Τα γεγονότα είναι γνωστά: μια γιαγιά πήρε χωρίς να πληρώσει τρόφιμα αξίας 40 ευρώ από το Lidl. Οι υπεύθυνοι της γερμανικής αλυσίδας το κατάλαβαν (προφανώς η γιαγιά δεν είχε την πείρα της «ζούλας»), έπιασαν τη γιαγιά, φώναξαν τους μπάτσους και κατέθεσαν μήνυση, για να παραπεμφθεί η γιαγιά στο αυτόφωρο για κλοπή.
Ακόμα και οι μπάτσοι λύγισαν, όταν άκουσαν τη γιαγιά να τους εξηγεί ότι ήθελε να κάνει τραπέζι στα παιδιά της, αλλά δεν της έφταναν τα λεφτά, γιατί το μεγαλύτερο μέρος της σύνταξής της το δίνει για την αποπληρωμή του στεγαστικού δανείου (προφανώς, η γιαγιά πληρώνει τη δόση του στεγαστικού, για να μην αφήσει χρέος στα παιδιά της, όταν κλείσει τα μάτια της).
Η Lidl, όμως, ήταν ανένδοτη ακόμα και στις προτροπές των μπάτσων να αποσύρει τη μήνυση, για να πάει η γιαγιά στο σπίτι της και να μη διανυκτερεύσει στο Τμήμα, ούτε να διασύρεται την επομένη στα δικαστήρια.
Η αδιαλλαξία αποδόθηκε σε… γραφειοκρατικές διαδικασίες. Στις εντολές που έχουν οι διευθυντές των καταστημάτων για το πώς να χειρίζονται τέτοια θέματα. Είμαστε σίγουροι πως το πρώτο πράγμα που έκαναν οι μπάτσοι ήταν να πουν στον ανένδοτο διευθυντή του καταστήματος: «Πάρε, ρε παιδί μου, τα κεντρικά και πες τους να σου επιτρέψουν να αποσύρεις τη μήνυση. Κρίμα η γιαγιά. Πες τους ότι το ζητάμε κι εμείς». Κι αυτός, είτε έχει εντολή να μην τους ενοχλεί για τέτοια θέματα και να κάνει «αυτό που πρέπει», οπότε δεν τηλεφώνησε, είτε τηλεφώνησε και του είπαν στεγνά να προχωρήσει.
Γιατί; Γιατί τα αφεντικά της γερμανικής αλυσίδας δε θέλουν να διαδοθεί πως μπορεί και να υποχωρήσουν για λόγους κοινωνικής ευαισθησίας. Αντίθετα, θέλουν να διαδοθεί πως κάθε υποψήφιος Γιάννης Αγιάννης θα πρέπει να το σκεφτεί ακόμα κι αν αρπάξει μια σοκολάτα, καθώς θα βγάλει τη νύχτα σε κάποιο κρατητήριο και την επόμενη μέρα στο αυτόφωρο. Ακόμα κι αν απαλλαγεί, επειδή πήρε πράγμα εντελώς ευτελούς αξίας, την ταλαιπωρία (ιδιαίτερα τη διανυκτέρευση σ’ ένα άθλιο αστυνομικό κελλί, θα τη θυμάται για πάρα πολύ).
Η γιαγιά γλίτωσε την παραπέρα ταλαιπωρία και το διασυρμό, διότι το θέμα της γνώρισε δημοσιότητα από την πρώτη στιγμή. Μέσα στο μαγαζί, άλλοι πελάτες προσφέρθηκαν να πληρώσουν αυτοί τα λεφτά, για ν’ αφήσουν ήσυχη τη γιαγιά. Η Lidl ήταν ανένδοτη. Τα κεντρικά της αλυσίδας άλλαξαν γνώμη και απέσυραν τη μήνυση μόνο όταν συνειδητοποίησαν ότι υφίστανται αρνητική διαφήμιση. Οτι η χασούρα της αρνητικής διαφήμισης είναι σημαντικά μεγαλύτερη από το όφελος του μηνύματος της απόλυτα άτεγκτης στάσης.
Ασε που αν απασχολούσε αρνητικά τη δημοσιότητα για το συγκεκριμένο θέμα, θα διακινδύνευε να (ξανα)βγούν στη φόρα όλα τα… κατορθώματά της στο πλαίσιο του διατροφικού σκανδάλου. Χρειάζεται, μήπως, να θυμίσουμε ότι η εν λόγω αλυσίδα κατέχει το αρνητικό ρεκόρ ακόμα και στους ελάχιστους και εντελώς υποτυπώδεις ελέγχους που κάνει ο υποστελεχωμένος και μπαχαλοποιημένος ελεγκτικός μηχανισμός του ΕΦΕΤ; Αποφάσισε, λοιπόν, να κάνει την κωλοτούμπα, διεκδικώντας κι αυτή θετική διαφήμιση σαν… κοινωνικά ευαίσθητη επιχείρηση.
