«Να προσαρμοστεί το περιεχόμενο των προγραμμάτων σπουδών με στόχο την ανάπτυξη ειδικοτήτων αιχμής που να ανταποκρίνονται στις ανάγκες της αγοράς εργασίας», ζήτησε ο ΣΕΒ μετά τη συνάντησή του με την υπουργό Παιδείας.
«Η σύνδεση της Παιδείας και της επαγγελματικής κατάρτισης με την αγορά αποτελεί για το υπουργείο μεγάλη πρόκληση», είχε δηλώσει προηγουμένως η Αννα Διαμαντοπούλου.
Μετά από πολλά χρόνια, είναι η πρώτη φορά που επιχειρείται με τόσο απροκάλυπτο τρόπο η δημιουργία ενός πολτού με υλικά την παιδεία και την επαγγελματική κατάρτιση. Χρόνια τώρα τα όρια γίνονταν ολοένα και πιο δυσδιάκριτα, οι γκρίζες περιοχές γύρω από ό,τι αποκαλείται Παιδεία μεγάλωναν, έτσι που τώρα να επιδιωχτεί το άλμα. Υπάρχουν, άλλωστε και ορισμένες ευνοϊκές πολιτικές συνθήκες. Στην ηγεσία της κυβέρνησης και στην ηγεσία του αρμόδιου υπουργείου βρίσκονται δυο άνθρωποι που εδώ και χρόνια έχουν ταχθεί με τις πιο αγοραίες απόψεις για την Παιδεία. Παπανδρέου και Διαμαντοπούλου, δυο μισομορφωμένοι (για να μη πούμε αμόρφωτοι) τεχνοκράτες της πολιτικής, χωρίς την παραμικρή σχέση με αυτό που ονομάζουμε Παιδεία –και δη το ουμανιστικό της σκέλος– θεωρούν πως χρήσιμο είναι μόνο ό,τι μπορεί να πουληθεί, ό,τι έχει αντίκρισμα στην καπιταλιστική αγορά.
Ο,τι έχει απομείνει από το παρελθόν πρέπει να πεταχτεί σαν άχρηστο. Οποιος θέλει μόρφωση ας πληρώσει για να την κατακτήσει. Η κρατική εκπαίδευση οφείλει να προσφέρει μόνο δεξιότητες χρήσιμες για την αγορά εργασίας. Και μάλιστα δεξιότητες που δεν θα εγείρουν απαιτήσεις καλής πληρωμής. Εξ ου και η έννοια της επανακατάρτισης, δηλαδή της συμπλήρωσης των δεξιοτήτων έτσι που να ανταποκρίνονται σε νέες ανάγκες της αγοράς. Εξ ου και η διά βίου μάθηση, δηλαδή η συνεχής επανακατάρτιση, σε τρόπο ώστε κάθε φορά να παράγεται ένα αμόρφωτο και μισοειδικευμένο εργατικό δυναμικό.
Πρόκειται για μια αντιδραστική τάση του σύγχρονου καπιταλισμού, στην οποία –ειδικά στην Ελλάδα– αντιτάσσεται ένα μεγάλο κοινωνικό ρεύμα, που έχει διαμορφωθεί για συγκεκριμένους ιστορικούς λόγους. Ενα ρεύμα που ξεκινά από τα κάτω, από τα φτωχά λαϊκά στρώματα, και φτάνει μέχρι πάνω, μέχρι ένα κομμάτι των διδασκόντων στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, που δεν έχει απορροφηθεί εντελώς από τις σειρήνες του σαρώματος των πάντων.
Απέναντι σ’ αυτή την τάση αναπτύσσεται, δυστυχώς, και ένα μηδενιστικό ρεύμα, που ιδεολογικοποιεί τα πάντα και δημιουργεί τη δική του ψευδή συνείδηση: κάτω τα σχολεία – μόνο αυτομόρφωση – αδιαφορούμε για κάθε μορφή κρατικής παιδείας κ.λπ. Πίσω απ’ αυτόν τον φαινομενικά επαναστατικό λόγο κρύβεται μια άκρως συντηρητική αντίληψη. Αν οι οπαδοί του Αλτουσέρ και του λεγόμενου αριστερού ευρωκομμουνισμού θεωρούσαν πως μπορούν να γκρεμίσουν τον καπιταλισμό ηγεμονεύοντας στους ιδεολογικούς του μηχανισμούς, το μηδενιστικό ρεύμα θεωρεί πως πρέπει να εγκαταλείψουμε εντελώς τον αγώνα για τη λαϊκή μόρφωση, επειδή καθετί που προέρχεται από το κράτος είναι εξ ορισμού διαβολικό.
Ετσι, το μέτωπο αντίστασης αδυνατίζει και το πεδίο ελευθερίας των υπερσυντηρητικών αστικών δυνάμεων μεγαλώνει.
Από τις στήλες της «Κ» έχει εξηγηθεί πολλές φορές ότι ο αγώνας ενάντια στην εκπαιδευτική συντηρητική ανασυγκρότηση δεν είναι αγώνας για κατάκτηση των ιδεολογικών μηχανισμών του κράτους, αλλά αγώνας που όταν δίνεται με συνέπεια αναδεικνύει τα αδιέξοδα του καπιταλισμού και δημιουργεί όρους ρήξης της εργαζόμενης κοινωνίας και της νεολαίας της με το σύστημα της μισθωτής σκλαβιάς.
Π.Γ.