Ορισμένες φορές η Αλ. Παπαρήγα, στην προσπάθειά της να γίνει «λαϊκιά», αποκαλύπτει ενδιαφέροντα πράγματα για την πολιτική του Περισσού και θα πρέπει να την ευχαριστήσουμε γι’ αυτό. Μιλώντας, για παράδειγμα, στο Ηράκλειο της Κρήτης (βλέπε στο «Ριζοσπάστη» της 20.3.12) είπε να το παίξει και λίγο… μαρξίστρια. Η κάλπη, είπε, «οπωσδήποτε είναι μια μορφή λαϊκής παρέμβασης και δυστυχώς έχει αποδειχτεί η λιγότερο ελεύθερη και η λιγότερο αποτελεσματική, κι άλλωστε να σας πω: αν η αστική τάξη φοβόταν τις εκλογές θα είχε καταργήσει το κάθε τέσσερα χρόνια γενικό εκλογικό δικαίωμα. Σου λέει τα κουμαντάρω τα πράγματα, στην κάλπη».
Την κυνηγούν οι Ερινύες της νιότης της; Οχι, μην ανησυχείτε. Αλλωστε, η Παπαρήγα και στη νιότη της με τη ρεφορμιστική ΕΔΑ, το 20ό συνέδριο και την πραξικοπηματική 6η Ολομέλεια γαλουχήθηκε. Απλά, η αναφορά στην… ασημαντότητα των εκλογών ήταν μια… προεκλογική κουτοπονηριά. Αφού είπε τα παραπάνω, συνέχισε, χωρίς να βάλει τελεία: «Λοιπόν, δεν χρειάζεται κάποιος για να ψηφίσει το ΚΚΕ να είναι αποφασισμένος να παλέψει μέχρι τέλους για την εργατική λαϊκή εξουσία. Δεν είναι υποχρεωτικό να συμφωνήσει σε όλα μαζί μας. Κι αυτοί που μας έχουν ψηφίσει μέχρι τώρα, εμείς δε λέμε μας ψηφίζουν μόνο κομμουνιστές. Μας ψηφίζουν κι άλλοι που δεν είναι κομμουνιστές ή και που διαφωνούν (…) Ας κρατήσει τις διαφορές του κι ας τα βρούμε στην πορεία. Αλλωστε μέσα στην κάλπη δεν κρίνεται η επανάσταση. Δεν κρίνεται η ανατροπή, το ‘χουμε καθαρό αυτό».
Αυτό στην καθομιλουμένη λέγεται ζητιανιά ψήφων. Ελεήστε τον φτωχό τον Περισσό κι ας μη συμφωνείτε μαζί του. Ψηφίστε τον, γιατί τον εμπιστεύεστε, όπως είπε η Παπαρήγα. Ψηφίστε ένα κόμμα χωρίς να συμφωνείτε με το πολιτικό του πρόγραμμα!
Δεν γνωρίζουμε τι ψαριά θα πιάσει η ηγεσία του Περισσού μ’ αυτή την τακτική, ούτε και μας ενδιαφέρει. Η πραγματική ανάγνωση της προεκλογικής κουτοπονηριάς, όμως, είναι το ακριβώς αντίθετο απ’ αυτό που λέει η Παπαρήγα. Ενα επαναστατικό κόμμα, που θεωρεί ότι οι εκλογές δεν είναι τίποτα, δεν θα έπεφτε στο αξιοθρήνητο σημείο της πολιτικής ζητιανιάς. Θα κατέβαινε στις εκλογές (αν έπρεπε να κατέβει) με το πολιτικό του πρόγραμμα και στη βάση αυτού του προγράμματος θα ζητούσε ψήφο. Ενα αστικό, ψευτοεπαναστατικό κόμμα, όμως, πέφτει σ’ αυτό το επίπεδο γιατί θεωρεί ότι οι εκλογές είναι το άπαν. Επειδή οι κοινοβουλευτικοί αντίπαλοί του το κατηγορούν, καθαρά προβοκατόρικα, ότι είναι επαναστατικό, επειδή δεν θέλει να ομολογήσει το αντίθετο γιατί θα προκαλέσει θύελλα διαρροών κομματικών μελών του, εφευρίσκει αυτή την κουτοπονηριά ζητιανεύοντας ψήφο πολιτικής ελεημοσύνης.
Ανεξάρτητα από τη δική του ιδιαίτερη κομματική επιτυχία, που όπως προείπαμε μας είναι αδιάφορη, αυτή η τακτική προσφέρει ύψιστη υπηρεσία στο αστικό σύστημα, γιατί μπετονάρει τον κοινοβουλευτικό κρετινισμό: ναι μεν οι εκλογές δεν κρίνουν την επανάσταση, αλλά είναι σημαντικό να μας ψηφίσετε «κι ας τα βρού-με στην πορεία», όπως είπε η Παπαρήγα. Ο δήθεν αντικοινοβουλευτισμός μετατρέπεται στο αντίθετό του.
Γι’ αυτό και –ιδιαίτερα στις σημερινές συνθήκες– είναι σημαντικό να υπάρξει συγκροτημένη αντικοινοβουλευτική προπαγάνδα και ζύμωση. Μόνο έτσι θ’ αρχίσουν οι προβληματισμοί να μετατρέπονται σε σπάσιμο των δεσμών μ’ αυτό το φαύλο κύκλο της ανά τετραετία (ή και πιο σύντομα) επιλογής διαχειριστών της αστικής εξουσίας, διαχειριστών της βαρβαρότητας.
Π.Γ.