«Η αντίληψη περί μονιμότητας είναι μια αντίληψη που ανήκει στον προηγούμενο αιώνα».
«Εγώ κρατώ στα θετικά την απόφαση για άρση της μονιμότητας στον ΟΤΕ, κάτι που πρέπει να επεκταθεί σε όλον τον ευρύτερο δημόσιο τομέα. Η ελληνική κοινωνία είναι πλέον ώριμη να δεχτεί τολμηρές μεταρρυθμίσεις».
Οι δυο παραπάνω δηλώσεις έγιναν από δυο διαφορετικούς πολιτικούς. Οχι της ΝΔ, όπως θα φανταζόταν κανείς. Η πρώτη ανήκει στον υπουργό Εργασίας Π. Παναγιωτόπουλο και έγινε την περασμένη Τρίτη, αμέσως μετά τη δημοσιοποίηση του νομοσχέδιου για τις ΔΕΚΟ. Η δεύτερη ανήκει στον βουλευτή, τέως υπουργό και τέως γραμματέα του ΠΑΣΟΚ Μ. Χρυσοχοΐδη και έγινε στο «Βήμα» στις 5/6/2005 (όταν είχε ξεσπάσει ο θόρυβος για την επαίσχυντη συμφωνία στον ΟΤΕ).
Ξεκινάμε μ’ αυτές τις δύο αναφορές, για να τελειώνουμε με την πονηρή προπαγάνδα περί «κακής δεξιάς» και «κοινωνικά ευαίσθητου ΠΑΣΟΚ». Τα δυο κόμματα εξουσίας ταυτίζονται σ’ αυτά τα θέματα, ανεξάρτητα από την αντιπολιτευτική δημαγωγία που εναλλάξ ασκούν. Αλλωστε, το ΠΑΣΟΚ είναι αυτό που πρωτολανσάρισε τις θεωρίες περί «ρετιρέ» και «προνομιούχων».
Ας πάμε, λοιπόν, κατευθείαν στην καρδιά του ζητήματος. Είναι η μονιμότητα στο Δημόσιο ή η οιονεί μονιμότητα στις ΔΕΚΟ (προστασία από απόλυση θα έπρεπε να ονομάζεται) προνόμιο; Το δικαίωμα στη σταθερή εργασία είναι ένα αίτημα που το εργατικό κίνημα σε όλο τον κόσμο διατύπωσε από τις αρχές του 20ού αιώνα. Το έθεσε με ιδιαίτερη ένταση μετά το Β’ παγκόσμιο πόλεμο και κατάφερε να το κατακτήσει σε αρκετές ευρωπαϊκές καπιταλιστικές χώρες. Ηταν η εποχή της ανοικοδόμησης και των ισχυρών ρυθμών ανάπτυξης, αλλά και των ρεφορμιστικών αστικών πολιτικών, λόγω της πίεσης που δέχονταν τα αστικά καθεστώτα από την αλλαγή των παγκόσμιων συσχετισμών προς τα αριστερά. Στη Γερμανία, για παράδειγμα, επί δεκαετίες ίσχυσε ένα εργασιακό καθεστώς οιονεί μονιμότητας και στον ιδιωτικό καπιταλιστικό τομέα. Οι εργάτες προσλαμβάνονταν και ύστερα από μια σύντομη δοκιμαστική περίοδο κατά κάποιο τρόπο γίνονταν μόνιμοι. Δεν απολύονταν. Κι αν απολύονταν έπαιρναν τεράστιες αποζημιώσεις.
