Μπορεί στην «καθ’ ημάς Ανατολή» με την ακρίβεια να ασχολούνται διάφοροι φαιδροί τύπου Φώλια, Βλάχου και Πανίκα Ψωμιάδη, στην πολιτισμένη Εσπερία, όμως, ασχολούνται σοβαροί άνθρωποι. Δεκατέσσερις ευρωπαίοι βετεράνοι πολιτικοί, που πλέον διεκδικούν για τον εαυτό τους το ρόλο του «σοφού», εξέδωσαν ένα μανιφέστο με τον λογοτεχνικότατο (και άκρως ηθικολογικό) τίτλο ««Η χρηματοπιστωτική τρέλα δεν πρέπει να μας κυβερνά». Στις υπογραφές τα ονόματα είναι τρανταχτά: Ζακ Ντελόρ, Ζακ Σαντέρ, Χέλμουτ Σμιτ, Μάσιμο ντ’ Αλέμα, Λιονέλ Ζοσπέν, Πάαβο Λιπόνεν, Γκόραν Πέρσον, Πολ Ράσμουσεν, Μισέλ Ροκάρ, Ντανιέλ Νταϊνού, Χανς Αιχελ, Παρ Ναντέρ, Ρουέρι Κουίν, Οτο Λάμπσντορφ. Ολη η αφρόκρεμα της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας (μόνο ο Ακης λείπει, αλλά φαίνεται πως δεν τον θεωρούν σοφό). Μόνο που το περιεχόμενο των απόψεων που παρουσιάζουν είναι αντιστρόφως ανάλογο προς το μέγεθος του φωτοστέφανου της σοφίας που φορούν.
«Οι ελεύθερες αγορές δε μπορούν ν’ αγνοούν την κοινωνική ηθική. Ο Ανταμ Σμιθ, πατέρας του οικονομικού laissez-fai-re, είχε επίσης γράψει τη “Θεωρία των ηθικών συναισθημάτων”, ενώ και ο Μαξ Βέμπερ είχε συνδέσει τη σκληρή δουλειά και τις ηθικές αξίες, από τη μία, με την ανάπτυξη του καπιταλισμού, από την άλλη. Ενας αξιοπρεπής καπιταλισμός (δηλαδή ένας καπιταλισμός που σέβεται την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, για να χρησιμοποιήσουμε τα λόγια του Αμάρτια Σεν) απαιτεί αποτελεσματική δημόσια παρέμβαση. Η αναζήτηση του κέρδους αποτελεί την ουσία της οικονομίας της αγοράς. Αλλά όταν φτάσουν όλα να πωλούνται, η κοινωνική συνοχή απογυμνώνεται και το σύστημα καταρρέει».
Τέτοιες διακηρύξεις δεν αντέχουν στην παραμικρή επιστημονική κριτική. Δεν αντέχουν, όμως, ούτε σε ηθικολογική κριτική. Καλύτερα τα λένε οι παπάδες στα κυριακάτικα κηρύγματά τους και στο τέλος-τέλος έχουν και μια συνέχεια σ’ αυτού του είδους την ηθικολογία. Ενώ στους «σο- φούς» που υπέγραψαν αυτό το κείμενο ταιριάζει το «δάσκαλε που δίδασκες και νόμο δεν εκράτεις». Ολοι τους, ως εν ενεργεία πολιτικοί, πέρασαν από κρίσιμα πολιτικά πόστα (πρωθυπουργοί, υπουργοί, μεγαλοστελέχη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής) και είναι απ’ αυτούς που εισήγαγαν τα ακραία νεοφιλελεύθερα μέτρα, στο όνομα της βελτίωσης της διεθνούς ανταγωνιστικής θέσης του ευρωπαϊκού κεφάλαιου. Ακόμη και τώρα, σ’ αυτό το κρεσέντο αντιδραστικής ηθικολογίας, δεν έχουν το θάρρος να ζητήσουν τη λήψη κρατικών παρεμβατικών μέτρων (όπως έχει ζητήσει –ως γνωστόν– ο συντηρητικός Σαρκοζί, για λόγους που έχουν να κάνουν με τις κοινωνικές απειλές που αντιμετωπίζει ο γαλλικός ιμπεριαλισμός), αλλά απευθύνονται στις ίδιες τις δυνάμεις της αγοράς, ζητώντας τους να υπακούσουν σε κάποιες «ηθικές αξίες». Μπορεί, όμως, οι καπιταλιστές να υπακούσουν σε εξ αποκαλύψεως ηθικές αξίες, παραβλέποντας αυτό που υπαγορεύουν οι σιδερένιοι νόμοι του καπιταλισμού, που «κυβερνούν» το σύστημά τους ερήμην των ατομικών τους βουλήσεων; Μπορεί, για παράδειγμα, ένα μονοπώλιο να δηλώσει ότι θα ρίξει τις τιμές των προϊόντων του και το ποσοστό του κέρδους, χωρίς να δει τις μετοχές του να κατρακυλούν στα διεθνή χρηματιστήρια; Μπορεί ο σύγχρονος καπιταλισμός, ο μονοπωλιακός καπιταλισμός, να ξεφύγει από τη λειτουργία του βασικού οικονομικού του νόμου, που είναι το κυνήγι όχι του μέσου ποσοστού κέρδους, αλλά του μέγιστου κέρδους;
