Η φωτογραφία χαρακτηριστική: Στο φόντο ένα τεράστιο τρακτέρ. Μπροστά ο κύριος, με στολή πλούσιου φάρμερ του Κεντάκι, κρατά αγκαλιά την κυρία, που φορά το γουναρικό, το φιρμάτο γυαλί και όλα τα χαϊμαλιά. Και οι δύο χαμογελούν τρισευτυχισμένοι στο φακό. «Το μικρό σπίτι στο λιβάδι»; Οχι, «Αγρότες ψηφιακής τεχνολογίας», σύμφωνα με τον εντυπωσιακό τίτλο της «Ελευθεροτυπίας». Τίποτα στην εμφάνιση του χαμογελαστού ζεύγους δεν φανερώνει ανθρώπους του κάμπου. Ούτε φτωχούς, με τη φτώχεια αποτυπωμένη στα σκληρά πρόσωπα και στα τριμμένα ρούχα, ούτε πλούσιους, με το κιτς αποτυπωμένο στο ύφος, στα ρούχα, στην εμφάνιση. Το στήσιμο αποπνέει αέρα πρωτευουσιάνικο, γκλαμουριά αστών και όχι αρχοντόβλαχων.
Το ρεπορτάζ μας διαφωτίζει. Το ζεύγος των αγροτών έχει εγκαταλείψει την Αθήνα και την αεροναυπηγική (ο σύζυγος) και τη διακόσμηση (η σύζυγος) και εγκαταστάθηκε το 1983 στη Γυρτώνη της Λάρισας, φέρνοντας μια «άλλη άποψη για τη γεωργία και την αγροτική πολιτική, μια πιο προχωρημένη και high tech αντίληψη για τα επιλέξιμα και τις επιδοτήσεις». Δεν συμμετέχουν στις κινητοποιήσεις και τα μπλόκα, αλλά σερφάρουν στο Ιντερνετ, διαβάζουν επιστημονικά βιβλία, ενημερώνονται για τις νέες καλλιεργητικές μεθόδους κ.λπ.
Μετεμψύχωση του Μαρίνου Αντύπα, εκείνου του πρώιμου σοσιαλιστή που παράτησε πλούτη και καριέρα κι έγινε «ένα» με τους κολλήγους του κάμπου, για να πέσει από τα βόλια των τσιφλικάδων; Ούτε γι’ αστείο. Το ζεύγος καλλιεργεί κάθε χρόνο 800 στρέμματα βαμβάκι, σιτάρι, τριφύλλι, καλαμπόκι. Διαθέτει ένα τεράστιο υποστατικό με συγκρότημα αποθηκών για τα προϊόντα και τα γεωργικά μηχανήματα. «Αριστερά και δεξιά γεωργικά εξαρτήματα, θερμομετρητές εδάφους, ψεκαστικά, βαμβακοσυλλέκτες, συστήματα ποτίσματος, λιπασματοδιανομείς…».
Εχει και άποψη το ζεύγος: «Δεν μπορεί να λέγεται αγρότης ένας που έχει είκοσι, τριάντα στρέμματα και είναι ταξιτζής, ξυλουργός ή ό,τι άλλο παράλληλο επάγγελμα κάνει». Πολύ σωστά από τη μεριά τους. Η παπάς παπάς ή ζευγάς ζευγάς. Ο οικοδόμος της υπαίθρου, που κάνει καμιά εκατοστή μεροκάματα το χρόνο και καλλιεργεί και τα τριάντα στρέμματα του πατρικού κλήρου, μαζί με τη γυναίκα του, που επίσης κάνει καμιά εκατοστή εποχικά μεροκάματα στο συσκευαστήριο ντομάτας, πρέπει να εξαφανιστεί από την αγροτική παραγωγή. Το ίδιο και ο φτωχός αγρότης που έχει σαράντα στρέμματα δικά του και νοικιάζει καμιά εξηνταριά ακόμα, τα βάζει βαμβάκι και βγάζει (σύμφωνα με το αντικειμενικό σύστημα φορολόγησης) γύρω στα δυόμισι εκατομμύρια δραχμές το χρόνο. Στην παραγωγή πρέπει να μείνουν μόνο οι επιχειρηματίες με τα 500 στρέμματα και πάνω, με τις πολλές καλλιέργειες, με το μεγάλο κεφάλαιο σε κτίρια και μηχανήματα, με τις στρατιές των αγρεργατών (κατά προτίμηση αλλοδαπών, που είναι πιο… βολικοί στην εκμετάλλευση), με τις διασυνδέσεις με τους μηχανισμούς της εξουσίας.
Από τη σκοπιά τους πρέπει να τους αναγνωρίσουμε ότι έχουν δίκιο. Για τους επιχειρηματίες της αγροτικής παραγωγής ο φτωχός αγρότης είναι άχθος αρούρης. Δεν θέλουν να μπλέκεται στα πόδια τους. Οσο πιο γρήγορα προχωρήσει το ξεκλήρισμα τόσο το καλύτερο. Εκείνοι που δεν έχουν συνειδητοποιήσει την κατάσταση είναι οι φτωχοί αγρότες. Γι’ αυτό και άγονται και φέρονται από τους πολιτικάντηδες και τα «κεφάλια» της πλούσιας αγροτιάς στα χωριά, χωρίς στρατηγική, πνιγμένοι σε μια μάχη οπισθοφυλακών για την επιβίωση.
Π.Γ.