Αυτό που αποκαλούν οπισθοδρομική αντίληψη, λοιπόν, δεν είναι παρά η διεκδίκηση του δικαιώματος σε σταθερή εργασία, του δικαιώματος στη ζωή εντέλει. Μεσαίωνας είναι αυτό που ονομάζουν «ελαστικότητα» και «κινητικότητα». Δηλαδή, το δικαίωμα του εργοδότη να προσλαμβάνει και να απολύει όποτε γουστάρει, να παραβιάζει το ωράριο, να μετατρέπει τον εργάτη σε υποζύγιο. Το επιχείρημα περί προνομιούχων με μονιμότητα και μη προνομιούχων με κινητικότητα (προσλήψεις-απολύσεις) αντιστρέφεται πολύ εύκολα, με τη διεκδίκηση της σταθερής εργασίας για όλους. Να γίνουν όλοι οι εργαζόμενοι «προνομιούχοι», να μη μπορεί το αφεντικό να απολύει όποτε και όποιους γουστάρει, να μη γίνεται ο χρόνος εργασίας λάστιχο.
Αυτή είναι η γραμμή που πρέπει να ακολουθήσει το σύνολο των εργαζομένων. Γιατί αν περάσει η αντίληψη «δεν μας αφορά», αν οι παλιοί στις ΔΕΚΟ αδιαφορήσουν για τους νέους (όπως έγινε στον ΟΤΕ, όπου το πραξικόπημα της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας πέρασε σχεδόν αναίμακτα) και αν οι εργαζόμενοι του ιδιωτικού τομέα αδιαφορήσουν γι’ αυτούς των ΔΕΚΟ (πολύ περισσότερο αν συνταχθούν με τις απόψεις περί «προνομιούχων»), η κερκόπορτα θα ανοίξει και το πλιάτσικο θα πάρει ανυπολόγιστες διαστάσεις.
Ακόμα και «συμφεροντολογικά» να το δουν οι εργαζόμενοι του ιδιωτικού τομέα, έχουν κάθε λόγο να αντιδράσουν σ’ αυτό το νομοθετικό έκτρωμα. Οι εργασιακές σχέσεις στις ΔΕΚΟ ήταν πάντοτε το πάνω όριο των εργασιακών σχέσεων. Η οροφή, ο δείκτης, ο πιλότος αν θέλετε. Είναι αφελής όποιος θεωρεί ότι το κράτος εφαρμόζει τη μέθοδο του κλεισίματος της ψαλίδας. Οταν κλείνει η ψαλίδα, συγκλίνουν τα δυο τμήματα προς το κέντρο. Εδώ, όμως, έχουμε τη μέθοδο της κατεδάφισης. Η οροφή γκρεμίζεται και γίνεται «ένα» με το δάπεδο. Και σε μια επόμενη φάση, γίνεται και… εκσκαφή. Σπρώχνονται όλα τα μέρη προς το υπόγειο. Σαρώνονται συνολικά οι εργασιακές σχέσεις. Αντί να υπάρχει η τάση βελτίωσης, η τάση προς το πάνω όριο, υπάρχει η τάση χειροτέρευσης, που ξεκινά από το πάνω όριο.
Ομως, στο νομοσχέδιο για τις ΔΕΚΟ υπάρχει και μια άλλη πτυχή. Μια πτυχή που μας αφορά όλους ως πολίτες του συγκεκριμένου κράτους, που το συντηρούμε με τους φόρους μας. Οι ΔΕΚΟ είναι κομμάτι του κράτους, επιτελούν συγκεκριμένες οικονομικές λειτουργίες του, συμμετέχουν στο μηχανισμό αναδιανομής του εθνικού εισοδήματος. Τα περί «περιουσίας του λαού» ας τα ξεχάσουμε. Αυτά είναι οπορτουνιστικές απατεωνιές. Ο λαός μόνο πληρώνει. Διαχείριση δεν άσκησε ποτέ. Διαχείριση άσκησαν και ασκούν οι κυβερνήσεις, σε στενή συνεργασία με τους καπιταλιστές, που λυμαίνονται τις ΔΕΚΟ και ως προμηθευτές-εργολάβοι και ως καταναλωτές.
