή του χρέους με ρήτρα ανάπτυξης, την ενίσχυση της παρέμβασης της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων».
Οι πολιτικοί απατεώνες του ΣΥΡΙΖΑ παριστάνουν τους συμβουλάτορες των ιμπεριαλιστικών κυβερνήσεων, οι οποίες τάχα πάσχουν από ιδεοληψίες και εμμονές, ενώ αυτές οι κυβερνήσεις διαχειρίζονται με τον καλύτερο τρόπο τα συμφέροντα της «δικής της» κεφαλαιοκρατίας η καθεμιά. Συμβάλλουν έτσι οι πολιτικοί απατεώνες στη διατήρηση της σύγχυσης και στον ταξικό ευνουχισμό του εργατικού κινήματος. Το μετατρέπουν σε κίνημα διαμαρτυρίας, για να θέσουν κάποια στιγμή το αίτημα των εκλογών.
Εκείνο που πρέπει να προπαγανδιστεί (όχι με συνθήματα, αλλά με πειστική ζύμωση), είναι πως υπάρχουν δυο κόσμοι που στέκουν αντιμέτωποι. Ο ένας είναι ο κόσμος του κεφάλαιου, που διαχειρίζεται την κρίση του συστήματός του με τον πιο αποτελεσματικό για τα συμφέροντά του τρόπο. Καταστρέφει παραγωγικές δυνάμεις, φτηναίνει τον εργάτη, «κινεζοποιεί» τους λαούς, γιατί μόνο έτσι μπορεί το κεφάλαιο να εξασφαλίσει το μέγιστο κέρδος και σε συνθήκες κρίσης. Από την άλλη είναι ο κόσμος των εργατών που καταδικάζεται στην υπέρτατη εκμετάλλευση και στην έσχατη φτώχεια. Η σημερινή κρίση θα κάνει τον καταστροφική της κύκλο και θα δώσει τη θέση της σε μια αναιμική και βραχύβια ανάκαμψη. Η εργατική τάξη, όμως, θα κρατηθεί σε συνθήκες «κινεζοποίησης». Για να ξανανθίσει η ελπίδα, θα πρέπει να στραφεί ενάντια στα αίτια της κρίσης, διεκδικώντας ό,τι της ανήκει.
Πέτρος Γιώτης