Τίποτα καινούργιο δεν υπάρχει σ’ αυτά που η κυβέρνηση Παπανδρέου συμφώνησε με την «τρόικα» των ΔΝΤ-ΕΕ-ΕΚΤ. Τίποτα που να μην το γνωρίζαμε, που να μην έχει διατυπωθεί στις ετήσιες εκθέσεις του ΔΝΤ, του ΟΟΣΑ, της Κομισιόν, αλλά και στα μανιφέστα που από καιρού εις καιρόν εκδίδει ο ΣΕΒ.
Εδώ και πολλά χρόνια, με κάθε ευκαιρία, διεθνείς και εγχώριοι μηχανισμοί του κεφάλαιου διατυπώνουν προτάσεις και αιτήματα που συντείνουν στη μείωση του «κόστους εργασίας» και στη δημιουργία περισσότερης «ευελιξίας». Με άλλα λόγια, διατύπωναν προτάσεις για τη διαμόρφωση ενός πλέγματος εργασιακών σχέσεων που θα οδηγούσαν σε αύξηση του βαθμού εκμετάλλευσης της εργατικής δύναμης. Σε αύξηση του ποσοστού της υπεραξίας, για να μιλήσουμε με όρους πολιτικής οικονομίας.
Στη βάση τους τα πράγματα είναι εξαιρετικά απλά. Το σύνολο των εργασιακών σχέσεων διαμορφώνουν τους όρους πώλησης της εργατικής δύναμης. Αντανακλούν το επίπεδο ισορροπίας που έχει οδηγήσει η ταξική πάλη. Μια ισορροπία, όμως, που είναι πάντοτε ασταθής. Η εργατική τάξη προσπαθεί να βελτιώσει τους όρους πώλησης της εργατικής δύναμης και το κεφάλαιο προσπαθεί να πάρει πίσω ό,τι έχει αναγκαστεί να παραχωρήσει. Ισορροπία διαρκής και σταθερή δεν υπάρχει, γιατί δε μπορεί να υπάρξει. Η σχέση κεφάλαιου-εργασίας είναι καθαρά ανταγωνιστική.
Τις δυο τελευταίες δεκαετίες, στη χώρα μας η ισορροπία αλλάζει συνεχώς προς όφελος του κεφάλαιου. Ομως, το κεφάλαιο ποτέ δεν χορταίνει. Κυνηγώντας το μέγιστο κέρδος ασκεί πάντοτε πίεση πάνω στην εργατική τάξη. Γι’ αυτό και οι προτάσεις από τον ΣΕΒ και τους διεθνείς ιμπεριαλιστικούς ανταγωνισμούς έρχονταν με θαυμαστή περιοδικότητα και συνέπεια. Η διαχείριση της σημερινής κρίσης τους δίνει τη δυνατότητα να κάνουν πράξη και εκείνες τις απαιτήσεις τους που καμιά κυβέρνηση ως τώρα δεν τόλμησε να υλοποιήσει.
Εκείνο που πρέπει να σημειωθεί είναι ο κίνδυνος του ανοίγματος ενός νέου φαύλου κύκλου. Αν τα σημερινά μέτρα περάσουν, θα ακολουθήσουν άλλα, τα επόμενα χρόνια. Η εργατική τάξη θα βρεθεί σε εξαιρετικά δυσχερή θέση, όχι μόνο λόγω της μείωσης των μισθών και της καταρράκωσης των ασφαλιστικών δικαιωμάτων, αλλά και λόγω της δημιουργίας ενός τεράστιου εφεδρικού στρατού ανέργων, που θα ασκεί πίεση στα επίπεδα των μισθών και των εργασιακών σχέσεων.
Αν υποθέσουμε ότι μετά από μια περίοδο συνεχών υποχωρήσεων η εργατική τάξη θα καταφέρει να ανασυγκροτηθεί στοιχειωδώς και να αντιτάξει αποτελεσματική άμυνα, το κεφάλαιο θα έχει ήδη κερδίσει τόσο πολύ έδαφος που θα μπορεί, χωρίς ιδιαίτερη επίπτωση στην κερδοφορία του, να κάνει μερικές υποχωρήσεις, προκειμένου να εξασφαλίσει την ομαλή συνέχιση της εκμετάλλευσης. Μιλάμε για τη γνωστή λογική του Χότζα.
Το ερώτημα δεν είναι αν το κεφάλαιο θα συμπεριφερθεί σαν τον Χότζα, αλλά αν η εργατική τάξη θα συμπεριφερθεί σαν τον αφελή χωρικό που αισθάνθηκε ανακουφισμένος μετά το τρικ του Χότζα. Ομως, όταν έχεις δεχτεί μια τόσο σημαντική ήττα, δεν είναι εύκολο να αντεπιτεθείς, οπότε πάντα υπάρχει η πιθανότητα να αρκεστείς σε μερικά ψίχουλα, σκεφτόμενος τα χειρότερα.
Από κάθε άποψη, λοιπόν, η περίοδος στην οποία ήδη έχουμε μπει είναι ιστορική. Μπορεί να καθορίσει την πορεία της ταξικής πάλης για πολύ περισσότερα χρόνια απ’ αυτά που (υποτίθεται ότι) θα αναπτυχθεί το νέο «πρόγραμμα σταθερότητας». ‘Η θα μπούμε σε έναν καινούργιο φαύλο κύκλο, επιθετικότητας του κεφάλαιου από τη μια και «μετριοπαθών» ρεφορμιστικών διεκδικήσεων από την άλλη, ή θα έχουμε από τώρα την ανάπτυξη μιας ριζοσπαστικής αντίστασης.
Π.Γ.