Ας δούμε σύντομα πώς δημιουργήθηκαν οι ΔΕΚΟ στον καπιταλισμό. Οι μεγαλύτερες απ’ αυτές (ενέργεια, επικοινωνίες, μεταφορές) απαιτούσαν τεράστιες επενδύσεις κεφάλαιου, προκειμένου να δημιουργηθούν τα δίκτυα υποδομής και οι παραγωγικές μονάδες. Κανένας καπιταλιστικός όμιλος δεν ήταν διατεθειμένος να κάνει αυτές τις επενδύσεις. Για οικονομικούς λόγους, που έχουν να κάνουν με την ταχεία απόδοση της επένδυσης και τον όγκο του κεφάλαιου που απαιτούνταν. Ηταν συμφερότερο γι’ αυτούς να συνεργάζονται ως προμηθευτές και εργολάβοι με τις μεγάλες ΔΕΚΟ. Με πολύ λιγότερο κεφάλαιο και αξιοποιώντας τις διασυνδέσεις και τη διαπλοκή τους με την πολιτική εξουσία, με συνεχείς υπερτιμολογήσεις υλικών και υπερκοστολογήσεις έργων, ασύδοτα και ανεξέλεγκτα, κατάφερναν να βγάζουν υπερκέρδη.
Ταυτόχρονα, το κράτος ασκούσε τη γενικότερη κοινωνική πολιτική του και μέσω των ΔΕΚΟ. Με την τιμολογιακή τους πολιτική. Πολιτική η οποία εμφανίζεται ως κοινωνική προσφορά υπέρ των εργαζόμενων και συνταξιούχων, στην πραγματικότητα, όμως, είναι πολιτική υπέρ της κερδοφορίας του κεφάλαιου. Μόνο που η ουσία των οικονομικών σχέσεων παραμένει καλά κρυμμένη μέσα στη συνολική οικονομική λειτουργία. Οταν, για παράδειγμα, το εισιτήριο είναι φτηνό, δεν ωφελείται ο εργαζόμενος, αλλά ωφελείται ο καπιταλιστής, αφού έτσι διατηρείται σε χαμηλότερα επίπεδα η αξία της εργατικής δύναμης, άρα και τα μεροκάματα που πληρώνει. Για να είναι σχετικά φτηνό το εισιτήριο πρέπει να επιδοτούνται οι συγκοινωνίες (αυτό συμβαίνει σε όλο τον καπιταλιστικό κόσμο). Ποιος πληρώνει τις επιδοτήσεις; Αυτός που πληρώνει τους φόρους, δηλαδή οι εργαζόμενοι (στο προηγούμενο φύλλο της «Κ» δημοσιεύτηκε μια πολύ καλή ανάλυση για τη λειτουργία του κρατικού προϋπολογισμού).
Πάνω σ’ αυτή την πραγματικότητα πατούν οι νεοφιλελεύθεροι και πλασάρουν κουτοπόνηρα την ιδεολογική τους πραμάτεια. Ομως, το δικό τους «λιγότερο κράτος» έχει συγκεκριμένο περιεχόμενο. Λιγότερες κοινωνικές δαπάνες, λιγότεροι φόροι για τους καπιταλιστές, περισσότερες επιδοτήσεις για την «ανάπτυξη», δηλαδή για τις καπιταλιστικές επιχειρήσεις. Μέσα απ’ αυτό το μοντέλο θα ενισχυθεί η αναδιανεμητική λειτουργία που επιτελεί το κράτος, σε βάρος των εργαζόμενων και προς όφελος των καπιταλιστών. Και βέβαια, θα μπορέσουν να τοποθετήσουν «λιμνάζοντα» κεφάλαια σ’ αυτές τις επιχειρήσεις, μέσα από τη διαδικασία των ιδιωτικοποιήσεων.
