«Γιατί έχουμε ένα χρέος ονομαστικό και ένα χρέος σε καθαρή παρούσα αξία. Αν το προεξοφλούσαμε το χρέος μας τώρα πόσο θα ήταν; Αυτοί που είναι μέσα στην αγορά, μέσα στην πιάτσα, ξέρουν την πραγματικότητα». Το επιχείρημα αρέσει πάρα πολύ στον Βενιζέλο και το επαναλαμβάνει σε κάθε ευκαιρία.
Μόνον αυτός. Κανένας άλλος. Δεν ακούσαμε για παράδειγμα τον Στουρνάρα ή τον Χαρδούβελη να ισχυρίζονται πως το χρέος στην πραγματικότητα είναι το μισό, γιατί τόσο αποτιμάται σε όρους καθαρά παρούσας αξίας.
Αυτοί που είναι μέσα στην αγορά, στην πιάτσα, πράγματι ξέρουν την πραγματικότητα. Μόνο που αυτή είναι ακριβώς αντίθετη απ’ αυτή που περιγράφει ο Βενιζέλος. Διότι το σόφισμά του στηρίζεται σε ένα τεράστιο «αν». Αν προεξοφλούσαμε το χρέος τώρα, πόσο θα ήταν; Αυτό δε θα το μάθουμε ποτέ, γιατί απλούστατα το ελληνικό κράτος δε διαθέτει τα κεφάλαια για να επαναγοράσει το χρέος του.
Το χρέος πράγματι αλλάζει χέρια. Και αλλάζει σε τιμές παρούσας αξίας, που είναι χαμηλότερες από τις ονομαστικές τιμές των ομολόγων. Αυτό, όμως, αφορά εκείνους που πωλούν και εκείνους που αγοράζουν ελληνικά ομόλογα, όχι το ελληνικό κράτος. Το ελληνικό κράτος δεν συμμετέχει σε τέτοιες αγοραπωλησίες, γιατί απλούστατα δεν έχει λεφτά για να επαναγοράσει τα ομόλογά του.
Παρούσα αξία έχουν τα ομόλογα για όποιον μπορεί να τ’ αγοράσει πριν τη λήξη τους. Αυτοί είναι οι διεθνείς τοκογλύφοι, οι οποίοι συνεχώς αγοράζουν και πωλούν ομόλογα, φτιάχνουν «επενδυτικά προϊόντα» μ’ αυτά, τζογάρουν, γενικώς κερδοσκοπούν.
Για το ελληνικό κράτος τα ομόλογα εξακολουθούν να έχουν την ονομαστική τους αξία, στην οποία θα τα αποπληρώσει κατά την ημερομηνία λήξης τους.
Ακόμη και σε περιόδους που η τιμή τους πέφτει, δεν έχει τη δυνατότητα να τ’ αγοράσει ελαφρύνοντας το χρέος του.
Πρέπει μάλιστα να σημειώσουμε ότι η «παρούσα αξία» ίσχυε και για τα παλιά, τα προ κρίσης ομόλογα. Το ελληνικό κράτος, όμως, όχι μόνο δεν μπορούσε να τα επαναγοράσει όταν η τιμή τους έπεφτε, αλλά αντίθετα δανειζόταν ολοένα και περισσότερα. Συνήθως δανειζόταν για να αποπληρώσει τα ομόλογα που έληγαν, τα οποία φυσικά αποπλήρωνε στην ονομαστική τους αξία.
Ο Βενιζέλος επαναλαμβάνει συνεχώς αυτή την παπαριά γιατί διακατέχεται από ένα κόμπλεξ. Θεωρεί ότι ο ελληνικός λαός όφειλε να του αναγνωρίσει ότι ως υπουργός Οικονομικών κατάφερε να μειώσει το χρέος! Μ’ αυτό το κόμπλεξ θα ζήσει τα υπόλοιπα χρόνια της ζωής του και θα επαναλαμβάνει συνεχώς την ίδια παπαριά, όπως κάνει ο Μητσοτάκης που κι αυτόν τον… αδίκησε ο ελληνικός λαός. Γι’ αυτό και δεν αξίζει τον κόπο ν’ ασχολούμαστε μαζί του.
Για μας σημασία έχει να κρατήσουμε δύο πράγματα. Πρώτο, ότι από πλευράς χρέους το ελληνικό κράτος βρίσκεται σήμερα στο σημείο που βρισκόταν και το 2010. Το χρέος ξεπερνά το 170% του ΑΕΠ. Δεύτερο, ότι για τους τοκογλύφους του διεθνούς χρηματιστικού κεφάλαιου το χρέος των εξαρτημένων-υπερχρεωμένων κρατών είναι ένα εργαλείο απομύζησης αξιών που παράγονται από την εργατική τάξη, την αγροτιά και τους παραγωγικούς μικροαστούς σ’ αυτές τις χώρες.
Το γεγονός ότι η «παρούσα αξία», δηλαδή η αξία στην οποία πωλούνται τα ομόλογα πριν τη λήξη τους, είναι χαμηλότερη από την ονομαστική τους αξία δείχνει πως τα επιτόκια είναι τόσο τοκογλυφικά που επιτρέπουν το κεφάλαιο να παίρνεται πίσω πριν τη λήξη των ομολόγων. Ο χώρος δεν επιτρέπει μια εκτεταμένη ανάλυση του φαινομένου, γι’ αυτό επικεντρωνόμαστε στο πολιτικό συμπέρασμα.
Αυτοί που υποστηρίζουν ότι «δανειστήκαμε και πρέπει να πληρώσουμε τα χρέη μας» (και ο ΣΥΡΙΖΑ ανήκει πλέον σ’ αυτούς) δουλεύουν σαν προπαγανδιστές του χρηματιστικού καπιταλισμού, κρύβοντας από τον ελληνικό λαό το γεγονός ότι τα χρέη έχουν πληρωθεί ακριβά, πολύ πριν τη λήξη τους.
Π.Γ.