Τούτες τις μέρες, που το αγροτικό πρόβλημα και ειδικά το πρόβλημα της βαμβακοπαραγωγής βρίσκεται ξανά στην επικαιρότητα, οι κάτοικοι των πόλεων (άσχετοι κατά τεκμήριο με την ουσία και τις βασικές παραμέτρους του αγροτικού προβλήματος) βομβαρδίζονται με μπαράζ παραπληροφόρησης. Κεντρική θέση σ’ αυτό το μπαράζ έχει το επιχείρημα, ότι οι αγρότες επιμένουν να παράγουν ένα ζημιογόνο προϊόν και να απαιτούν την εφαρμογή μιας αντικοινοτικής πολιτικής.
Γνωρίζουμε ότι οι περισσότεροι απ’ αυτούς που αναπαράγουν αυτά τα επιχειρήματα δεν έχουν ιδέα από βαμβάκι και κύκλωμα εκκοκκισμού-κλωστοϋφαντουργίας-νηματουργίας. Απλώς, ενεργούν σαν άβουλα παπαγαλάκια που επαναλαμβάνουν αυτά που τους υπαγορεύουν τα αφεντικά τους. Αλλωστε, μονόλογο κάνουν και δεν έχουν απέναντί τους τον αντίλογο που θα έκανε σκόνη τους ισχυρισμούς τους. Ας παραθέσουμε, λοιπόν, μερικές απλές σκέψεις.
Η ΕΕ υποτίθεται πως έχει ως αποστολή να προασπίσει την κοινοτική παραγωγή. Να τη στηρίξει, να την επιδοτήσει, να την προστατεύσει από τον διεθνή ανταγωνισμό. Ουδείς για παράδειγμα εγείρει ενστάσεις όταν τα εθνικά κράτη επιδοτούν γενναία τους βιομήχανους (η μέθοδος των αναπτυξιακών κινήτρων είναι πανευρωπαϊκή, γι’ αυτό και δεν εγείρεται ζήτημα νόθευσης του ανταγωνισμού). Οταν παρατηρήθηκε υπερπαραγωγή στο βόειο κρέας, επειδή οι καταναλωτές απομακρύνθηκαν απ’ αυτό, λόγω της νόσου των τρελών αγελάδων, η ΕΕ επιδότησε γενναία τις φάρμες του βορρά. Τότε έκαιγαν το κρέας σε κλιβάνους, για να κρατηθεί ψηλά η τιμή του.
Θα περίμενε, λοιπόν, κανείς να κάνει το ίδιο και με το προϊόν που λέγεται βαμβάκι. Ξέρετε πόσο από το βαμβάκι που καταναλώνει κάθε χρόνο η ευρωπαϊκή βιομηχανία παράγεται σε ευρωπαϊκό έδαφος; Μόλις το 25%. Το 75% εισάγεται. Πρόκειται, δηλαδή, για ένα ελλειμματικό προϊόν, που η παραγωγή του θα έπρεπε να πριμοδοτηθεί. Ομως, αυτή η παραγωγή γίνεται μόνο σε δυο χώρες, την Ελλάδα πρωτευόντως και την Ισπανία δευτερευόντως. Αφορά μεγάλα κομμάτια φτωχής και μεσαίας αγροτιάς και όχι τόσο καπιταλιστικές αγροτικές επιχειρήσεις. Γι’ αυτό και δεν υπάρχει καμιά διάθεση πριμοδότησής του, αλλά διάθεση ξεφορτώματος των παραγωγών από το σύστημα επιδοτήσεων.
Και γιατί να επιδοτηθεί το βαμβάκι, όταν οι διεθνείς τιμές είναι χαμηλές; Για τον ίδιο λόγο που επιδοτείται η βιομηχανία ή τα ζωοκομικά προϊόντα του βορρά. Γιατί η διεθνής τιμή είναι χαμηλή για συγκεκριμένους λόγους. Επειδή το αμερικάνικο κράτος επιδοτεί γενναία τους φάρμερ που παράγουν βαμβάκι, ώστε να εξασφαλίζεται φτηνή πρώτη ύλη για τη βιομηχανία. Δεν επιδοτείται, δηλαδή, ο αγρότης αλλά ο βιομήχανος κλωστοϋφαντουργός ή νηματουργός.
Αυτή είναι, χοντρά-χοντρά η αλήθεια για το βαμβάκι. Στο πλαίσιο του παγκόσμιου καπιταλιστικού καταμερισμού της εργασίας, όπως ρυθμίζεται (και) με τις συμφωνίες του ΠΟΕ, η ΕΕ δεν θέλει τη βαμβακοπαραγωγή. Γι’ αυτό, όμως, δεν φταίει -όπως καταλαβαίνετε- ο «τεμπέλης» ή «κρατικοδίαιτος» αγρότης. Αυτός παράγει ένα προϊόν που είναι ελλειμματικό στην κοινή αγορά που τον έχουν βάλει και απαιτεί οι μηχανισμοί αυτής της αγοράς να του εξασφαλίσουν τουλάχιστον ίσους όρους ανταγωνισμού.
Π.Γ.