«Η ζωή είναι τόσο ωραία και όσο τη γουστάρεις, όσο τη γλεντάς, τόσο πιο ωραία είναι». Μ’ αυτά τα λόγια απευθύνθηκε στο κοινό η τραγουδίστρια Χάρις Αλεξίου, σε συναυλία που οργάνωσε ο Σύλλογος Οικογένειας του Θεραπευτικού Προγράμματος «Παρέμβαση» του ΚΕΘΕΑ. Αλιεύσαμε την ατάκα της τραγουδίστριας από το ρεπορτάζ του «Ριζοσπάστη», που την παρουσίασε μετ’ επαίνων (παρίστατο άλλωστε και η Αλέκα Παπαρήγα).
Δεν αμφιβάλλουμε ότι αυτά που είπε ισχύουν απόλυτα για την κα Αλεξίου. Η ίδια, ζώντας το μισό χρόνο στο Παρίσι και τον άλλο μισό στην Ελλάδα, έχει όλη τη δυνατότητα να απολαμβάνει μια ζωή μες στη χλιδή και τις ανέσεις. Το τι συμβαίνει γύρω της ελάχιστα την απασχολεί. Δεν κυκλοφορεί, άλλωστε, στα γκέτο των παρισινών προαστίων για να δει πόσο ωραία είναι εκεί η ζωή. Ούτε ανήκει στη χορεία εκείνων των σημαντικών ομοτέχνων της, που ευρισκόμενοι σε διαρκή σύγκρουση με την ασχήμια της ζωής, έγιναν παρανάλωμα μες στις ουσίες που τους έδιναν την ψευδαίσθηση της φυγής από την πραγματικότητα. Για να μη μιλήσουμε για το διαφημιστικό πρότζεκτ που υλοποίησε η εταιρία παραγωγής των θερινών ανά την Ελλάδα συναυλιών της.
Ας μην την αδικήσουμε, όμως. Η κα Αλεξίου μίλησε με καλή διάθεση. Νόμισε πως καλώντας τους νέους να γλεντήσουν τη ζωή που είναι ωραία, συμβάλλει και αυτή στον αγώνα κατά των τοξικοεξαρτήσεων. Είπε αυτό που τόσα χρόνια ακούει να λέγεται γύρω της. Το ‘χει ακούσει σε δεκάδες τηλεοπτικά σποτ, να το λένε μάλιστα διάσημοι αθλητές, χρυσοκάνθαροι επίσης και χωμένοι ως το λαιμό μες στη ντόπα.
Είτε συνειδητή δράση είτε ασχετοσύνη, το αποτέλεσμα είναι το ίδιο: υποκρισία. Και πρόκληση. Ιδιαίτερα προς όλους αυτούς τους νέους και τις νέες που καίγονται μέσα στις εξαρτήσεις. Πρόκειται για άτομα κατεξοχήν ευαίσθητα, που οδηγήθηκαν στην εξάρτηση επειδή δεν άντεξαν στη συνεχή σύγκρουση με μια ζωή μίζερη, άδικη, καταπιεστική, εκμεταλλευτική. Ανεξάρτητα από τον υποκειμενικό μηχανισμό μέσω του οποίου ο κάθε νέος φιλτράρει τα κοινωνικά ερεθίσματα, ξεκινώντας από το προσωπικό του περιβάλλον και επεκτεινόμενος προς τα έξω, το βέβαιο είναι πως είναι η σύγκρουση με αυτή την αβίωτη πραγματικότητα που στρώνει το έδαφος και οδηγεί στην ήττα της εξάρτησης. Οποιος δεν το αναγνωρίζει αυτό ή είναι εκτός πραγματικότητας ο ίδιος ή είναι συνειδητός υπερασπιστής του μεγάλου ψεύδους, σύμφωνα με το οποίο η ευθύνη είναι ατομική.
Η ευθύνη, όμως, είναι κοινωνική, είναι συστημική. Γι’ αυτό και τα καλέσματα προς τους νέους να γλεντήσουν τη ζωή που είναι ωραία, όχι μόνο δεν υψώνουν ανάχωμα στις εξαρτήσεις, αλλά αντίθετα σπρώχνουν προς αυτές. Γιατί βρίσκονται σε πλήρη αναντιστοιχία με τη ζωή που βιώνει η πλειοψηφία της νεολαίας. Βρίσκονται σε αναντιστοιχία ακόμα και με τις ευαισθησίες παιδιών της άρχουσας τάξης, που δεν έχουν αφομοιωθεί στο σχέδιο που έχουν γι’ αυτά οι σάπιες οικογένειές τους. Οταν ο ευαίσθητος νέος ακούει αυτά τα γελοία και προκλητικά καλέσματα, αισθάνεται πως τον κοροϊδεύουν, πως τον φτύνουν. Οι πιθανότητες να βρει διέξοδο στην εξάρτηση δεν μειώνονται αλλά πολλαπλασιάζονται.
Στους νέους πρέπει να απευθύνεται κανείς με ειλικρίνεια. Να μοιράζεται τις αγωνίες τους. Να συνομιλεί ισότιμα μαζί τους. Να προτείνει πρότυπα που έρχονται σε σύγκρουση με όλη την ασχήμια της αστικής ζωής, με τη βαρβαρότητα του καπιταλισμού. Πρότυπα ανιδιοτέλειας και αγώνα. Πρότυπα συνέπειας λόγων και έργων. Μόνο σε μια τέτοια βάση μπορεί να δοθεί ο αγώνας ενάντια στις εξαρτήσεις. Στη βάση του αγώνα για την αλλαγή της κοινωνικής πραγματικότητας που γεννά την ανάγκη για εξαρτήσεις.
Π.Γ.