Ο Μπέρτολτ Μπρεχτ το είχε πει με το δικό του ανεπανάληπτο τρόπο: «Τι είναι η ληστεία μιας τράπεζας μπροστά στη λειτουργία μιας τράπεζας;» (ακροτελεύτεια ατάκα στο έργο Happy End). Ορισμένοι μάρτυρες στη δίκη για τη ληστεία στο Βελβεντό, με κατηγορούμενους αναρχικούς αγωνιστές, το είπαν με το δικό τους, βιωματικό, τρόπο.
Αντιγράφουμε από το ρεπορτάζ που δημοσιεύτηκε στην ηλεκτρονική έκδοση της εφημερίδας μας.
Ο ιδιοκτήτης γειτονικού προς την τράπεζα προποτζίδικου κατέθεσε ότι ο ένας από τους τρεις ληστές ήταν έξω από την τράπεζα, στην είσοδό της, λέγοντας στον κόσμο που βρισκόταν εκεί ότι «δεν έχουμε πρόβλημα μαζί σας, αλλά με την τράπεζα», και ότι όλα έγιναν ήρεμα, χωρίς να απειλήσουν οι ληστές τον κόσμο και χωρίς να πειράξουν κανένα. Δεν παρέλειψε, δε, να επαναλάβει πολλές φορές ότι οι συλληφθέντες τους οποίους κλήθηκε να αναγνωρίσει ήταν παραμορφωμένοι από τον ξυλοδαρμό, «σαν να ήταν από τροχαίο».
Ενας πελάτης της τράπεζας κατέθεσε ότι οι ληστές είπαν σε όσους βρίσκονταν εντός του καταστήματος να μη φοβούνται, γιατί δε θα τους πειράξουν, αφού μόνο με τις τράπεζες και τους τραπεζίτες έχουν πρόβλημα, όχι με τους πολίτες. Καθησύχασαν αρκετές φορές την ταμία, ενώ ο ίδιος δε φοβήθηκε καμία στιγμή κατά τη διάρκεια της ληστείας. Πήγε μάλιστα στην απέναντι καφετέρια, καθώς άφηναν τον κόσμο να βγει έξω απ’ το κατάστημα. Το γεγονός ότι δεν ήταν κοινοί ληστές αλλά «τρομοκράτες», όπως συμπέρανε, τον καθησύχασε, γιατί γνωρίζει ότι δεν έχουν πειράξει ποτέ άνθρωπο.
Ο προϊστάμενος του υποκαταστήματος των ΕΛΤΑ, όπου επίσης έγινε ληστεία, κατέθεσε ότι η συμπεριφορά των ληστών δεν ήταν βίαιη ούτε επιθετική, γι’ αυτό και δεν φοβήθηκε, παρότι οπλοφορούσαν.
Αυτές οι καταθέσεις δεν γίνονται, βέβαια, πρωτοσέλιδα, όπως γίνονται οι συλλήψεις. Δεν τις σχολιάζουν οι Πρετεντέρηδες από τα τηλεπαράθυρα των οχτώ, οι οποίοι στάζουν χολή όταν υπάρχουν συλλήψεις. Ο προπαγανδιστικός μηχανισμός λειτουργεί σαν καλοκουρδισμένο ρολόι. Οταν γίνονται συλλήψεις, παρουσιάζει τους συλλαμβανόμενους σαν ανθρωπόμορφα τέρατα, έτοιμα να προκαλέσουν κάθε είδους καταστροφή, έτοιμα να οργανώσουν ένα λουτρό αίματος σε βάρος ανυποψίαστων ανθρώπων. Δεν παρουσιάζουν, βέβαια, τις τράπεζες σαν ευαγή ιδρύματα (αυτό δε θα έπιανε), λένε όμως πως οι ληστείες στρέφονται ενάντια στους μικροκαταθέτες (κι όποιος το χάψει).
Οσοι βρίσκονται στο κέντρο τέτοιων γεγονότων δεν χάβουν το παραμύθι. Δηλώνουν ότι αισθάνθηκαν ασφαλείς όταν κατάλαβαν ότι αυτοί που λήστευαν την τράπεζα δεν ήταν του κοινού ποινικού δικαίου, αλλά είχαν πολιτικά κίνητρα. Ο απλός κόσμος δεν τρώει το παραμύθι της τρομοϋστερίας που του σερβίρουν. Φάνηκε και από τις αντιδράσεις μετά τη φυγή του Χρ. Ξηρού. Κατακλύστηκαν οι ραδιοφωνικές εκπομπές (για να μην πούμε για το Ιντερνετ) από μηνύματα τηλεθεατών που δήλωναν πως δεν αισθάνονται να απειλούνται από τον Ξηρό και τον Μαζιώτη, αλλά απ’ αυτούς που τους τσακίζουν καθημερινά τη ζωή.
Δεν χρειάζεται να συμφωνεί κανείς με τον ιδεολογικό λόγο και τα πολιτικά προτάγματα των ουκ ολίγων αναρχικών αγωνιστών που δικάζονται σε διάφορες υποθέσεις «τρομοκρατίας». Κάθε έντιμος άνθρωπος, όμως, έχει υποχρέωση να τοποθετηθεί τουλάχιστον στο τεράστιο ηθικό ζήτημα που τίθεται. Εγκληματίες δεν είναι αυτοί που πήραν το δρόμο του αντάρτικου (όπως και αν αυτοπροσδιορίζονται), αλλά οι κάθε είδους καπιταλιστές, το πολιτικό τους προσωπικό και οι τελάληδές τους στα Μέσα Μαζικής Εξαπάτησης, που κάνουν το μαύρο άσπρο και το άσπρο μαύρο.
Π.Γ.