Ο πρόεδρος του ΣΕΒ Θ. Φέσσας κάλεσε κυβέρνηση και αντιπολίτευση να σταματήσουν την παροχολογία. Σ' αυτή αποδίδει τις τελευταίες εξελίξεις στο Χρηματιστήριο: «Το κλίμα έχει χαλάσει γιατί έχουμε μπει σε προεκλογική περίοδο, και αντί να δίνεται έμφαση στην επιτάχυνση των μεταρρυθμίσεων, δίνεται σε μια παροχολογία, ένθεν κακείθεν»!
Παλιά τους τέχνη κόσκινο, θα πείτε. Κάθε φορά που η χώρα μπαίνει σε προεκλογική περίοδο, οι καπιταλιστές κατηγορούν τα αστικά πολιτικά κόμματα εξουσίας για παροχολογία. Είναι πάγια τακτική τους, είτε ο ελληνικός καπιταλισμός βρίσκεται σε φάση σχετικής σταθεροποίησης ή και ανάπτυξης είτε βγαίνει από μια μακρά περίοδο κρίσης, στη διάρκεια της οποίας εφαρμόστηκαν εφιαλτικές πολιτικές, όχι μόνο στο δημοσιονομικό, αλλά και στον εργασιακό τομέα.
Κανέναν δε θα έπρεπε να εκπλήσσει αυτή η στάση των καπιταλιστών. Οταν ξεκινούσε η κρίση και άρχιζε η εφαρμογή των Μνημονίων, οι κάθε είδους εκπρόσωποι των καπιταλιστών έλεγαν με νόημα ότι «η κρίση μπορεί να αποδειχτεί ευκαιρία». Εμείς προειδοποιούσαμε από τότε πως δεν πρόκειται για «κρίση χρέους», όπως έλεγαν σχεδόν όλοι (άλλοι αφελώς και άλλοι κουτοπόνηρα), αλλά πως μέσω της διαχείρισης της κρίσης θα επιχειρηθεί με βίαιο τρόπο η συντηρητική ανασυγκρότηση του ελληνικού καπιταλιστικού σχηματισμού, με ό,τι αυτό συνεπάγεται στον εργασιακό, το συνταξιοδοτικό, το δημοσιονομικό τομέα.
Τώρα, οι πάντες γνωρίζουν ότι αυτό συνέβη. Και έχει καθιερωθεί σε ένα ογκώδες νομικό οπλοστάσιο, που ψηφίστηκε από διαδοχικές Βουλές με συνοπτικές διαδικασίες. Θα ήταν «ιδανικοί αυτόχειρες» οι καπιταλιστές αν υποστήριζαν ότι με την έξοδο από την κρίση δεν υπάρχει λόγος να διατηρείται αυτό το οπλοστάσιο.
Μήπως, όμως, έχει το πολιτικό σύστημα γνώμη αντίθετη απ' αυτήν του ΣΕΒ; Με προεκλογικούς όρους, οι προπαγανδιστές των αστικών κομμάτων θα δώσουν καταφατική απάντηση. Τη δίνουν ήδη οι αρχηγοί τους, χωρίς ακόμα να έχουν ανέβει στα προεκλογικά μπαλκόνια. Με όρους πρακτικής πολιτικής, όμως, δεν είναι δύσκολο να διαπιστωθεί ότι επί της ουσίας δε διαφωνούν με τον ΣΕΒ. Εχουν μάλιστα αναλάβει συγκεκριμένες υποχρεώσεις.
Η κυβέρνηση Τσίπρα έχει υπογράψει στο Eurogroup ρήτρα μη αναστροφής και συνέχισης των μεταρρυθμίσεων. Δε χρειάζεται να ερμηνεύσουμε τι σημαίνει αυτό, γιατί οι πάντες γνωρίζουν τι περιλαμβάνει ο όρος «μεταρρυθμίσεις» στο μνημονιακό λεξιλόγιο. Ο Μητσοτάκης δε λέει το αντίθετο (αυτό έλειπε).
Η κυβέρνηση Τσίπρα έχει υπογράψει δέσμευση για «πρωτογενή πλεονάσματα» ύψους 3,5% του ΑΕΠ μέχρι και το 2022 και 2,2% του ΑΕΠ από το 2023 μέχρι το 2060. Επομένως, πέρα από τη ρήτρα σε επίπεδο φραστικών διατυπώσεων, έχει υπογραφεί και ρήτρα με συγκεκριμένο, μετρήσιμο περιεχόμενο.
Για να υπάρξουν αυτά τα «πρωτογενή πλεονάσματα», επί μια τόσο μεγάλη περίοδο, δεν πρέπει να διαταραχτεί η πολιτική όπως διαμορφώθηκε με τα Μνημόνια και τους εφαρμοστικούς τους νόμους. Αν μια κυβέρνηση δοκιμάσει να αρνηθεί αυτές τις δεσμεύσεις (λέμε τώρα), το χρέος ως δαμόκλειος σπάθη θα της κόψει τη φόρα.
Η καταφυγή στις ελπίδες των εκλογών οδηγεί ακόμα πιο βαθιά στο φαύλο κύκλο των Μνημονίων. Γιατί, πέραν των άλλων, αποτελεί παραδοχή παραίτησης από τον ταξικό διεκδικητικό αγώνα.