Ο Ανδρέας Παπανδρέου, παντοδύναμος ηγέτης του ΠΑΣΟΚ, με σωρεία βαστάζων, κολαούζων και κολάκων να στηρίζουν την παντοδυναμία του (παροιμιώδης έχει μείνει η φράση του Κατσιφάρα «αν δεν υπήρχε ο Ανδρέας δε θα μας ήξεραν ούτε οι θυρωροί των πολυκατοικιών μας»), είχε ένα σλόγκαν για κάθε περίπτωση (και περίσταση). Κάποια στιγμή, λοιπόν, «οριοθέτησε» και τις σχέσεις κυβέρνησης-κόμματος: «η κυβέρνηση κυβερνά, το κόμμα ελέγχει».
Φυσικά, το κόμμα δεν ασκούσε κανέναν έλεγχο στην κυβέρνηση, η οποία επίσης δεν ασκούσε κανέναν έλεγχο στον πρωθυπουργό. Οχι επειδή ο Παπανδρέου είχε φροντίσει να ενισχύσει θεσμικά το ρόλο του πρωθυπουργού με τη συνταγματική αναθεώρηση του 1985, αλλά γιατί πάνω από το ΠΑΣΟΚ ως κόμμα και πάνω από τις κυβερνήσεις του στεκόταν ο Παπανδρέου, που ανεβοκατέβαζε υπουργούς και κομματικά στελέχη, χωρίς να δίνει λογαριασμό σε κανέναν.
Το μοντέλο αυτό ονειρεύονται αυτοί που εμείς έχουμε ονομάσει Τσιπραίους. Η μικρή ηγετική ομάδα του μεγάρου Μαξίμου. Μόνο που στην περίπτωσή τους ισχύει η φράση του Μαρξ για την επανάληψη της Ιστορίας ως φάρσας. Οχι μόνο γιατί ο Τσίπρας δεν είναι Παπανδρέου και ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι ΠΑΣΟΚ (από την άποψη της μαζικότητας, κυρίως, και της επιρροής στις λεγόμενες κοινωνικές οργανώσεις), αλλά κυρίως γιατί η σημερινή περίοδος δεν μοιάζει σε τίποτα με την περίοδο της πρώτης μεταπολιτευτικής δεκαετίας-δεκαπενταετίας.
Παρά ταύτα, ακόμα και στελέχη που δε φαίνεται να ανήκουν στο στενό πυρήνα των Τσιπραίων, αλλά αισθάνονται την ανάγκη να πολιτευθούν με προσοχή και υπευθυνότητα έναντι των συμφερόντων της ελληνικής κεφαλαιοκρατίας και του συστήματός της, όπως ο αντιπρόεδρος Δραγασάκης, δεν μπορούν να διατυπώσουν διαφορετικό ιδεολόγημα για τη σχέση κυβέρνησης-κόμματος απ' αυτό που είχε διατυπώσει ο Α. Παπανδρέου.
Καμιά αστική κυβέρνηση δε θέλει να στηρίζεται σ'ένα δημοκρατικά δομημένο κόμμα. Οι κυβερνήσεις, ως διαχειριστές της εκτελεστικής εξουσίας, δε θέλουν να λογοδοτούν σε κόμματα. Γι' αυτό και το ίδιο το πολίτευμα έχει περιβάλει με υπερεξουσίες τον πρωθυπουργό. Αν εκδηλωθεί κρίση ανυπέρβλητη στις σχέσεις ενός πρωθυπουργού με το κόμμα του, ο πρωθυπουργός μπορεί να «ξηλώσει» το κόμμα, όχι το κόμμα τον πρωθυπουργό. Συνέβη αυτό πέρσι τον Ιούλη-Αύγουστο. Ο Τσίπρας συμφώνησε στο νέο Μνημόνιο χωρίς να ρωτήσει το κόμμα του, η μνημονιακή αντιπολίτευση του πρόσφερε στη Βουλή τη στήριξη που είχε χάσει με τη διαφωνία πολλών βουλευτών του, και στη συνέχεια πήγε σε εκλογές χωρίς να κάνει κομματικό συνέδριο, σπρώχνοντας τους διαφωνούντες εκτός ΣΥΡΙΖΑ.
Ο Δραγασάκης ξόδεψε 487 λέξεις, σε πρόσφατη συνέντευξή του στην «Εποχή» (εφημερίδα που εκφράζει τη φράξια των «53+») για να περιγράψει με όμορφα λογάκια το όραμά του για ένα κόμμα-βαστάζο της κυβέρνησης, που δε θα είναι «κόμμα-άθροισμα τάσεων», αλλά θα είναι «ένα ενιαίο κόμμα στο οποίο να μπορούν να υπάρχουν ιδεολογικά ρεύματα ή πρόσκαιρες ομαδοποιήσεις για συγκεκριμένα θέματα και όχι ένα άθροισμα τάσεων». Για να μην τον αδικήσουμε, πρέπει να πούμε ότι αυτά τα υποστήριζε και πριν την πρώτη εκλογική νίκη του ΣΥΡΙΖΑ (επειδή έβλεπε αυτό που ερχόταν με τους Λαφαζανικούς και σία).
Τώρα, ο Δραγασάκης «δείχνει» τη φράξια των «53+». Ομως, δεν υπάρχει αστικό κόμμα που να μπορεί να υπάρξει χωρίς εσωτερικούς μηχανισμούς. Και δεν υπάρχουν μηχανισμοί που δε θα συγκρουστούν στο εσωτερικό για το μοίρασμα της κομματικής εξουσίας (και της κρατικής εξουσίας, όταν το κόμμα βρίσκεται στην κυβέρνηση).
Ας μη δίνουμε, λοιπόν, καμιά σημασία στα μεγάλα λόγια που θ' ακουστούν στο συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ. Μια σύναξη μηχανισμών για το μοίρασμα της εξουσίας θα γίνει. Τίποτα περισσότερο, τίποτα λιγότερο.
Π.Γ.