Ο Αλογοσκούφης υπήρξε σαφής παρουσιάζοντας το νομοσχέδιο. Ολες οι ΔΕΚΟ πρέπει να λειτουργήσουν με ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια. Πρέπει να γίνουν πλεονασματικές, κερδοφόρες. Αυτό δεν θα επιτευχθεί μόνο με την ανατροπή των εργασιακών σχέσεων και το τσαλαπάτημα των συλλογικών συμβάσεων. Θα γίνει και με την τιμολογιακή πολιτική. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο ΟΤΕ και το σημείο στο οποίο έχουν οδηγηθεί τα τηλεπικοινωνιακά τέλη μετά την ιδιωτικοποίηση.
Οι ΔΕΚΟ είναι κρατικές καπιταλιστικές επιχειρήσεις και ως τέτοιες πρέπει να τις αντιμετωπίζουμε. Ο αγώνας μας πρέπει να είναι αγώνας για ενίσχυση της κοινωνικής διάστασης της λειτουργίας τους, γιατί έτσι παίρνουμε πίσω ένα μικρό κομμάτι απ’ αυτά που μας παίρνουν με τη φορολογία. Αυτό δεν είναι σοσιαλισμός. Είναι αστική κοινωνική πολιτική, είναι ρεφορμισμός και τίποτα περισσότερο. Ομως, όσο ζούμε στον καπιταλισμό, δεν πρέπει να τους χαρίζουμε τίποτα.
Ας δούμε και το τελευταίο ζήτημα. Τί γίνεται και τι πρέπει να γίνει. Με τη δημοσιοποίηση του νομοσχέδιου η συνδικαλιστική γραφειοκρατία ξεκίνησε μεγάλη φασαρία. Εδωσαν και πήραν οι δηλώσεις από τα στελέχη της. Ακόμη και η ΔΑΚΕ δήλωσε αντίθετη. Αυτό, όμως, μάλλον σε ανησυχία θα έπρεπε να μας βάλει, παρά να μας καθησυχάσει.
Οταν αντιδρά η συνδικαλιστική γραφειοκρατία σημαίνει ότι έχει πιάσει ένα κλίμα και σπεύδει να ελέγξει την κατάσταση. Θα φωνάξουν, θα βγάλουν ανακοινώσεις, μπορεί και να κάνουν καμιά 24ωρη απεργία, αλλά ως εκεί. Το μόνο για το οποίο θα ενδιαφερθεί η κυρίαρχη μερίδα της γραφειοκρατίας είναι να προκαλέσει πολιτική φθορά στην κυβέρνηση. Αν στην κυβέρνηση ήταν το ΠΑΣΟΚ, αυτό το ρόλο θα έπαιζε η αντιπολίτευση, ενώ ο Πολυζωγόπουλος και η κλίκα του θα έκαναν το παπί. Ολες οι πτέρυγες, όμως, συμφωνούν σε δυο πράγματα. Πρώτο, ότι οι αντιδράσεις δεν πρέπει να ξεφύγουν από τα όρια της αστικής νομιμότητας και δεύτερο ότι έχουν ημερομηνία λήξης την ημερομηνία ψήφισης του νομοσχέδιου στη Βουλή. Μόλις ψηφιστεί το νομοσχέδιο θα κηρύξουν τη λήξη, ρίχνοντας το γνωστό παραπλανητικό σύνθημα: «θα το καταργήσουμε στην πράξη». Ετσι έκαναν και με το πρόσφατο εργασιακό νομοσχέδιο και τώρα συμμετέχουν κανονικότατα στις επιτροπές διευθέτησης του χρόνου εργασίας.
Για να μην περάσει αυτό το νομοσχέδιο πρέπει να αναπτυχθεί σκληρός αγώνας. Να κατέβουν διακόπτες, να παραλύσουν λειτουργίες, να καταλάβει η κυβέρνηση ότι οι εργαζόμενοι δεν αστειεύονται. Και για να γίνει αυτό, πρέπει να σπάσουν τα δεσμά με τα οποία η συνδικαλιστική γραφειοκρατία κρατάει δεμένο το εργατικό κίνημα.