Η ηθικολογία, όμως, δεν είναι προνόμιο μόνο των «σοφών» της Δύσης. Τους συναγωνίζεται επάξια ο ταπεινός πρόεδρος της ελληνικής ΓΣΕΕ, που έχοντας –έτσι κι αλλιώς εγκαταλείψει– την υπεράσπιση των στοιχειωδέστερων συμφερόντων των εργαζόμενων, αυτοαναγορεύεται σε σύμβουλο των ελλήνων… καπιταλιστών:
«Οι έλληνες βιομήχανοι οφείλουν να καταλάβουν πως η επιχειρηματική τους δράση εξαρτάται ευθέως από την κοινωνική συνοχή και η τελευταία με τη σειρά της εξαρτάται από την διατηρησιμότητα της αγοραστικής δύναμης των μισθωτών, των συνταξιούχων και των αυτοαπασχολούμενων, δηλαδή της μεγάλης πλειονότητας της ελληνικής κοινωνίας» (εισήγηση στο γενικό συμβούλιο της ΓΣΕΕ, 30.5.08).
Θα αδικούσαμε, όμως, την εγχώρια πολιτική σκηνή, αν δε σημειώναμε πως, πέρα από τους γραφικούς τύπου Φώλια και τους γελοίους τύπου Παναγόπουλου, λάμπει πλέον ένα καινούργιο αστέρι της επιστήμης και της πολιτικής, που ακούει στο όνομα Αλέξης Τσίπρας. Ο φέρελπις αυτός νέος πολιτικός ανακάλυψε πως η λύση στο πρόβλημα της ακρίβειας είναι απλή, όπως το αυγό του Κολόμβου:
«Η ακρίβεια μπορεί να καταπολεμηθεί, εάν υπάρξει πολιτική βούληση από την κυβέρνηση να περιορίσει τη μεγάλη κερδοσκοπία των επιχειρήσεων. Και εν τοιαύ-τη περιπτώσει, αυτό το οποίο είναι πάρα πολύ απλό, να βγουν και να πουν τα ονόματα των επιχειρήσεων που έχουν φτιάξει καρτέλ. Να τα μάθουμε κι εμείς. Θέλουν τώρα να μας πουν ότι αυτό έχει να κάνει με τη διεθνή οικονομική κρίση, με την κρίση του πετρελαίου. Στην κατοχή, αυτό το έλεγαν ‘‘μαύρη’’ αγορά και αυτούς που θησαύριζαν σε βάρος της κοινωνίας και των πολλών, τους έλεγαν μαυραγορίτες. Τώρα, όμως, τους λένε επιχειρηματίες, μοχλό της ανάπτυξης της χώρας και όλο αυτό που γίνεται, γίνεται στα πλαίσια ενός υγιούς ανταγωνισμού. Δεν υπάρχει ανταγωνισμός, αυτό που υπάρχει είναι η ασυδοσία της αγοράς» (συνέντευξη στο ραδιόφωνο της ΝΕΤ, 3.6.08).
Ολα τα οικονομικά βιβλία στην πυρά. Και της κλασικής και της μαρξιστικής πολιτικής οικονομίας. Και των φιλελεύθερων και των παρεμβατιστών. Τη λύση βρήκε ο πατήρ Αλέξιος. Αρκεί να στιγματιστούν εταιρίες που δημιουργούν καρτέλ (αλήθεια, γιατί δεν τις κατονομάζει το κόμμα του, αλλά περιμένει από την κυβέρνηση;). Αρκεί να υπάρξει ανταγωνισμός και όχι ασυδοσία της αγοράς (αλήθεια, ποιο ακριβώς είναι το οικονομικό περιεχόμενο της ασυδοσίας και ποιο το αντίθετό της; – σε επιστημονική πάντοτε βάση, γιατί σε οικονομικά θέματα αναφερόμαστε, δεν παίζουμε τις κουμπάρες). Από επιστημονική άποψη, όλα τα παραπάνω είναι σκέτες ανοησίες. Δε μπορούν να στηριχτούν σε καμιά σχολή σκέψης. Από πολιτική άποψη, είναι σκέτος τσαρλατανισμός. Φτηνιάρικη λαϊκίστικη προπαγάνδα, που στενεύει τον ορίζοντα σκέψης των εργαζόμενων και προσανατολίζει αλλού την προσοχή τους και την πάλη τους.
