Το Παρίσι των εργατών με την Κομμούνα του θα γιορτάζεται πάντα σαν δοξασμένος προάγγελος μιας νέας κοινωνίας. Τους νέους μάρτυρές της τους έχει κλείσει μέσα στη μεγάλη της καρδιά η εργατική τάξη. Τους εξολοθρευτές τους τους κάρφωσε κιόλας η Ιστορία στον πάσαλο της ατίμωσης απ’ όπου δε μπορούν να τους λυτρώσουν μήτε όλες οι προσευχές των παπάδων τους.
Καρλ Μαρξ
Ηταν μια συγκλονιστική εμπειρία. Πολιτιστική και πολιτική ταυτόχρονα. Καθηλωμένοι επί 6 ώρες στις πολυθρόνες ενός αθηναϊκού κινηματογράφου παρακολουθήσαμε ένα κινηματογραφικό έπος (με τη μπρεχτική έννοια του όρου), που όμοιό του δεν έχει ξαναγίνει στην ιστορία του κινηματογράφου. Εξι καταιγιστικές ώρες που πέρασαν χωρίς να το καταλάβουμε.
Μιλώ για το «Η Κομμούνα (Παρίσι 1871)» του Πίτερ Γουότκινς, ενός δημιουργού που δικαίως η κυριαρχούμενη από τους αστούς αγορά της τέχνης έχει θέσει στο περιθώριο. Γιατί ο Γουότκινς δε μιλά με γρίφους και μισόλογα, αλλά με εικόνες-βόμβες και με έναν ξεκάθαρο ριζοσπαστικό-αντικαπιταλιστικό προσανατολισμό. Στο συγκεκριμένο έπος κατάφερε όχι απλά να μεταφέρει στην οθόνη την ιστορία της Κομμούνας του Παρισιού, αλλά να τη μετατρέψει σ’ ένα μάθημα για τους σημερινούς εργαζόμενους και τους σημερινούς νέους. Ταυτόχρονα, με τη μπρεχτική διαλεκτική μέθοδο της αποστασιοποίησης και της διάσπασης της δράσης, επικαιροποίησε τα διδάγματα της Κομμούνας, ενώ ταυτόχρονα έφτιαξε κι ένα σκληρό πολεμικό σχόλιο για το ρόλο των ΜΜΕ και ειδικά της τηλεόρασης.
Χρησιμοποιώντας ερασιτέχνες ηθοποιούς (ανάμεσά τους και μετανάστες «χωρίς χαρτιά») και μια δική του μέθοδο διδασκαλίας, που στηρίζεται κυρίως στη συλλογική μελέτη των ηθοποιών πάνω στην υπόθεση που καλούνται να υπηρετήσουν (ιστορική, κοινωνιολογική, πολιτική προσέγγιση) και στο ρόλο του καθένα, ο Γουότκινς μας έδωσε όλες τις πλευρές της Κομμούνας. Την αλληλεγγύη ανάμεσα στους προλετάριους, την εξύψωση αυτών των ταπεινών σε ηγέτρια τάξη, τον ενθουσιασμό και τη θαυμαστή πρωτοβουλία τους, την αυτοθυσία και τον ηρωισμό των Κομμουνάρων, και από την άλλη την ποταπότητα, τη χαμέρπεια, τη δολερότητα και τη βαρβαρότητα των αστών, που ολοκλήρωσαν τη νίκη τους μ’ ένα λουτρό αίματος 30.000 ανδρών, γυναικών και παιδιών, που έπεσαν όχι μόνο στα οδοφράγματα του Παρισιού, αλλά και από τα εκτελεστικά αποσπάσματα των Βερσαλιέρων.
Ταυτόχρονα, ο δημιουργός μας έδωσε μια εικόνα των ιδεών και των ρευμάτων που αναπτύχθηκαν και συγκρούστηκαν στο εσωτερικό της κομμούνας. Δίπλα στον ηρωισμό και την αυτοθυσία είδαμε την πολιτική αφέλεια και την ανωριμότητα των μπλανκιστών και των προυντονιστών και την οργανωτική αδυναμία των διεθνιστών σοσιαλιστών.
«Η αποφασιστική δυσμενής “σύμπτωση” αυτή τη φορά –έγραφε ο Μαρξ στον Κούγκελμαν στις 17 Απρίλη του 1871– δεν πρέπει καθόλου ν’ αναζητηθεί στις γενικές συνθήκες της γαλλικής κοινωνίας, αλλά στην παρουσία των Πρώσων στη Γαλλία και στη θέση τους ακριβώς έξω από το Παρίσι. Αυτό το ξέρανε πολύ καλά οι Παριζιάνοι. Αυτό το ξέρανε όμως και τα αστικά καθάρματα των Βερσαλλιών. Ακριβώς γι’ αυτό έβαλαν τους Παριζιάνους μπροστά στο δίλημμα ή να δεχτούν τον αγώνα ή να υποκύψουν δίχως αγώνα. Ο εκφυλισμός της εργατικής τάξης στην τελευταία περίπτωση θα ήταν μια πολύ μεγαλύτερη συμφορά από το χαμό ενός οποιουδήποτε αριθμού «αρχηγών». Η πάλη της εργατικής τάξης με την τάξη των κεφαλαιοκρατών και με το κράτος της μπήκε σε νέα φάση χάρη στον παρισινό αγώνα. Οποια κι αν είναι η άμεση έκβαση της υπόθεσης, έχει πια κερδηθεί ένα καινούργιο σημείο αναφοράς, κοσμοϊστορικής σημασίας».
Π.Γ.