«Το σύνθημα “Να καταστρέψουμε τον πολιτισμό”, που έχει γεμίσει τους τοίχους της Αθήνας, δεν είναι έκφραση ανατρεπτικού οίστρου αλλά νεοπλουτίστικου κωλοπαιδισμού. Την καταστροφή του πολιτισμού την οραματίζονται σαν βιντεοπαιχνίδι και αντίδοτο στην ανία τους κάτι ρέμπελα παλικαράκια που έχουν από την κούνια τους το προνόμιο να διάγουν μια ανέμελη, άνετη ζωή μέσα στη ρούχλα».
Ο κ. Δημοσθένης Κούρτοβικ («Τα Νέα Σαββατοκύριακο», 7-8.12.2013) είναι ένας αναμφίβολα μορφωμένος άνθρωπος. Γνωρίζει πολύ καλά ότι το ίδιο ή παρόμοιου περιεχομένου συνθήματα διατυπώθηκαν από καλλιτεχνικές πρωτοπορίες σε διάφορες εποχές. Από τους γερμανούς ντανταϊστές στη Δημοκρατία της Βαϊμάρης μέχρι μερίδα των ρώσων φουτουριστών μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση. Και δεν εννοούσαν τίποτα διαφορετικό απ’ αυτό που εννοούν διάφοροι νέοι (με αναφορές, κατά κανόνα, στον αναρχικό χώρο) σήμερα: να καταστρέψουμε τον υπάρχοντα πολιτισμό, ο οποίος ταυτίζεται με τη βαρβαρότητα.
Βεβαίως, μπορεί κανείς να διαφωνεί με το σύνθημα. Και εμείς διαφωνούμε, για συγκεκριμένους λόγους, που έχουν να κάνουν με την αντίληψή μας για την εξέλιξη του πολιτισμού σε συνδυασμό με την κοινωνική εξέλιξη. Δε θα διανοούμασταν, όμως, ποτέ να χαρακτηρίσουμε αυτή την κραυγή αγωνίας νέων ανθρώπων «νεοπλουτίστικο κωλοπαιδισμό». Ειδικά σήμερα, με το 60% των νέων στην ανεργία και με την κοινωνική βαρβαρότητα να βαθαίνει μέρα με τη μέρα.
Ποιον πολιτισμό να υπερασπιστεί ο άνεργος νέος σήμερα; Τις Σούλες και τις Μπούλες της τηλεόρασης, που ακίζονται από το πρωί μέχρι το βράδυ; Τους βάρδους των σκυλάδικων; Το θέατρο των 15-20 ευρώ; Τις συναυλίες των δήθεν εναλλακτικών, με τα 10-15 ευρώ, που έχουν το χαρακτήρα αρπαχτής; Ακόμη κι αν υπάρχουν ψήγματα ποιότητας σ’ αυτόν τον πολιτισμό, πώς να τα ρουφήξει ο ανήσυχος νέος, όταν τα πνίγει η μπόχα του «δήθεν», η υποκρισία των καλλιτεχνών, η αβάσταχτη παπαρολογία τους που έχει ως κοινό τόπο το ότι «η κρίση μας έφερε πιο κοντά»;
Ποιον πολιτισμό προτείνει ο κ. Κούρτοβικ στον άνεργο νέο, στον φοιτητή που ατενίζει με απελπισία το μέλλον του, στον μελλοντικό εργάτη που του κατήργησαν ακόμα και τους καθηγητής της Τεχνικής Επαγγελματικής Εκπαίδευσης; Την «ποιότητα» των χορτάτων με τις κοινωνικές ευαισθησίες, που δεν μπορούν να ξεχωρίσουν τη διαφορά της αλληλεγγύης από τη φιλανθρωπία; Τα από άμβωνος κηρύγματα των εξωνημένων διανοούμενων, που έχουν γίνει οργανικά στοιχεία των ιδεολογικών μηχανισμών της αστικής τάξης;
Πριν από 50-60 χρόνια ουδείς θα διανοούνταν να ζητήσει την καταστροφή του Ρίτσου, του Λειβαδίτη, του Λουντέμη, του Κατράκη, του Καρούζου, του Παππά και τόσων άλλων διανοούμενων και καλλιτεχνών. Ξέρετε γιατί; Γιατί εκείνοι οι διανοούμενοι και καλλιτέχνες, κορυφές ο καθένας στον τομέα του, ανάσαιναν τον ίδιο αέρα με το λαό, εξορίζονταν στα ίδια ξερονήσια με τους αγωνιστές του απελευθερωτικού οράματος, προσπαθούσαν να δημιουργήσουν έναν καινούργιο πολιτισμό, στον αντίποδα του κυρίαρχου.
Πού είναι σήμερα τέτοιοι καλλιτέχνες και διανοούμενοι, δεμένοι σαν το νύχι με το κρέας με την άνεργη και την εργασιακά υποδουλωμένη νεολαία; Επειδή δεν υπάρχουν (πλην ελάχιστων εξαιρέσεων), ο ανήσυχος νέος φτάνει ακόμη και στο μηδενισμό και θέλει να καταστρέψει τον υπάρχοντα πολιτισμό. Οποιος δεν το καταλαβαίνει αυτό ή κάνει πως δεν το καταλαβαίνει, φτιάχνοντας ψευτοπροοδευτικά σχήματα, δεν είναι παρά εκφραστής ενός μπουρζουάδικου κωλοπαιδισμού (κι ας έχει προ πολλού περάσει την εφηβική ηλικία).
Π.Γ.