Τον όρο τον εισήγαγε στο πολιτικό μας λεξιλόγιο ο Δραγασάκης, μήνες πριν τις εκλογές του Γενάρη του 2015. Ο ΣΥΡΙΖΑ, είπε, υπέστη «βίαιη ωρίμανση», η οποία πρέπει να βαθύνει, προκειμένου να μπορέσει να κυβερνήσει. Από τα αστικά ΜΜΕ η φράση αυτή θεωρήθηκε σοφία (γι’ αυτό και την επαναλαμβάνουν συνεχώς, εξαίροντας ως πολιτική ωρίμανση την υπογραφή του Τσίπρα κάτω από τη νέα μνημονιακή συμφωνία και το ξεκαθάρισμα του ΣΥΡΙΖΑ από τους «δραχμιστές»), στην πραγματικότητα, όμως, πρόκειται για κυνισμό.
Εκείνο που είπε ο Δραγασάκης είναι πως ένα κόμμα που εμφανίζεται ως ριζοσπαστικό-ρεφορμιστικό, όταν συγκεντρώσει μια κρίσιμη εκλογική δύναμη που το φέρνει σε θέση διεκδίκησης της κυβερνητικής εξουσίας, πρέπει να εγκαταλείπει τη ριζοσπαστική δημαγωγία και να εφαρμόζει αυστηρή πειθαρχία στις γραμμές του. Αυτό είναι απαραίτητο ώστε ούτε μεγάλες προσδοκίες να καλλιεργεί στους ψηφοφόρους του ούτε ισχυρά εσωκομματικά προβλήματα ν’ αντιμετωπίζει, όταν αναγκαστικά θα κάνει το «μεγάλο συμβιβασμό».
Τα λόγια του Δραγασάκη αποδείχτηκαν κατά κάποιο τρόπο προφητικά. Ο ίδιος κατέστησε ευκρινές ότι δε γουστάρει τα τσαλιμάκια του Μπαρουφάκη και είναι γνωστό πως υπέγραψε συμφωνία στο Εurogroup της 13ης Φλεβάρη, εξαναγκασθείς στη συνέχεια να πάρει πίσω την υπογραφή του. Δικός του άνθρωπος είναι και ο Χουλιαράκης που έγινε ο έμπιστος των ιμπεριαλιστών δανειστών. Αν είχε εισακουστεί από τον Τσίπρα και την παρέα του, το τοπίο θα είχε ξεκαθαρίσει από τον Μάρτη. Κανείς δεν μπορεί, βέβαια, να πει αν τα πράγματα θα ήταν καλύτερα για τον ΣΥΡΙΖΑ, όμως η προφητεία της «βίαιης ωρίμανσης» εκπληρώθηκε μερικούς μήνες αργότερα.
Ο Δραγασάκης φαίνεται πως δημιουργεί «σχολή», αν κρίνουμε από τις πρόσφατες τοποθετήσεις του ηγέτη των Podemos Πάμπλο Ιγκλέσιας, που προσπαθεί να πείσει ότι το κόμμα του δεν είναι «έξαλλο» και «αντισυστημικό». Σε πρόσφατη συνέντευξή του στη Monde, ο Ιγκλέσιας συμφώνησε με την ανταποκρίτρια της γαλλικής εφημερίδας ότι το Podemos «έχει απαλύνει πολύ τους τόνους του» και πως «σε πολύ λίγο χρόνο εξελίχτηκαν από ένα λαϊκό κίνημα σε ένα πιο κλασικό κόμμα». Οπως είπε, ο ίδιος θα προτιμούσε αυτή η ωρίμανση να είχε γίνει σε μεγαλύτερο βάθος χρόνου, αλλά οι Podemos δεν είχαν αυτή την πολυτέλεια! «Αρχικά έπρεπε να φωνάξουμε για ν’ ακουστούμε», είπε ο Ιγκλέσιας και συνέχισε: «Τώρα που μας ακούν, μπορούμε να μιλάμε πιο ήπια και να δείχνουμε μια πλευρά πιο ανθρώπινη. Η δημόσια εικόνα μου ήταν αυτή ενός σταυροφόρου μέσα στο λάκκο με τα λιοντάρια. Και είναι πολύ θεαματική αυτή η εικόνα του λίγο σκληρού τύπου, αλλά δεν ανταποκρίνεται πια στη στιγμή».
Οι εκπρόσωποι του σύγχρονου ρεφορμισμού είναι αδίστακτοι. Δεν μοιάζουν με τα παλιά ρεφορμιστικά κόμματα, που συνήθως έπαιζαν το ρόλο αντιπολίτευσης. Θυμίζουν τη σοσιαλδημοκρατία στις στιγμές της πλήρους αστικοποίησής της. Γι’ αυτό και μιλούν με τέτοιο κυνισμό, αποκαλύπτοντας την τακτική τους: παριστάνουμε τους ριζοσπάστες, αποσπούμε λαϊκή υποστήριξη κι όταν έρθει η ώρα να κυβερνήσουμε, μόνοι μας ή σε συνεργασία με άλλα αστικά κόμματα, προσαρμοζόμαστε απόλυτα στις απαιτήσεις του συστήματος, εγκαταλείποντας και τον πιο στοιχειώδη ρεφορμισμό. Κι αυτό το ονομάζουν ωρίμανση! Στην πραγματικότητα πρόκειται για σάπισμα, αν σκεφτεί κανείς τη συχνότητα με την οποία εμφανίζονται και εξαφανίζονται αυτού του τύπου τα κόμματα, θυμίζοντας διάττοντες αστέρες.
Πριν από περίπου έναν αιώνα, βλέποντας το σάπισμα της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας, η Ρόζα Λούξεμπουργκ είχε γράψει κάτι που σήμερα, υπό το φως των πολιτικών εξελίξεων στη χώρα μας, είναι εξαιρετικά επίκαιρο: «Στην αστική κοινωνία ο ρόλος της Αριστεράς είναι ο ρόλος του κόμματος της αντιπολίτευσης. Σε κόμμα εξουσίας επιτρέπεται να υψωθεί μόνο πάνω στα ερείπια του αστικού κράτους».
Π.Γ.