Η φράση αποδίδεται στον Ιωσήφ Στάλιν. Σύμφωνα με το αφήγημα, όταν τον Οκτώβρη του 1941 τα ναζιστικά στρατεύματα έφτασαν έξω από τη Μόσχα, το επιτελείο συμβούλευσε τον Στάλιν να μεταφερθεί η έδρα της κυβέρνησης και του κόμματος ανατολικότερα. Κι ο Στάλιν απάντησε «άσ’ τους νεκρούς να προχωρούν».
Δε γνωρίζουμε αν ειπώθηκε η συγκεκριμένη φράση από τον Στάλιν ή αν ανήκει στη σφαίρα του θρύλου, όμως το βέβαιο είναι πως ο ίδιος ο Στάλιν δεν το κούνησε ρούπι από τη Μόσχα, ούτε η υπόλοιπη σοβιετική ηγεσία. Μάλιστα, η παρέλαση για την επέτειο της Οκτωβριανής Επανάστασης στις 7 Νοέμβρη του 1941 γιορτάστηκε κανονικά στη χιονισμένη Κόκκινη Πλατεία της Μόσχας. Ο Στάλιν εκφώνησε μια ιστορική ομιλία, κεντρική ιδέα της οποίας ήταν πως η ΕΣΣΔ βρίσκεται σε καλύτερη κατάσταση από το 1918, όταν είχε δεχτεί την προηγούμενη στρατιωτική επίθεση, γι’ αυτό και θα συντρίψει τους εισβολείς. Στη συνέχεια, παρακολούθησε την παρέλαση από τη γνωστή εξέδρα στο μαυσωλείο του Λένιν, μαζί με την υπόλοιπη σοβιετική ηγεσία. Τα στρατεύματα από την παρέλαση τραβούσαν κατευθείαν για το μέτωπο. Και σε λιγότερο από δυο μήνες οι Γερμανοί είχαν χάσει τη μάχη της Μόσχας, την πρώτη μάχη που έχασαν κατά την εισβολή τους στην ΕΣΣΔ.
Θα μπορούσε να πει κανείς την παροιμιώδη φράση μετά τη νίκη των μνημονιακών δυνάμεων, με επικεφαλής τον ΣΥΡΙΖΑ, στις εκλογές της περασμένης Κυριακής: «άσ’ τους νεκρούς να προχωρούν». Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η νίκη του ΣΥΡΙΖΑ και του Τσίπρα είναι Πύρρειος και ότι θα έχουν κι αυτοί την τύχη των προηγούμενων μνημονιακών κυβερνήσεων. Μόνο που στη σημερινή Ελλάδα δεν υπάρχει Στάλιν, δεν υπάρχει Μπολσεβίκικο Κόμμα, δεν υπάρχει Κόκκινος Στρατός για να καταστήσει τους επιθετιστές πραγματικά νεκρούς. Πεθαίνει πολιτικά ένα κόμμα, πεθαίνει ένας πρωθυπουργός, όμως το σύστημα δεν πεθαίνει. Στη θέση τους τοποθετεί άλλους και η επέλαση της βαρβαρότητας συνεχίζεται.
Ο Στάλιν ήταν μπαρουτοκαπνισμένος και στην πολιτική και στον πόλεμο. Ηξερε καλά πως όσες μάχες κι αν έχανε ο Κόκκινος Στρατός, στο τέλος θα ήταν νικητής, γιατί διέθετε την ισχύ των μετόπισθεν, που εξ ορισμού δε διέθετε ο στρατός των ναζί. Η ηθικοπολιτική δύναμη των λαών της ΕΣΣΔ και η παραγωγική δύναμη του σοσιαλιστικού συστήματος, που έπρεπε να στρατιωτικοποιηθεί προσωρινά για να μπορέσει ν’ αντιμετωπίσει τις ανάγκες του πολέμου, ήταν τα εχέγγυα για την τελική νίκη. Το «άσ’ τους νεκρούς να προχωρούν» δεν προέκυπτε από κάποια θεολογική πίστη, δεν ήταν απλώς μια εμψυχωτική κουβέντα του σοβιετικού ηγέτη. Προέκυψε από μια ψύχραιμη αποτίμηση της κατάστασης και των προοπτικών της. Γι’ αυτό και επιβεβαιώθηκε.
Σήμερα δεν χρειάζεται να λέμε μεγάλες κουβέντες, οραματιζόμενοι το κομμουνιστικό μέλλον. «Ετσι κι αλλιώς η γη θα γίνει κόκκινη», λέει ο ποιητής. Και για να μην θεωρηθεί αιθεροβάμων, σπεύδει να συμπληρώσει: «ή κόκκινη από ζωή ή κόκκινη από θάνατο». Προς το παρόν, η δική μας γη γίνεται κόκκινη από θάνατο. Και πάνω στα ερείπια της εργαζόμενης κοινωνίας, οι καπιταλιστές τσουγκρίζουν τα ποτήρια τους και οι αστοί πολιτικοί γιορτάζουν τις εκλογικές τους νίκες.
Οσοι επιμένουμε στην επαναστατική προοπτική, όσοι δεν αρεσκόμαστε να κολυμπάμε στα ρηχά του κοινοβουλευτικού βούρκου, οφείλουμε να συνειδητοποιήσουμε πως πρέπει να δουλέψουμε πολύ για να μπορούμε κάποια στιγμή να πούμε «άσ’ τους νεκρούς να προχωρούν». Θα μπορέσουμε να το πούμε όταν έχουμε μια εργατική τάξη συσπειρωμένη γύρω από μια ατσάλινη πολιτική ηγεσία, μ’ ένα επαναστατικό πρόγραμμα μετάβασης στον κομμουνισμό. Τότε πραγματικά θ’ αναζητούμε την κατάλληλη στιγμή για την αντεπίθεση και την τελική επίθεση. Δουλειά, δουλειά και ξανά δουλειά, λοιπόν, για να φτάσουμε εκεί.
Π.Γ.