Τα εξής εκπληκτικά έγραψε προ ημερών ο Γιώργος Δελαστίκ στο «Πριν» (προσοχή: στο «Πριν», όχι στο «Εθνος»):
«Οι εκλογές του Οκτώβρη, από πλευράς αντικειμενικών παραγόντων, θα μπορούσαν να αποτελέσουν χρυσή ευκαιρία για την Αριστερά. Κανένα ισχυρό λαϊκό ρεύ-μα δεν υπάρχει υπέρ του ΠΑΣΟΚ, ενώ η ΝΔ πορεύεται προς αυτές με ηττοπάθεια και σε κατάσταση αποσύνθεσης. Αν η Αριστερά –και ειδικά σε ό,τι αφορά στην ριζοσπαστική τάση της που μας ενδιαφέρει περισσότερο– κατόρθωνε να ξεπεράσει επαρκώς τις υποκειμενικές αδυναμίες, θα ήταν πραγματικά εφικτό σε αυτές τις εκλογές όχι μόνο να αυξήσει ουσιωδώς τα ποσοστά της, αλλά και να αναδειχθεί και πάλι σε παράγοντα επηρεασμού των πολιτικών εξελίξεων, ξεφεύγοντας από το περιθώριο. Για να δούμε, θα καταφέρει τίποτα αυτή τη φορά;».
Ο ίδιος αρθρογράφος, στη στήλη του στο «Εθνος» αυτή τη φορά, έγραψε ένα ρέκβιεμ για τον ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ, κεντρική ιδέα του οποίου ήταν το ότι «δεν υπάρχει περίπτωση» να αποδειχτεί «χρήσιμος για την Αριστερά ένας ΣΥΝ ή ένας ΣΥΡΙΖΑ της τάξης του 3%», διότι «ένα κόμμα του 3% είναι αδύνατο να επηρεάσει την πολιτική μιας κυβέρνησης προς αριστερή κατεύθυνση», ακόμα και αν «η κοινοβουλευτική αριθμητική αναγορεύει τις έδρες του 3% σε αναγκαίες για τον σχηματισμό κυβερνητικής πλειοψηφίας». Η απογοήτευση του Γ. Δελαστίκ από την κατρακύλα του ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ είναι μεγάλη, διότι «προς στιγμή φάνηκε το 2007 ότι είχε τα φόντα όχι απλώς να ξεκολλήσει, αλλά και να εκτοξευτεί σε πρωτοφανή ύψη για τα μέτρα του, συνεισφέροντας ώστε να γεννηθούν ελπίδες πως το συνολικό ποσοστό της Αριστεράς, από κοινού με το ΚΚΕ και τις εξωκοινοβουλευτικές ομάδες, θα μπορούσε να πλησιάσει ακόμη και το 20%».
Τι να πρωτοσχολιάσει κανένας σ’ αυτή την προσέγγιση; Η δημιουργία μιας φανταστικής «μεγάλης Αριστεράς», στην οποία αθροίζονται αντικαπιταλιστικές δυνάμεις και δυνάμεις που προγραμματικά-στρατηγικά-τακτικά δεν βγαίνουν έξω από τα όρια του καπιταλιστικού συστήματος (ΚΚΕ, ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ) είναι μάλλον το έλασσον. ‘Η, αν θέλετε, είναι ο όρος για να γίνει το σάλτο προς τον αστικό κυβερνητισμό.
Ο αρθρογράφος χρησιμοποιεί στο «Πριν» την κάπως νεφελώδη (αν και ευεξήγητη) φράση «η Αριστερά να αναδειχτεί σε παράγοντα επηρεασμού των πολιτικών εξελίξεων», για να την εξηγήσει με σαφήνεια στο «Ε-θνος», μιλώντας για δυνατότητα επηρεασμού «της πολιτικής μιας κυβέρνησης προς αριστερή κατεύθυνση», από μια «Αριστερά» μ’ ένα ποσοστό κοντά στο 20%!
Ως προς τα ποσοστά, μια τέτοια «Αριστερά» διαμορφώνεται ήδη στη Γερμανία με το ομώνυμο κόμμα των Λαφοντέν-Γκίζι. Ως προς τη δυνατότητα να «επηρεάσει προς αριστερή κατεύθυνση» την πολιτική μιας κυβέρνησης, υπάρχουν πολλά παραδείγματα από το παρελθόν (βλέπε Γαλλία τη δεκαετία του ‘70) και το πολύ πρόσφατο παρελθόν (Ιταλία). Το ιταλικό «πείραμα», μάλιστα, το έφερνε ως παράδειγμα προς αποφυγή η Συριζική πλειοψηφία (προεξάρχοντος του Τσίπρα), για να αρνηθεί κυβερνητική συνεργασία με το ΠΑΣΟΚ, ακόμη και την περίοδο της άνθισης των δημοσκοπικών ποσοστών του ΣΥΡΙΖΑ. (Από άποψη πολιτικής γεωγραφίας, η Συριζική πλειοψηφία τοποθετήθηκε στ’ αριστερά του Γ. Δελαστίκ!).
Μιλώντας με όρους πολιτικής λογικής, εύκολα αντιλαμβάνεται κανείς πως αν υπήρχε δυνατότητα επηρεασμού της πολιτικής μιας κυβέρνησης «προς αριστερή κατεύθυνση», εύκολα θα μπορούσε να ξεπεραστεί η όποια πίεση μ’ ένα συνασπισμό των μεγάλων αστικών κομμάτων. Εκτός αν αυτή η «αριστερή κατεύθυνση» δεν είναι παρά φύλλο συκής για μια πολιτική διαχείρισης του καπιταλισμού με λίγα… καταπραϋντικά.
Π.Γ.