Η στήλη με την άδειά σας δραπετεύει αυτή τη βδομάδα από το στίβο της «καθαρής» πολιτικής, για να αναφερθεί σε ένα ιδιαίτερης σημασίας πολιτιστικό γεγονός. Ενα πολιτιστικό γεγονός που έλαβε χώρα στη μικρή αίθουσα της «Κ» το βράδυ του περασμένου Σαββάτου και το οποίο έχει τη δική του πολιτική σημασία (κι ας λένε ό,τι θέλουν οι εραστές της «καθαρής τέχνης»).
Ο γράφων ομολογώ ότι προσήλθε στην προβολή της κλασικής ταινίας του Τζίγκα Βέρτοφ «Ο άνθρωπος με την κινηματογραφική μηχανή», που θα συνοδευόταν «ζωντανά» από το αυτοσχεδιαστικό σύνολο «Διαθέσιμο Απόσπασμα Ταινίας» («Free Piece Of Tape»), με επιφυλάξεις. Εφυγε όχι απλά εντυπωσιασμένος και «γεμάτος», αλλά και με ένα αίσθημα ντροπής για τις a priori επιφυλάξεις του, που ταιριάζουν μόνο σε συντηρητικούς.
Οι τρεις «μουσικοί» που έντυσαν ηχητικά το αριστούργημα του σοβιετικού πρωτοπόρου κινηματογραφιστή, αραδιάζοντας μπροστά τους μηχανήματα της σύγχρονης τεχνολογίας, αναλογικά και ψηφιακά, κατάφεραν να δώσουν την εντύπωση σε αρκετούς που είχαν δει την ταινία πως βλέπουν «μια άλλη ταινία» (ορισμένοι μάλιστα επέμεναν σ’ αυτό και χρειάστηκε να τους πείσουμε ότι πρόκειται για την ίδια ταινία που είχαν ξαναδεί).
Τί ήταν αυτή η «άλλη ταινία»; Ηταν το ξαναζωντάνεμα του «έργου χωρίς υπότιτλους και χωρίς σενάριο», όπως προσδιόριζε την ταινία του ο Βέρτοφ, έτσι που να το παρακολουθεί κανείς όχι ως ένα ιστορικό ντοκουμέντο, αλλά ως μια σύγχρονη ταινία, τρομακτικά επίκαιρη, ως έναν ύμνο προς την κοινωνία του μέλλοντος. Πώς το κατάφεραν αυτό άνθρωποι που δεν είναι μουσικοί με την κλασική έννοια του όρου, αλλά οργανώνουν ήχους με τη βοήθεια των πιο σύγχρονων τεχνολογιών;
Νομίζουμε ότι δυο είναι τα στοιχεία που αποκωδικοποιούν το μυστικό της επιτυχίας τους. Πρώτο, απέφυγαν το ναρκισσισμό και την έπαρση της «αυτάρκειας» που χαρακτηρίζει συνήθως τα πρωτοποριακά ρεύματα στην τέχνη. Προσπάθησαν να κατανοήσουν όχι απλά το κινηματογραφικό αλλά το αισθητικό σύμπαν του Βέρτοφ και να επικοινωνήσουν μ’ αυτό. Αυτό, βέβαια, αποτελεί αναγκαία αλλά όχι και ικανή συνθήκη. Μπορεί μια ομάδα να προσπαθήσει αλλά να μην τα καταφέρει. Η συγκεκριμένη τα κατάφερε και αυτή ήταν η αίσθηση όλων όσων συζητήσαμε και ανταλλάξαμε απόψεις για την παράσταση.
Πέτυχαν γιατί -αυτό είναι το δεύτερο στοιχείο- κατάφεραν να ενώσουν τους ήχους τους με την ταινία με τρόπο διαλεκτικό. Οπτική και ηχητική μπάντα -η μία αποτυπωμένη στο σελιλόιντ πριν 75 χρόνια και η άλλη δημιουργούμενη αυτοσχεδιαστικά, με βάση το οργανωμένο από πριν υλικό και την έμπνευση των δημιουργών, αποτέλεσαν μια διαλεκτική ενότητα αντιθέτων που με την «πάλη» τους οδηγήθηκαν σε μια καινούργια σύνθεση.
Οπως έγραψαν σ’ ένα σύντομο σημείωμα για το πρόγραμμα της προβολής-παράστασης, ξεκίνησαν να ψάχνουν τον κινηματογραφιστή του Βέρτοφ έχοντας στη διάθεσή τους σύγχρονα τεχνικά μέσα που ο σοβιετικός πρωτοπόρος δεν μπορούσε να φανταστεί στην εποχή του. «Η οργάνωση του ήχου σαν μέρος του περιβάλλοντός μας, βασικό στοιχείο του προβληματισμού του Βέρτοφ, αποτέλεσε την παρτιτούρα για την δικιά μας δράση. Στόχος μας δεν είναι να συνοδεύσουμε μουσικά μια προβολή, αλλά η αναπαραγωγή του δικού μας καθημερινού ηχητικού περιβάλλοντος σε πραγματικό χρόνο με τη βοήθεια των προαναφερθέντων μέσων». Κατάφεραν να ανανεώσουν το έργο του Βέρτοφ, επειδή δούλεψαν «με τον τρόπο του Βέρτοφ», χρησιμοποιώντας τα δικά τους σύγχρονα μέσα. Οι ξενέρωτες ηχητικές συνοδείες αποτελούν πια παρελθόν. Η δύναμη απαιτεί δύναμη.
Π.Γ.