Οι απόψεις τύπου «14 σοφών», Τσίπρα και συντροφίας έρχονται να στηρίξουν με το δικό τους τρόπο την προσπάθεια της αστικής πολιτικής να διαχειριστεί την κρίση προς όφελος του κεφάλαιου, εξασφαλίζοντας την πολυπόθητη κοινωνική συνοχή με ελάχιστο κόστος για το κεφάλαιο. Τη μέρα που ο Τσίπρας εξαπέλυε από ραδιοφώνου αυτές τις παπαριές, στις Βρυξέλλες το Συμβούλιο των υπουργών Οικονομίας του Eurogroup, για πρώτη φορά μετά από πολλά χρόνια, αναφερόταν στην ανάγκη λήψης μέτρων για τη στήριξη των φτωχότερων λαϊκών στρωμάτων. Την κατεύθυνση αυτών των μέτρων περιέγραψε ο Αλογοσκούφης:
«Το δεύτερο ζήτημα που δημιουργείται αφορά στις επιπτώσεις που έχει η αύξηση του διεθνούς πληθωρισμού στις ευπαθείς κοινωνικές ομάδες, κυρίως αυτούς που ζουν κάτω από τα όρια της φτώχειας. Υπάρχει ζήτημα σε όλη την Ευρώπη. Αποφασίσαμε ότι το καλύτερο είναι να έχουμε παρεμβάσεις κοινωνικού χαρακτήρα και παρεμβάσεις εισοδηματικής στήριξης των φτωχών νοικοκυριών. Αλλά και αυτό πρέπει να γίνει μέσα σε ορισμένα πλαίσια που θέτουν οι δημοσιονομικοί μας στόχοι. Διότι, δεν μπορούμε να έχουμε παρεκκλίσεις από τους δημοσιονομικούς στόχους για αυτό το λόγο. Και αυτό σημαίνει είτε αναδιάρθρωση δαπανών, προκειμένου να ενισχύσουμε τις ευπαθείς κοινωνικές ομάδες, είτε χρησιμοποίηση τυχόν εσόδων, τα οποία υπερβαίνουν τις προβλέψεις μας».
Ακόμα και οι συντηρητικές κυβερνήσεις, που κυβερνούν σήμερα σε όλη σχεδόν την ΕΕ, αναγνωρίζουν πως πρέπει τα κράτη να θεσπίσουν κάποια έκτακτα φιλανθρωπικά επιδόματα για τα πλέον εξαθλιωμένα στρώματα του πληθυσμού (χαμηλοσυνταξιούχους και ανέργους). Με την ειδική αυτή επιδοματική πολιτική θα προσπαθήσουν να εξασφαλίσουν την κοινωνική ειρήνη χωρίς να διαταραχτεί: πρώτο, ο βαθμός εκμετάλλευσης της εργατικής δύναμης, μέσω αύξησης των μισθών και των μεροκάματων, και δεύτερο, η αυστηρή δημοσιονομική ισορροπία στην Ευρωλάνδη, που στηρίζει ως συλλογικός καπιταλιστής το σύστημα (θα κόψουν κονδύλια από άλλους τομείς κοινωνικού ενδιαφέροντος, όπως φαίνεται καθαρά από τη δήλωση Αλογοσκούφη, γιατί βέβαια σε εποχή κρίσης και πτώσης του ρυθμού ανάπτυξης τα περί νέων εσόδων μόνο ως κακόγουστο αστείο ακούγεται).
Μόλις ο Αλογοσκούφης έστειλε σήμα από τις Βρυξέλλες, ότι οι «μεγάλοι» της ΕΕ θέλουν συζήτηση του θέματος και διακήρυξη για φιλανθρωπικά μέτρα προς ανακούφιση των θεόφτωχων, το επικοινωνιακό επιτελείο του Μαξίμου πήρε φωτιά. Συνέταξαν αμέσως «επιστολή Καραμανλή προς Μπαρόζο» (στους ομολόγους του των κρατών-μελών δεν τόλμησε να στείλει τέτοια βλακεία, ούτε στην προεδρία), στην οποία του ζητά να βάλει στην ημερήσια διάταξη της επικείμενης συνόδου κορυφής το θέμα της ακρίβειας. Αυτό, δηλαδή, που ήδη είχε μπει! Δεν πειράζει, όμως, ο ελληνικός λαός στενάζει και η κυβέρνηση αναζητά προπαγανδιστικές ανάσες.