Μέχρι να αποσύρει τη μήνυση η εταιρία, είχαν προλάβει να χύσουν κροκοδείλια δάκρυα οι δημοσιογράφοι του αστικού Τύπου, να κάνει παρέμβαση ο δήμαρχος του τόπου κατοικίας της γιαγιάς, να κάνει δήλωση ακόμα και το υπουργείο του ακροδεξιού τηλεπλασιέ-τηλεμαϊντανού-υπουργού. Το έκαναν λύσσα, όπως λέμε στη δημοσιογραφική αργκό. ‘Η αλλιώς, έδειξαν την κορυφή του παγόβουνου λέγοντας στην εργαζόμενη κοινωνία ότι είναι απλώς ένα κομμάτι πάγου που επιπλέει.
Δε χρειάζεται να εξηγήσουμε για ποιους λόγους η περιπέτεια της γιαγιάς προσφερόταν για επίδειξη κάλπικης κοινωνικής ευαισθησίας. Χωρίς να το επιδιώξει, χωρίς να φταίει σε τίποτα η ίδια (που το μόνο που έψαχνε ήταν ν’ ανοίξει η γη και να την καταπιεί), είχε όλο το «πακέτο» για να επιδείξει την κάλπικη ευαισθησία του όλος ο αστικός εσμός.
Αν θέλαμε να το πούμε κωδικοποιημένα, θα λέγαμε πως το ζήτημα δεν είναι να μην διωχτεί η συγκεκριμένη γιαγιά, αλλά να μην υπάρχουν γιαγιάδες που αναγκάζονται να παίρνουν «στη ζούλα» τρόφιμα ή άλλα χρειώδη. Ούτε γιαγιάδες, ούτε μεσήλικες, ούτε νέες και νέοι. Εδώ δεν μιλάμε για την κλοπή ως επάγγελμα, λιγότερο ή περισσότερο προσοδοφόρο. Μιλάμε για ένα είδος ατομικής απαλλοτρίωσης χρειωδών, ειδών πρώτης ανάγκης.
Ουδέποτε θα υποστηρίξουμε ως πολιτική κατεύθυνση το «αρπάξτε για να φάτε», γιατί δεν παύει να περιγράφει ατομικ(ιστικ)ές συμπεριφορές κι εμείς είμαστε φορείς των ιδεών της συλλογικής οργάνωσης και πάλης της εργατικής τάξης και του λαού, για να εξασφαλίσουν τα χρειώδη, μέσω αυτών που οι κλασικοί του μαρξισμού έχουν ονομάσει άμεσες διεκδικήσεις.
Αλλά και ουδέποτε θα χαρακτηρίσουμε κλοπή συμπεριφορές σαν αυτή της γιαγιάς. Δεν θα τις αποδοκιμάσουμε καν. Χωρίς να μετατρέπουμε τέτοιες ενέργειες σε «θεωρία», δε θα πάψουμε να τις κατανοούμε, μέσα στην ατομικότητά τους.
Γιατί η κλοπή στο αστικό ποινικό δίκαιο κρύβει πως αυτό το ποινικό δίκαιο, ως στοιχείο του εποικοδομήματος μιας συγκεκριμένης οικονομικής βάσης, στηρίζεται στη νόμιμη κλοπή. Αυτή η οικονομική βάση είναι ο καπιταλισμός, που στηρίζεται στην κλοπή της υπεραξίας, ήτοι του προϊόντος της απλήρωτης δουλειάς των εργατών.
Ενα σύστημα που δεν μπορεί να λειτουργήσει παρά μόνο με την κλοπή της υπεραξίας και ένα ποινικό δίκαιο που θεωρεί απολύτως νόμιμη αυτήν την κλοπή, έχουν το θράσος να χαρακτηρίζουν κλοπή ακόμη και την αρπαγή μιας φρατζόλας ψωμιού.
Να δούμε το παγόβουνο, λοιπόν, τον καπιταλισμό, το σύστημα που είναι υπαίτιο για όλα τα κοινωνικά δεινά. Και να μην «τσιμπάμε» στις εκδηλώσεις κοινωνικής υποκρισίας των πολιτικών και ιδεολογικών μηχανισμών του συστήματος. Το ζήτημα δεν είναι πόσες «γιαγιάδες» θα γλιτώσουμε από τα γρανάζια του συστήματος ποινικής δίωξης, αλλά πως θα γκρεμίσουμε τον καπιταλισμό και το ποινικό του σύστημα, για να χτίσουμε μια κοινωνία στην οποία κανένας δε θα χρειάζεται να αρπάξει για να ζήσει.
Π.Γ.