Πριν από μερικές μέρες, δημοσιεύτηκε σε μεγάλη αστική φυλλάδα (Τα Νέα, 23.10.2018) ενυπόγραφο άρθρο μιας φοιτήτριας στη Φιλοσοφική Σχολή του ΑΠΘ, υπό τον δραματικό τίτλο «Το πανεπιστήμιο μας ανήκει» (μάλλον την αδίκησε ο υλατζής της φυλλάδας – «Δώστε μας πίσω το πανεπιστήμιό μας» θα έπρεπε να γράφει ο τίτλος). Είμαστε σίγουροι ότι η κυρία έχει και άλλη ιδιότητα, πολιτική, αλλά επιλέγει να την κρύψει ώστε να εμφανίζεται ως απλό μέλος «μιας χούφτας φοιτητών και φοιτητριών» που «άναψαν μια μικρή σπίθα για να φωτίσουν τις τραγικές συνθήκες που επικρατούν στον χώρο του πανεπιστημίου, όπου γίνεται εμπόριο ναρκωτικών».
Εχει αναλυθεί πολλές φορές από τις αρμόδιες στήλες της εφημερίδας μας η σκοπιμότητα της εκστρατείας ενάντια στην «ανομία» που υποτίθεται ότι επικρατεί στα πανεπιστήμια. Στόχος δεν είναι μόνο το χτύπημα του ασύλου και η μετατροπή των πανεπιστημίων σε «νεκροταφεία», αλλά και η διασπορά του τρόμου στη μάζα των «νοικοκυραίων», που έτσι και αισθανθούν ανασφαλείς, είναι έτοιμοι να συρθούν πίσω από όποιον εκπροσωπεί το δόγμα «νόμος και τάξη». Εδώ θα σταθούμε σε μια άλλη πλευρά αυτής της εκστρατείας.
Οι σχολές του ΑΠΘ (στο οποίο συνέβη να σπουδάσει και ο γράφων, πριν από κάμποσες δεκαετίες) είναι διάσπαρτες σ' ένα τεράστιο «κάμπους», το οποίο βρίσκεται στην καρδιά της πόλης. Είναι απολύτως λογικό, στον περιβάλλοντα χώρο αυτής της μεγάλης έκτασης (στην οποία υπάρχει, επίσης, ένα από τα μεγαλύτερα νοσοκομεία της πόλης, το ΑΧΕΠΑ) να βλέπεις κάθε είδους «εξωπανεπιστημιακά» φαινόμενα. Από μικροπωλητές που πωλούν πράγματα στους επισκέπτες του ΑΧΕΠΑ, μέχρι ζευγαράκια που αγκαλιάζονται τους ζεστούς μήνες στο γρασίδι, από πιτσιρικάδες που κλωτσάνε μια μπάλα ή κάνουν σκέιτμπορντ, μέχρι τοξικομανείς που αγοράζουν τη δόση τους κτλ. κτλ.
Απ' όλ' αυτά τα φαινόμενα, οι «ευαίσθητοι» φοιτητές (της ΟΝΝΕΔ και σίας) επέλεξαν τους τοξικομανείς. Οχι τυχαία, ασφαλώς. Το θέμα «πουλάει», όχι μόνο στους «νοικοκυραίους» αλλά γενικότερα. Και δίνει λαβή για να δημιουργηθεί ένας αόριστος φόβος: «απειλούν τα παιδιά μας, δεν τ' αφήνουν να σπουδάσουν». Από φοιτητές, ανθρώπους κατά τεκμήριο ευαίσθητους, θα περίμενε κανείς επίδειξη ανθρωπισμού απέναντι σ' αυτούς τους παρίες της κοινωνίας μας. Δεν είναι, όμως, όλοι οι φοιτητές κοινωνικά ευαίσθητοι (ποτέ δεν ήταν, μη γελιόμαστε).
Ερχονται, λοιπόν, αυτά τα ανθρωποειδή και παραδίδουν μαθήματα κοινωνικού αμοραλισμού, αηδιαστικού ατομικισμού και παρτακισμού: πάρτε τους τοξικομανείς από εδώ, δε θέλουμε να τους βλέπουμε!
Αυτό είναι που ζητούν. Δεν κάνουν αγώνα κατά της τοξικοεξάρτησης (που και λαθεμένα προτάγματα να είχε, θα είχε τουλάχιστον ευγενές κίνητρο). Απλά δε θέλουν τους τοξικομανείς στη γειτονιά τους. Αύριο θα είναι οι ίδιοι που θα ζητήσουν να κυνηγηθούν οι τοξικομανείς και από άλλα μέρη, ώστε να μην τους βλέπουν και όταν μετακινούνται από το πανεπιστήμιο προς τα «ιν» στέκια της πόλης όπου διασκεδάζουν.
Η τοξικοεξάρτηση, βέβαια, δεν πρόκειται να εξαλειφθεί. Οπως δεν εξαλείφθηκε στην Αθήνα το 2004, όταν -ενόψει ολυμπιακών αγώνων- η αστυνομία έσπρωξε τις πιάτσες μακριά από το ιστορικό κέντρο, στο οποίο -φυσικά- έχουν επανέλθει, όπως γνωρίζουν όλοι οι κάτοικοι του «κλεινού άστεος». Αυτό, όμως, δεν ενδιαφέρει τους γιάπηδες των πανεπιστημίων. Τους ενδιαφέρει μόνο η πάρτη τους. Θέλουν χώρους «καθαρούς» από ό,τι μπορεί να ενοχλήσει το άρρωστο βλέμμα τους. Θέλουν πόλεις-νεκροταφεία, στις οποίες θα περιφέρουν τις φιλοδοξίες τους, την αμορφωσιά τους, τον καριερισμό και τον αγριανθρωπισμό τους. Α, η κόκα και οι αμφεταμίνες, που χρησιμοποιούν κατά κόρον οι άνθρωποι του είδους τους δεν τους ενοχλούν. Τα «ντιλ» στους χώρους τους γίνονται αθόρυβα, πολιτισμένα, όπως ταιριάζει στα παράσιτα του αστικού βάλτου.
Π.Γ.