Το ρεπορτάζ της «Κ» δεν επιδέχεται αμφισβήτησης: στην αντιπροεδρία της κυβέρνησης, υπό την εποπτεία του ομότιμου καθηγητή Σάββα Ρομπόλη (ο οποίος έχει φύγει από την προεδρία του ΙΝΕ/ΓΣΕΕ και είναι σύμβουλος του Γ. Δραγασάκη) κατασκευάζεται εντατικά η νέα αναλογιστική μελέτη για το Σύστημα Κοινωνικής Ασφάλισης. Επομένως, πρέπει να θεωρείται σίγουρο ότι η συμφωνία με τους ιμπεριαλιστές δανειστές στο σκέλος που αφορά το Ασφαλιστικό έχει ήδη κλείσει και προβλέπει ότι το Ασφαλιστικό δε θ’ ανοίξει τώρα (θα μείνει παγωμένη και η ρήτρα μηδενικού ελλείμματος για τα επικουρικά ταμεία), αλλά το φθινόπωρο, στο πλαίσιο των νέων επιθεωρήσεων από την τρόικα (θεωρείται δεδομένο ότι θα υπάρξει νέα δανειακή σύμβαση και νέο Μνημόνιο, φυσικά).
Το προανήγγειλε και ο Τσίπρας μιλώντας στην ΚΕ του ΣΥΡΙΖΑ, το περασμένο Σάββατο: «Για να συνεννοηθούμε, δεν σημαίνει ότι δεν είμαστε από μόνοι υποχρεωμένοι, είτε έτσι είτε αλλιώς, να αντιμετωπίσουμε τα χρονίζοντα προβλήματα του ασφαλιστικού συστήματος, το πρόβλημα της βιωσιμότητάς του. Αυτό όμως δεν θα γίνει με όρους εξαναγκασμού, ούτε με όρους περικοπών, αλλά μετά από νέες αναλογιστικές μελέτες που θα αποτυπώνουν την πραγματική εικόνα του».
Το γεγονός ότι στην προετοιμασία δεν αναμιγνύονται καθόλου οι αρμόδιοι υπουργοί Σκουρλέτης και Στρατούλης δεν είναι, βέβαια, τυχαίο. Ο αντιπρόεδρος παίρνει στα χέρια του αυτό το ζήτημα, για να διαπραγματευθεί αυτός με την τρόικα, όταν έρθει η ώρα.
Οσοι παρακολουθούν διαχρονικά τα κοινωνικοασφαλιστικά ζητήματα ξέρουν ότι η ιστορία των λεγόμενων αναλογιστικών μελετών είναι μια ιστορία απάτης. Αυτές οι μελέτες δεν καλούνται να αποτυπώσουν αντικειμενικά μια δεδομένη κατάσταση, αλλά καλούνται να δικαιολογήσουν ένα προαποφασισμένο πρόγραμμα αντιασφαλιστικών ανατροπών.
Ο Σ. Ρομπόλης, για παράδειγμα, ως επικεφαλής αναλογιστής της ΓΣΕΕ, έφτιαξε μια μελέτη το 2001, με την οποία απεφάνθη ότι το 1% του ΑΕΠ, που ο νόμος Ρέππα προέβλεπε ως κρατική συμμετοχή στη χρηματοδότηση της Κοινωνικής Ασφάλισης είναι επαρκέστατο. Ετσι, η ΓΣΕΕ έβαλε πλάτη για να περάσει ο νόμος Ρέππα και να διαγραφεί η καταλήστευση των αποθεματικών του ΙΚΑ. Το 2005 και αφού στο μεταξύ είχε αλλάξει η κυβέρνηση (το ΠΑΣΟΚ έδωσε τη σκυτάλη στη ΝΔ), το ίδιο επιτελείο, πάλι υπό τον Σ. Ρομπόλη, έκανε «συνέχεια και συμπλήρωση και όχι απλή επικαιροποίηση της μελέτης του 2001» και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δε φτάνει το 1% του ΑΕΠ, αλλά απαιτείται το 2,4% του ΑΕΠ! Και το 2007, πάλι το ίδιο επιτελείο, πανηγύριζε για μια μελέτη του ποδαριού που έκανε το Διεθνές Γραφείο Εργασίας, θεωρώντας ότι το 1% του ΑΕΠ είναι υπεραρκετό για τα επόμενα 30 χρόνια!
Τέτοια αξιοπιστία έχουν όλες αυτές οι αναλογιστικές μελέτες. Ανάλογα με το αποτέλεσμα που θέλουν να βγάλουν διαμορφώνουν τις διάφορες παραδοχές τους (αριθμός ασφαλισμένων, μέσο ύψος μισθού και ημερομισθίου, αριθμός εργατοημερών, ποσοστό πληρωμής των ασφαλιστικών εισφορών από τους εργοδότες) και στηρίζουν τις αντιασφαλιστικές ανατροπές. Δε διαφεύγει από κανέναν, ασφαλώς, ότι από το 1990 μέχρι σήμερα τα ασφαλιστικά δικαιώματα των εργαζόμενων υφίστανται μόνο συρρίκνωση και ποτέ διεύρυνση. Δεν είναι, λοιπόν, καθόλου δύσκολο, ακόμη και για τον πλέον αμύητο στα μυστικά του Ασφαλιστικού, να συνδέσει εμπειρικά τις αναλογιστικές μελέτες με τις αντιασφαλιστικές ανατροπές.
Γι’ αυτό και πρέπει να φύγει εντελώς από τον ορίζοντα της εργατικής τάξης η λογιστική προσέγγιση, την οποία στηρίζουν οι κάλπικες αναλογιστικές μελέτες. Η εργατική τάξη πρέπει να ξεκινήσει από τις ανάγκες της, και βάσει αυτών να διατυπώσει το βασικό της αίτημα, ως μοναδικός παραγωγός του κοινωνικού πλούτου: πλήρης ασφάλιση για όλους και πλήρης χρηματοδότησή της από τους καπιταλιστές και το κράτος τους.
Π.Γ.