Την περασμένη βδομάδα, σε γενική συνέλευση του συλλόγου εκπαιδευτικών πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης Περιστερίου, δυο προβεβλημένα συνδικαλιστικά στελέχη του Περισσού (Γκεσούλης και Παπλωματάς) κατέστησαν σαφή τη διάρρηξη των σχέσεών τους με το κόμμα τους (ο ένας δημόσια, ο άλλος εμμέσως). Δεν πρόκειται για στελέχη μόνο του συγκεκριμένου συλλόγου, αλλά για τα πιο γνωστά στελέχη του Περισσού στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση, τα οποία επί σειρά ετών εναλλάσσονταν στη μία έδρα που έχει η παράταξή τους στη ΔΟΕ.
Ο λόγος της ρήξης, από τα λίγα που ειπώθηκαν δημόσια και από τα πιο πολλά που ειπώθηκαν στο περιθώριο (η είδηση έκανε αίσθηση, λόγω της ιστορίας των συγκεκριμένων συνδικαλιστών), φαίνεται πως είναι η ακολουθούμενη τακτική στο εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα. Η τακτική του απομονωτισμού, των χωριστών συγκεντρώσεων, της κήρυξης απεργιών από μια παράταξη, όπως είναι το ΠΑΜΕ, της στοχοποίησης των εργαζόμενων που δεν ακολουθούν το ΠΑΜΕ. Ο Γκεσούλης, μάλιστα, αποκάλυψε ότι του προτάθηκε να είναι υποψήφιος και μόλις εκλεγεί να παραιτηθεί! Να λειτουργήσει, δηλαδή, σαν ψηφοσυλλέκτης (λόγω του προσωπικού του κύρους) και μετά να τους δώσει την έδρα που σίγουρα θα κατακτούσε! Μιλάμε για πολιτική… αρχών!
Η τύχη των εν λόγω στελεχών ουδόλως μας απασχολεί. Αλλωστε, επί σειρά ετών πρωταγωνιστούσαν σε συνδικαλιστικά πραξικοπήματα και σε οπορτουνιστικές κινήσεις, όπως έγινε στην τελευταία μεγάλη απεργία των δασκάλων και νηπιαγωγών. Ούτε έχει σημασία αν το φαινόμενο είναι μεμονωμένο ή εκφράζει μια γενικότερη τάση στις γραμμές του Περισσού. Αν αξίζει κάτι να σχολιαστεί είναι τα αδιέξοδα στα οποία οδηγείται ένα αστικό-κοινοβουλευτικό κόμμα εξαιτίας της τακτικής του. Αδιέξοδα τα οποία είναι λογικό να διαβλέπουν πρώτα τα πιο έμπειρα συνδικαλιστικά στελέχη, που έρχονται σ’ επαφή με τον κόσμο, σε αντίθεση με τους γραφειοκράτες του κεντρικού κομματικού μηχανισμού και ορισμένους υπερφίαλους νεοσυνδικαλιστές, που έχουν καβαλήσει το καλάμι, αγνοώντας πως τέτοιες σεκταριστικές πολιτικές, που στήνουν τον κόσμο απέναντι και τον πυροβολούν, πληρώνονται πολιτικά.
Ούτε και το παραπάνω σχόλιο, όμως, είναι το μείζον σ’ αυτή την υπόθεση, αφού αφορά την πολιτική ενός κοινοβουλευτικού κόμματος. Το μείζον, που πρέπει να επισημανθεί και με αφορμή αυτό το περιστατικό, είναι το τεράστιο πολιτικό κενό της εργατικής τάξης. Η ύπαρξη κομμάτων σαν τον Περισσό, που κουνάνε κομμουνιστικές σημαίες και ξελαρυγγίζονται με αντικαπιταλιστικές κορόνες, αποτελεί έναν παράγοντα δημιουργίας σύγχυσης και συκοφάντησης –ιδιαίτερα στους νέους εργαζόμενους– των επαναστατικών κομμουνιστικών ιδεών. Ενα κόμμα που πολιτεύεται πραξικοπηματικά, που μεταχειρίζεται ακόμα και τα στελέχη του σαν αναλώσιμα εμπορεύματα, που με δυσκολία κρύβει ότι εκείνο που το ενδιαφέρει είναι μόνο η διευρυμένη αναπαραγωγή του στο αστικό πολιτικό παιχνίδι, σπρώχνει εργαζόμενους στο περιθώριο, στην απογοήτευση, την ιδιώτευση.
Ταυτόχρονα, όμως, η ύπαρξη κομμάτων-αναχωμάτων δείχνει με πιο επιτακτικό τρόπο πόσο απαραίτητη είναι η πολιτική οργάνωση της εργατικής τάξης. Δεν μπορεί η τάξη που αποτελεί το επαναστατικό υποκείμενο να εκφράζεται μέσα από συνδικαλιστικές ενώσεις, ελεγχόμενες από τις ποικίλες τάσεις της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας, ούτε μέσα από χαλαρά σχήματα που έχουν ως βασικό πρόταγμά τους την αλληλεγγύη. Οταν ο αντίπαλος είναι οργανωμένος πολιτικά, πρέπει και συ να οργανωθείς στο ίδιο επίπεδο. Αλλιώς θα άγεσαι και θα φέρεσαι από τους κάθε είδους πεμπτοφαλαγγίτες.
Π.Γ.