Αντιγράφω από το «Ριζοσπάστη» ερώτηση της ευρωβουλευτή του Περισσού Δ. Μανωλάκου προς το Συμβούλιο της ΕΕ:
«Χρόνια μετά την ψήφιση του νόμου για την άρση των συνεπειών του Εμφυλίου Πολέμου στην Ελλάδα, τα προβλήματα των πολιτικών προσφύγων και των απογόνων τους δεν έχουν λυθεί. Ο επαναπατρισμός τους δεν έχει ολοκληρωθεί και πολλοί πολιτικοί πρόσφυγες και απόγονοί τους ίσως να μην ξαναδούν την πατρίδα τους. Οσοι για διάφορους λόγους δεν μπόρεσαν να επαναπατριστούν μέσα στα ασφυκτικά χρονικά όρια (5 χρόνια) που καθόριζαν οι σχετικοί νόμοι και υπουργικές αποφάσεις θεωρήθηκαν εκπρόθεσμοι και έχασαν τα δικαιώματά τους, προπαντός τα ασφαλιστικά και συνταξιοδοτικά, καθώς και το δικαίωμα να διεκδικήσουν τις δημευμένες περιουσίες τους. Επίσης ο νόμος για τον επαναπατρισμό όριζε ότι μπορούν να επαναπατριστούν όσοι είναι “Ελληνες το γένος”, απαγορεύοντας τον επαναπατρισμό Ελλήνων πολιτών, κυρίως σλαβόφωνων, που συμμετείχαν με τους υπόλοιπους Ελληνες προπολεμικά σ’ όλες τις δραστηριότητες της ζωής στη χώρα μας, πολέμησαν στο Αλβανικό Μέτωπο το 1940, πήραν μέρος στην Εθνική Αντίσταση, στο Δημοκρατικό Στρατό Ελλάδας και βρέθηκαν πάλι μαζί με τους Ελληνες στην αναγκαστική πολιτική προσφυγιά.
Ποια είναι η θέση του Συμβουλίου για τους απαράδεκτους περιορισμούς που τίθενται για τον επαναπατρισμό των πολιτικών προσφύγων και για τη διάκριση που προκύπτει από τους ελληνικούς νόμους ενάντια στους σλαβόφωνους Ελληνες πολίτες;»
Είναι, βέβαια, συγκινητικό το ενδιαφέρον της ηγεσίας του Περισσού για τους εναπομείναντες με το ζόρι στην προσφυγιά αγωνιστές του ΔΣΕ, θα πρέπει όμως να σημειωθεί, ότι αυτό έρχεται με μεγάλη καθυστέρηση. Πρέπει δε να θυμίσουμε στους νεότερους, ότι το σχετικό νομοθέτημα της πρώτης περιόδου του ΠΑΣΟΚ φέρει και την υπογραφή των βουλευτών του Περισσού, προεξάρχοντος του Χ. Φλωράκη. Διαφώνησαν, βέβαια, με τη διάταξη περί επαναπατρισμού μόνο των «Ελλήνων το γένος», όμως αυτή η διαφωνία ήταν υποκριτική, αφού στο τέλος ψήφισαν το νόμο, για να μη χαλάσουν το κλίμα της «συνεργασίας των δημοκρατικών δυνάμεων». Και βέβαια, εκείνο που έμεινε δεν είναι η διαφωνία τους, αλλά ο νόμος. Ο πολιτικός πρόσφυγας που αυτοπροσδιορίζεται εθνικά ως Μακεδόνας (αυτός που στην Ελλάδα έχει πολιτογραφηθεί ως Σλαβομακεδόνας ή ντόπιος) θα πρέπει να αποποιηθεί την εθνική του ταυτότητα, να προσκυνήσει τον ελληνικό εθνικισμό, να υπογράψει δήλωση μετάνοιας στα βαθιά του γεράματα, για να ελπίζει σε επαναπατρισμό.
Στην Ισπανία δε μπορεί κανείς να διανοηθεί ότι δεν υπάρχουν Βάσκοι και Καταλανοί, αλλά «Βασκόφωνοι» και «Καταλανόφωνοι». Αντίθετα, στην Τουρκία διώκεται όποιος αποκαλεί τους Κούρδους με το εθνικό τους όνομα και όχι Κουρδόφωνους. Στην Ελλάδα είχαμε κάποιες διώξεις την περίοδο του «νέου μακεδονικού αγώνος» (όχι τύπου Τουρκίας), αλλά έκτοτε δεν εστιάζονται στην καταστολή. Δεν την έχουν ανάγκη, διότι στη χώρα βασιλεύει η εθνικιστική ομερτά, που αγκαλιάζει όλο το κοινοβουλευτικό πολιτικό φάσμα και κάμποσο από το εξωκοινοβουλευτικό. Οι Μακεδόνες βαφτίζονται «σλαβόφωνοι Ελληνες» οι οποίοι βρέθηκαν στην πολιτική προσφυγιά «με τους υπόλοιπους Ελληνες». Το ίδιο όπως οι Τούρκοι της Θράκης βαφτίζονται «Ελληνες μουσουλμάνοι». Σε τούτη τη νότια γωνιά της Ευρώπης κατοικεί ένα «συμπαγές, καθαρό έθνος». Κι όποιος δεν εθελοτυφλεί αποδεχόμενος αυτό το ψεύδος, μπορεί να ελπίζει μόνο σε ανθρωπιστική μεταχείριση, σαν κι αυτή που ζητά ο Περισσός για τους Μακεδόνες πρόσφυγες. Κατά τα άλλα, μιλούν για… διεθνισμό!
Π.Γ.