Υπάρχει αναμφισβήτητα η στρατηγική του φόβου, την οποία χρησιμοποιεί ο Σαμαράς για να κερδίσει το παιχνίδι ή να το χάσει με «διαχειρίσιμη» διαφορά. Το ερώτημα, όμως, είναι γιατί αυτή η στρατηγική φέρνει αποτελέσματα. Και η απάντηση είναι ότι φέρνει αποτελέσματα γιατί η συντριπτική πλειοψηφία του ελληνικού λαού διακατέχεται από το σύνδρομο της ήττας και έχει αποσυρθεί από το στίβο των ταξικών αγώνων.
Η αντίδραση των «αγορών», όμως, δεν αποτελεί κομμάτι της στρατηγικής του Σαμαρά, όπως υπαινίσσεται ο ΣΥΡΙΖΑ. Δεν είναι κάποιοι επιχειρηματίες που τους έβαλε ο Σαμαράς να κάνουν «παιχνίδι» για να μπορέσει αυτός πολιτικά να σπείρει το φόβο. Ούτε καν για το «κραχ» του ελληνικού χρηματιστήριου ευθύνονται ντόπιοι καπιταλιστές, καθώς το «παιχνίδι» έγινε από ξένα funds, που πέρασαν τις μετοχές από το δεξί χέρι τους στο αριστερό, προσδοκώντας σε κέρδη κατά την άνοδο που αναγκαστικά θ’ ακολουθήσει.
Και βέβαια, η εκτίναξη των σπρεντ των ελληνικών ομολόγων δεν μπορεί ν’ αποδοθεί σε φίλους του Σαμαρά. Οταν το τριετές ομόλογο της περασμένης άνοιξης εκδόθηκε με 4,95%, είχε πέσει στο 3,5% και μέσα σε τρεις μέρες εκτινάχτηκε στο 11% (πάνω και από το δεκαετές), σημαίνει πως οι «αγορές», δηλαδή οι διαχειριστές του διεθνούς χρηματιστικού κεφάλαιου έστειλαν μήνυμα στο ελληνικό πολιτικό σύστημα να «σοβαρευτεί».
Αυτό το μήνυμα το πήραν όλοι. Και έσπευσαν να προσαρμοστούν. Μπορεί ο Τσίπρας να πέταξε την (εκτός κειμένου) παπαριά περί λύρας και πεντοζάλη από το Ηράκλειο, όμως αυτή ήταν μια στιγμιαία, «μπαλκονάτη» παρέκβαση. Τις επόμενες μέρες τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ δεν έδειξαν καμιά διάθεση να συζητήσουν αυτό το θέμα. Προσπάθησαν να το απωθήσουν από τη δημόσια πολιτική συζήτηση.
Αν βγαίνει ένα συμπέρασμα από τις τελευταίες οικονομικές εξελίξεις, οι οποίες αποτελούν απλά μια εισαγωγή γι’ αυτά που θ’ ακολουθήσουν όταν ξεκαθαρίσει το εσωτερικό πολιτικό τοπίο, είναι πως λύση στο δράμα που περνά ο ελληνικός λαός υπάρχει ΜΟΝΟ έξω από τον παγκόσμιο καπιταλιστικό καταμερισμό της εργασίας. Μόνο έτσι δε θα υπάρχει η ανάγκη του δανεισμού είτε από τις «αγορές» είτε από τους «θεσμικούς εταίρους». Αλλιώς, το κόστος του δανεισμού θα είναι εξίσου δυσβάσταχτο και θα οδηγεί σε διατήρηση της κινεζοποίησης εσαεί.
Οι εκλογές δε θα γίνουν, βέβαια, μ’ ένα τέτοιο ερώτημα. Τα ψευτοδιλήμματα που θα τεθούν τα γνωρίζουμε ήδη. Η παραμονή στην ΕΕ και στον παγκόσμιο καπιταλιστικό καταμερισμό της εργασίας είναι ζήτημα εκ των ων ουκ άνευ. Τα δυο μεγαλύτερα κόμματα, μεταξύ των οποίων θα κριθεί ο σχηματισμός κυβέρνησης, «σκοτώνονται» ήδη στην επίδειξη νομιμοφροσύνης έναντι της ΕΕ, έναντι των «αγορών», έναντι του ελληνικού καπιταλισμού. Αυτό το γεγονός προδιαγράφει με μαθηματική βεβαιότητα τη συνέχιση της ίδιας πολιτικής.
Τα αστικά κόμματα, όμως, κάνουν τη δουλειά τους. Αυτός είναι ο ρόλος του πολιτικού συστήματος από καταβολής καπιταλισμού. Κάθε εποχή έχει τα ιδιαίτερα πολιτικά χαρακτηριστικά της, όμως η ουσία παραμένει ίδια. Αν, λοιπόν, πρέπει να βάλουμε ένα ερώτημα, αυτό είναι το εξής: τι είναι αυτό που επιτρέπει στα αστικά κόμματα να παίζουν διαχρονικά τον ίδιο ρόλο, με διαφορετικά ονόματα και διαφορετικά χρώματα;
Η δυνατότητά τους αυτή πηγάζει από την ταξική αδυναμία της εργατικής τάξης. Από την παράδοσή της στην αστική πολιτική, αντί της συνένωσής της υπό τη σημαία μιας επαναστατικής εργατικής πολιτικής.