«Αγώνες δόθηκαν νίκες όμως υπήρξαν; Η εύκολη απάντηση είναι όχι». Αυτό σημειώνουν σε άρθρο τους τα συνδικαλιστικά στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ (στην ΠΟΕ-ΟΤΑ και την ΑΔΕΔΥ) Γιώργος Χαρίσης και Βασίλης Γκιτάκος. Αφού χαρακτηρίσουν το «όχι» εύκολη απάντηση, δίνουν αμέσως παρακάτω τη «δύσκολη» απάντηση:
«Ομως η εμπέδωση από την πλειοψηφία των εργαζομένων ότι οι μεμονωμένοι αγώνες δεν έχουν πιθανότητα νίκης και ότι κανένα επιμέρους πρόβλημα δεν μπορεί να επιλυθεί αν παράλληλα δεν αντιμετωπιστούν τα μεγάλα προβλήματα της χώρας, που σχετίζονται με τη διαγραφή του χρέους, τη δίκαια ανακατανομή του πλούτου, την κοινωνικοποίηση μέσων παραγωγής και την παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας, αποτελεί βασική συνιστώσα μιας νικηφόρας κατάληξης. Εγινε συνείδηση πλέον και όχι μόνο στον κόσμο της Αριστεράς ότι αν δεν ανατραπούν οι μνημονιακές πολιτικές και οι κυβερνήσεις τους και μάλιστα αν δεν ανατραπούν με "θόρυβο" από τη λαϊκή οργή, δεν θα βρουν λύση τα αιτήματα των εργαζομένων και της κοινωνίας».
Ιδού, λοιπόν, η «δύσκολη» απάντηση: οι εργαζόμενοι συνειδητοποίησαν ότι οι αμυντικοί αγώνες τους είναι εξ ορισμού αναποτελεσματικοί. Το γεγονός της ηττοπάθειας που κατέκλυσε τους εργαζόμενους, οδηγώντας τους στην παθητικότητα και την ταξική αδράνεια ουδόλως ενοχλεί τους γραφειοκράτες συνδικαλιστές του ΣΥΡΙΖΑ. Αντίθετα, φαίνεται να τους ικανοποιεί, διότι «οι αγώνες αυτοί (σ.σ. οι αναποτελεσματικοί) έφεραν την Αριστερά στο προσκήνιο και την ελπίδα για ένα καλύτερο αύριο και μια δικαιότερη κοινωνία εφικτή. Αυτό δεν είναι λίγο, γιατί αποτελεί τη μεγαλύτερη νίκη του λαού μας τα τελευταία εβδομήντα χρόνια».
Ετσι λοιπόν. Η μεγαλύτερη νίκη του λαού μας τα τελευταία εβδομήντα χρόνια είναι ότι ο ΣΥΡΙΖΑ βρίσκεται προ των πυλών της κυβερνητικής εξουσίας! Αυτή η «μεγάλη νίκη» είχε ως προϋπόθεση την ήττα των επιμέρους κοινωνικών αγώνων!
Δεν πρωτοτυπούν τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ. Τον Περισσό αντιγράφουν, που είναι ο πρώτος διδάξας αυτή την αντίληψη. Την αντίληψη της εξ ορισμού αναποτελεσματικότητας των αγώνων για μερικές διεκδικήσεις, που αναπτύσσονται μέσα στον καπιταλισμό. Η μόνη διαφορά είναι ότι ο Περισσός υπόσχεται λύσεις στη μελλοντική «λαϊκή εξουσία», ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ υπόσχεται λύσεις «εδώ και τώρα», με την ανάδειξή του σε διαχειριστή της αστικής εξουσίας. Οι εργάτες, οι εργαζόμενοι, ο λαός δεν έχουν παρά να αυτοευνουχιστούν αγωνιστικά και να μετατραπούν σε μια μάζα ψηφοφόρων που θα δώσει την εκλογική νίκη στον ΣΥΡΙΖΑ.
Ο ΣΥΡΙΖΑ θέλει μια ταξικά αποπροσανατολισμένη και αγωνιστικά ευνουχισμένη εργατική τάξη. Γιατί η ταξική θολούρα και ο αγωνιστικός ευνουχισμός θα βοηθήσουν τον ΣΥΡΙΖΑ, αν κερδίσει την κυβερνητική εξουσία, να έχει άφθονη πίστωση χρόνου στη διαχειριστική πολιτική του.
Η πλάκα είναι πως όλοι όσοι υποστηρίζουν αυτές τις απόψεις, ξιφουλκούν τάχα κατά του ρεφορμισμού και του οικονομισμού και τάσσονται υπέρ του πολιτικού αγώνα της εργατικής τάξης. Ομως, οι Μαρξ και Λένιν μας δίδαξαν ότι ο αγώνας κατά του ρεφορμισμού και του οικονομισμού όχι μόνο δεν πρέπει να μηδενίζει τους μερικούς εργατικούς αγώνες, αλλά αντίθετα να τους μετατρέπει σε σχολειό για την καλλιέργεια της ταξικής συνείδησης και της ταξικής αυτοπεποίθησης. Στην περίπτωση των ΣΥΡΙΖΑίων έχουμε μια «πολιτικοποίηση» αντεπαναστατικού τύπου, που πάει πιο δεξιά και από τον παραδοσιακό ρεφορμισμό-οικονομισμό.
Π.Γ.