Ο Ανδρέας Παπανδρέου είχε λανσάρει τον διαχωρισμό κυβέρνησης-κόμματος. Θέλοντας να αποφύγει την πίεση της ευρύτατης (τότε) κομματικής βάσης του ΠΑΣΟΚ, που ζητούσε υλοποίηση των υπεσχημένων, έλεγε πως το κόμμα οραματίζεται και διατυπώνει αιτήματα, ενώ η κυβέρνηση είναι υποχρεωμένη να κινείται στη σφαίρα του εφικτού. Αλλο το επιθυμητό, άλλο το εφικτό, ήταν μια από τις παροιμιώδεις ατάκες του.
Οι Τσιπραίοι, αφού επανέλαβαν σε δεκάδες εκδοχές την ατάκα του Παπανδρέου (το επιθυμητό ήταν να σκίσουν τα Μνημόνια, αλλά το εφικτό τους «ανάγκασε» να προσθέσουν ένα τρίτο Μνημόνιο στα δύο προηγούμενα και να συμφωνήσουν στα μέτρα ενός τέταρτου), κάνουν τώρα ένα βήμα παραπέρα, λανσάροντας τον διαχωρισμό κόμματος-κυβέρνησης-χώρας. Για να δικαιολογήσουν την αισχρή στάση του Τσίπρα ενώπιον του Τραμπ, κατανάλωσαν άφθονο μελάνι για να μας πουν ότι αυτός στις ΗΠΑ εκπροσωπούσε τη χώρα και όχι τον ΣΥΡΙΖΑ ή την Αριστερά.
Παραβλέποντας (χάριν οικονομίας) το ότι μπορούσε, αν ήθελε, να είναι λίγο πιο «μαζεμένος» και να μην του τρέχουν τα σάλια μπροστά στο ανθρωποειδές με το καροτί μαλλί, πάμε κατευθείαν στο συμπέρασμα: αφού ο Τσίπρας εκπροσωπούσε τη χώρα, η χώρα είναι αμερικανόδουλη! Για να το πούμε πιο σωστά, αυτοί που κυβερνούν σήμερα είναι αποφασισμένοι να συνεχίσουν την αμερικανοδουλεία. Κι όσα έγραφαν στο πρόγραμμά τους ήταν ψέματα για να κοροϊδέψουν τον ελληνικό λαό και να του κλέψουν την ψήφο. Ηταν αποφασισμένοι να μην αλλάξουν το στάτους της αμερικανοδουλείας: έτσι τα βρήκαμε, έτσι θα πορευτούμε.
Ο συλλογισμός, βέβαια, διαβάζεται και αντίστροφα: για να είναι οι συριζαίοι αναγκασμένοι να γράφουν στο πρόγραμμά τους διάφορα αντιαμερικάνικα και αντινατοϊκά, προκειμένου να τους ψηφίσει ο κόσμος, σημαίνει ότι «η χώρα» δεν είναι αμερικανόδουλη. Αν ως χώρα εννοούμε τον λαό της. Εκτός αν ως «χώρα» εννοούμε την αστική τάξη και μια δράκα δεξιών και ακροδεξιών που από παράδοση ορκίζονται σε ξένες σημαίες (άλλοτε στη βρετανική, μετά στο χιτλερικό αγκυλωτό σταυρό, στη συνέχεια στην αστερόεσσα).
Εκτός από ξενόδουλοι, είναι και γελοίοι. Σ' αυτόν που ονομάζουμε αριστερό κόσμο δεν πιάνουν αυτά. Κι όταν αυτός ο κόσμος ακούει κάποιον Κατρούγκαλο να λέει με το γνωστό γλοιώδες ύφος του, ότι ο Τσίπρας έκανε ό,τι και ο Στάλιν όταν συναντιόταν με τους Ρούσβελτ και Τσόρτσιλ, βλαστημάει που δεν τον έχει μπροστά του να τον αρχίσει στα χαστούκια (δε χρειάζεται να πούμε γιατί).
Ομως, όπως συνέβαινε όλες τις εποχές -και ιδιαίτερα σε εποχές που δεν υπάρχει αγωνιστική ανάταση- αυτές οι γελοιότητες, που βαφτίζονται «ρεάλ πολιτίκ», μπορεί να επηρεάσουν έναν κόσμο. Οταν αισθάνεσαι ηττημένος, ανήμπορος, αβοήθητος, μπορεί να κλείσεις τα μάτια και τ' αυτιά επειδή το θέαμα σου προκαλεί αηδία και ταυτόχρονα να το βάλεις «στο ράφι», θεωρώντας το ήσσονος σημασία.
Θα ξανακατέβουμε σε πορείες, θα ξαναφωνάξουμε «φονιάδες των λαών Αμερικάνοι», όμως επαναστατική πολιτική δεν μπορούμε να κάνουμε μόνο με τα συνθήματα. Δε βρισκόμαστε στα 1947, ούτε στα 1961, ούτε στα 1974, όταν κάποια πράγματα θεωρούνταν δεδομένα και τα συνθήματα εξέφραζαν μια πλειοψηφία που αγωνιζόταν. Για πολύ κόσμο -ιδιαίτερο νέο και αγωνιστικά άπειρο- ο αντιιμπεριαλισμός είναι ζητούμενο. Κι αυτόν τον κόσμο δεν πρέπει να τον χαρίσουμε στους ξενόδουλους αστούς και στο πολιτικό τους προσωπικό.
Χρειαζόμαστε, λοιπόν, πειστική επιχειρηματολογία, που θα βάζει στο τραπέζι όλα τα δεδομένα, όλη τη γκάμα των επιχειρημάτων. Και χρειαζόμαστε συστηματική ζύμωση, που θα αποκαλύπτει τη στενή σύνδεση της ιμπεριαλιστικής εξάρτησης με το σύστημα του ελληνικού καπιταλισμού. Για να φανεί καθαρά πως καμιά αστική κυβέρνηση δεν μπορεί να εφαρμόσει αντιιμπεριαλιστική πολιτική, είναι πέρα από τη φύση της.
Π.Γ.