«Εγώ και η Λεπέν περιμαζεύουμε την κοινωνική κληρονομιά της Αριστεράς που πρόδωσε τις αξίες της, υπερασπιζόμαστε τους μη προνομιούχους που η Αριστερά έχει ξεχάσει». Αχαλίνωτος στη δημαγωγία του ο νεοφασίστας της ιταλικής Λέγκας, Ματέο Σαλβίνι, μας θύμισε ότι ο φασισμός στην άνοδό του πάντοτε χρησιμοποιούσε την κοινωνική δημαγωγία. Ο Μουσολίνι προερχόταν από το Σοσιαλιστικό Κόμμα, ο Χίτλερ βάφτισε το κόμμα του Εθνικό-Σοσιαλιστικό, για να πιάσει επαφή με τα εργατικά στρώματα που είχαν απογοητευτεί από τη γερμανική σοσιαλδημοκρατία.
Ο φασισμός ήθελε πάντοτε και έναν εχθρό. Ο Χίτλερ τον βρήκε στα πρόσωπα των Εβραίων και των Μπολσεβίκων. Οι σημερινοί φασίστες, με την εγκληματική κληρονομιά του ναζιφασισμού του Μεσοπολέμου να βαραίνει ακόμα και στις σημερινές γενεές, έχουν βρει τους μετανάστες. Και βέβαια, η φασιστική δημαγωγία πρέπει οπωσδήποτε να περιλαμβάνει και τον πόλεμο ενάντια στις «ελίτ». Ο Γκάουλαντ της AfD πήρε μια παλιά ομιλία του Χίτλερ ενάντια στις «διεθνικές ελίτ» και την… επικαιροποίησε. Ο Σαλβίνι, που εν αντιθέσει με τον Γκάουλαντ βρίσκεται ήδη στην κυβέρνηση, δηλώνει: «Εγώ δεν πιστεύω σε μια Ευρώπη χωρίς κανόνες, αλλά σε μια Ευρώπη που επενδύει στην εργασία και στην ευτυχία, σε μια Ευρώπη που δεν είναι σκλάβα του “μηδέν κόμμα κάτι“ και δεν περικόπτει τα κοινωνικά δικαιώματα».
Ο φασισμός του 21ου αιώνα δεν μπορεί να είναι -στα εξωτερικά του χαρακτηριστικά- πιστό αντίγραφο του φασισμού του πρώτου μισού του 20ού αιώνα.
Αν το έκανε αυτό, θα αποτύγχανε. Επί της ουσίας, όμως, χρησιμοποιεί τα ίδια εργαλεία. Κούφια αντικαπιταλιστική φλυαρία και άφθονη κοινωνική δημαγωγία.
Οπως αποδεικνύεται από τις εξελίξεις, η συνταγή είναι και πάλι αποτελεσματική. Πιο εύκολα απ' ό,τι ήταν κατά τον 20ό αιώνα. Γιατί τότε, ο φασισμός είχε ν' αντιμετωπίσει ένα οργανωμένο εργατικό κίνημα και ένα κομμουνιστικό κίνημα συνασπισμένο στην Κομμουνιστική Διεθνή, που συσπείρωνε εργατικές μάζες και έδινε μάχες. Ενώ σήμερα το αντίπαλο δέος απουσιάζει εντελώς.
Ετσι, ως αντίπαλο δέος του σύγχρονου φασισμού (της Ακροδεξιάς, όπως τον λένε οι αστικές δυνάμεις) εμφανίζονται τα παραδοσιακά αστικά ρεύματα (Χριστιανοδημοκρατία και Σοσιαλδημοκρατία) με την προσθήκη κατά περίπτωση των Πράσινων και της Ψευτοαριστεράς τύπου ΣΥΡΙΖΑ, Linke, Bloko.
Περιττεύει να πούμε ότι αυτοί οι αντίπαλοι, επειδή διαχειρίζονται την καπιταλιστική βαρβαρότητα, φουσκώνουν (όσο κι αν δεν το θέλουν) την πολιτική επιρροή του σύγχρονου φασισμού.
Η τακτική τους είναι να τραβήξουν τους φασίστες σε συνεργασία μαζί τους. Γι' αυτό ο Ορμπαν παραμένει στο ΕΛΚ. Γι' αυτό ο Σαλβίνι συγκυβερνά με τους… ριζοσπάστες Γκριλίστι. Γι' αυτό στην Ελλάδα μιλούσαν για τη δημιουργία «μιας σοβαρής Χρυσής Αυγής». Και γι' αυτό μιλούν για Ακροδεξιά και όχι για φασισμό.
Το πολιτικό παιχνίδι, βέβαια, είναι πιο σύνθετο απ' όσο παρουσιάζεται σ' αυτό το σχόλιο. Εκείνο που πρέπει να κρατήσουμε, όμως, είναι πως ο φασισμός είναι αστική και όχι αντικαπιταλιστική δύναμη. Ο «αντισυστημισμός», που οι «κανονικοί» αστοί πολιτικοί προσάπτουν ως κατηγορία στους φασίστες, πέραν του ότι υπηρετεί τη θεωρία των «δύο άκρων», αφορά καθαρά τις ενδοαστικές πολιτικές ισορροπίες. Οπου οι φασίστες αναρριχώνται στην εξουσία (δείτε τον Ορμπαν ή τους Κατσίνσκι στην Πολωνία) διαχειρίζονται εξίσου αποτελεσματικά τον καπιταλισμό, χρησιμοποιώντας ως όπιο τον ρατσισμό και τον κοινωνικό συντηρητισμό.
Θέλουμε να πούμε, ότι δεν μπορείς να πολεμήσεις το σύγχρονο φασισμό συμμαχώντας με τα παραδοσιακά αστικά κόμματα. Μόνο αναπτύσσοντας ένα επαναστατικό εργατικό κίνημα μπορείς να δώσεις αυτή τη μάχη.
Π.Γ.