Τις ίδιες προπαγανδιστικές ανάσες αναζητά και η ηγεσία της ΓΣΕΕ, που έσπευσε να ξεπουλήσει το μεροκάματο χωρίς να πέσει τουφεκιά και ξέρει πως οι εργαζόμενοι «βράζουν». Αποφάσισε κι αυτή, λοιπόν, να διατυπώσει αιτήματα για επιδοματική ενίσχυση των εργαζόμενων από τον κρατικό προϋπολογισμό. Και τι ενίσχυση: «τουλάχιστον 1.000 ευρώ για κάθε νοικοκυριό που το εισόδημά του βρίσκεται κάτω από το αφορολόγητο όριο» κι ακόμη επίδομα θέρμανσης το φθινόπωρο, 800 ευρώ για εισοδήματα μέχρι το αφορολόγητο όριο των 12.000 ευρώ και 400 ευρώ για τα εισοδήματα μεταξύ 12.000 και 15.000 ευρώ! Τίποτα δεν κοστίζουν, ενώ ακούγονται ωραία. Μήπως πρόκειται να τα διεκδικήσουν; Τζερτζελές να γίνεται. Ομως, η επιστολή προς Καραμανλή σκάλωσε, διότι η μεν ΔΑΚΕ ήθελε να αποσταλεί και προς τις εργοδοτικές οργανώσεις, η δε ΠΑΣΚΕ ήθελε να σταλεί μόνο προς την κυβέρνηση (μην τα χαλάσουμε και με τον ΣΕΒ, διότι «με την εισοδηματική πολιτική της λιτότητας έχει την αποκλειστική ευθύνη των χαμηλών μισθών και συντάξεων» (δήλωση Παναγόπουλου, 4.6.08). Δηλαδή, την εθνική γενική συλλογική σύμβαση η κυβέρνηση την ψήφισε; Δεν την υπέγραψαν ελεύθερα η ΓΣΕΕ με τον ΣΕΒ; Δεν ήταν ο Παναγόπουλος που τη χαρακτήρισε σημαντική επιτυχία; Η ξετσιπωσιά τους έχει ξεπεράσει κάθε προηγούμενο.
Δεν παρέλειψε η ΓΣΕΕ να ακολουθήσει την κυβέρνηση στην αποπροσανατολιστική προπαγάνδα περί «καταναλωτικής συνείδησης». Αποφάσισε «τη δημιουργία (με Πανελλαδική διάρθρωση και συμμετοχή των Εργατικών Κέντρων) καταναλωτικών οργανώσεων των εργαζομένων και των συνδικάτων. (Πρωτοβουλίες – μποϋκοτάζ – συγκεκριμένων προϊόντων – μονοπωλίων – ολιγοπωλίων)»!!!
Η γοργότερη από άλλες περιόδους άνοδος των τιμών δεν είναι καμιά παρέκκλιση. Είναι φυσιολογική άμυνα του κεφάλαιου στην κρίση. Από τέτοια πλήγματα δεν πρόκειται να απαλλα- γούν η εργατική τάξη και τα άλλα εργαζόμενα στρώματα, παρά μόνο αν απαλλαγούν από τον καπιταλισμό. Αυτή η μεγάλη αλήθεια δεν συνιστά κάποιο θεολογικό πρόταγμα, που καλεί τους εργαζόμενους να περιμένουν τη στιγμή της απολύτρωσης, που θα ‘ρθει με κάποιο μεταφυσικό τρόπο. Αντίθετα, οδηγεί τη σκέψη τους στα πραγματικά αίτια του φαινόμενου και καθοδηγεί όχι μόνο την οραματική διάσταση, αλλά και τη διάσταση της άμεσης δράσης.
Εχει κατ’ επανάληψη σημειωθεί από τις στήλες της «Κ», ότι η μόνη άμυνα που έχουν οι εργαζόμενοι είναι η αύξηση των μισθών και των συντάξεων, μαζί με τη μείωση της φορολογίας. Μόνο που αυτός ο αγώνας δεν είναι καθόλου εύκολη υπόθεση. Ετσι όπως έχουν διαμορφωθεί τα πράγματα, δεν είναι αγώνας των εργαζόμενων μιας επιχείρησης ή ενός κλάδου, αλλά του συνόλου της εργατικής τάξης. Ακόμη και το μεροκάματο θα διεκδικηθεί σήμερα «τάξη προς τάξη».